ΕΚΤΥΠΩΣΗ
Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Κάπως έτσι δεν είναι τα πράγματα κε Ρουπακιώτη;

16:05 - 29 Απρ 2013
Άγγελος Στάγκος

Γράφει ο Άγγελος Στάγκος

Διανοείται ποτέ κανείς στον ιδιωτικό τομέα να έχει υπογράψει σύμβαση ορισμένου χρόνου, ή σύμβαση έργου και όταν αυτή φτάσει στο τέλος της, να προσφύγει στα δικαστήρια για να συνεχιστεί σώνει και καλά η απασχόλησή του και επομένως και η πληρωμή του; Η απάντηση είναι φυσικά όχι, αν υπογράφονται τέτοιες συμβάσεις στον ιδιωτικό τομέα, αλλά στον απίθανο κόσμο του ελληνικού δημοσίου τα πράγματα ήταν και είναι διαφορετικά.

Εκεί λοιπόν, στο ελληνικό δημόσιο, οι συμβάσεις ορισμένου χρόνου και οι συμβάσεις έργου, έδιναν και έπαιρναν. Εθεωρούντο προθάλαμος για τη μονιμοποίηση ενός υπαλλήλου, ή έστω, για την αέναη απασχόλησή του σε αυτό μέχρι να συνταξιοδοτηθεί. Επρόκειτο για μία φάμπρικα εξυπηρέτησης πελατειακών σχέσεων που βόλευε την πολιτική τάξη, τη διοίκηση, τους συνδικαλιστές και βεβαίως εκείνους που με αυτό τον τρόπο εκπλήρωναν το όνειρο της ζωής τους, δηλαδή να γίνουν δημόσιοι υπάλληλοι.

 

Με λίγα λόγια, οι περισσότερες συμβάσεις έργου ήταν δήθεν γιατί ο υπάλληλος δεν προσλαμβανόταν συνήθως για να κάνει κάποιο έργο και αφού το επιτελέσει να φύγει, αλλά για να βάλει πόδι στο δημόσιο και αυτό το γνώριζαν όλοι οι ενδιαφερόμενοι. Έτσι, όταν τελείωνε η οκτάμηνη, δεκάμηνη, ή ετήσια σύμβαση, είτε υπήρχε έργο, είτε όχι, ανανεωνόταν σιωπηρά ή με καινούργια σύμβαση και αυτό συνεχιζόταν. Ακόμη και όταν ολοκληρωνόταν το έργο εφόσον υπήρχε.

 

Κάποιες φορές γινόταν αντιληπτό ότι αυτό παρατραβούσε και οι κυβερνήσεις προσπαθούσαν να δώσουν ένα τέλος. Άλλοτε επειδή ήθελαν να «ανανεώσουν» το προσωπικό με δικούς τους πελάτες, άλλοτε γιατί δεν άντεχε ο προϋπολογισμός και τελευταία γιατί πλέον δεν το επιτρέπει η Τρόϊκα και κυρίως γιατί δεν υπάρχουν λεφτά, ούτε δανεικά. Οι συμβασιούχοι έργου και ορισμένου χρόνου έπρεπε υποχρεωτικά να αποχωρήσουν μετά την ολοκλήρωση των συμβάσεών τους. Οπότε άρχισε νέα φάμπρικα. Κάποια γραφεία αετών δικηγόρων με ειδίκευση στο εργατικό δίκαιο, των λεγόμενων εργατολόγων, ανέλαβαν με το αζημίωτο να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους σε όσους το άτιμο το κράτος δεν επέτρεπε να πραγματοποιήσουν τα όνειρά τους. Να ζήσουν και να συνταξιοδοτηθούν ως δημόσιοι υπάλληλοι ανανεώνοντας συνεχώς συμβάσεις που έληγαν…

 

Πλησίαζαν λοιπόν οι αετοί εργατολόγοι –τα ονόματά τους είναι γνωστά, έχουν ανακατευτεί με τα κοινά και έχουν απασχολήσει κατά καιρούς την κοινή γνώμη αλλά δεν τα αναφέρουμε για να μη μπλέξουμε με αγωγές και δικαστήρια – τους ενδιαφερόμενους, ατομικά ή συλλογικά και έπαιρναν τις υποθέσεις στα χέρια τους. Έκαναν μία προσφυγή στα μονομελή πρωτοδικεία και σχεδόν πάντα εξασφάλιζαν την πανομοιότυπη απόφαση από τους πρωτοδίκες που αφενός δεν ήθελαν να μπλέξουν και αφετέρου δεν ήθελαν να ενοχλούνται από ενοχικά σύνδρομα αν αποφάσιζαν κατά εργαζομένων.

 

Με αυτή την έννοια, οι αποφάσεις των μονομελών πρωτοδικείων έλεγαν ότι επί της ουσίας θα έπρεπε να αποφασίσουν άλλα, ανώτερα δικαστήρια, αλλά μέχρι τότε, το δημόσιο ή ο δημόσιος φορέας ήταν υποχρεωμένος να πληρώνει τον συμβασιούχο που η σύμβασή του είχε … τελειώσει. Όπως είναι γνωστό, η διάσταση του χρόνου είναι πολύ διαφορετική και τραβάει σε πολύ μεγάλο μάκρος για την ελληνική Δικαιοσύνη. Αλλά και όταν ερχόταν η στιγμή να εκδικαστεί μία τέτοια υπόθεση, φρόντιζαν οι αετοί εργατολόγοι να παίρνουν παρατάσεις με τη δικαιολογία ότι δεν μπορούσαν να εκπροσωπήσουν τους πελάτες τους στο δικαστήριο τη συγκεκριμένη ημερομηνία, γιατί ήταν απασχολημένοι σε άλλη … δίκη εκείνη την ημέρα! Ποιος θα καθόταν -και όντως δεν καθόταν – να ψάξει αν έλεγε ή δεν έλεγε την αλήθεια. Και έτσι συνεχιζόταξν το βιολί με το δημόσιο να πληρώνει και τον συμβασιούχο να πληρώνεται.

 

Τέλος πάντων, ο κόμπος έφτασε στο χτένι και η κυβέρνηση και ο Μανιτάκης, κάτω από την πίεση της Τρόϊκας, είπαν να τελειώνουν με αυτή την ιστορία. Αρχικά σκέφτηκαν να  μην πληρώνεται ο συμβασιούχος που τελειώνει η σύμβασή και έχει προσφύγει  στη Δικαιοσύνη, μέχρις ότου τελεσιδικήσει και αν τυχόν κερδίσει να τα πάρει αναδρομικά.  Τότε όμως σήκωσε το γιγαντιαίο ανάστημά του ο ίδιος ο υπουργός Δικαιοσύνης, ο Α. Ρουπακιώτης και δεν το επέτρεψε. Μετά έκαναν μια δειλή τροποποίηση με στόχο να εκδικάζονται αυτές οι υποθέσεις μέσα έξη μήνες για να μην τραβάνε σε μάκρος, αλλά ποιος μπορεί να το εγγυηθεί αυτό στην ελληνική Δικαιοσύνη, που έχει δικό της μπαϊράκι; Αφήστε που ούτε αυτό το θέλει ο υπουργός, γνωστός εργατολόγος στην ιδιωτική του ζωή… Και στο μεταξύ το δημόσιο είναι υποχρεωμένο να πληρώνει ανθρώπους που οι συμβάσεις τους έληξαν.

Κάπως έτσι δεν είναι τα πράγματα κε Ρουπακιώτη;

 

Αγγελος Στάγκος

 

[email protected]

Copyright © 1999-2024 Premium S.A. All rights reserved.