ΕΚΤΥΠΩΣΗ
Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Αλλαγές τώρα και στο τραπεζικό σύστημα

10:30 - 01 Νοε 2010
Γιαννης Τσαμουργκέλης

Γράφει ο Γιαννης Τσαμουργκέλης

Τόσο το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης όσο και η Τράπεζα της Ελλάδος επιμένουν στις προτάσεις και την πολιτική τους σε διαρθρωτικά μέτρα που επικεντρώνουν αποκλειστικά στην προσαρμογή του πραγματικού τομέα της οικονομίας και παραβλέπουν το νομισματικό τομέα. Παραβλέπουν με χαρακτηριστική ευκολία ότι τα επιτόκια χορηγήσεων στην χώρα μας είναι κατά μέσο όρο 1,6 φορές μεγαλύτερα από τα μέσα επιτόκια χορηγήσεων στα κράτη μέλη της ΕΕ (όπως προκύπτει από τη σύγκριση της διαφοράς μεταξύ των μέσων επιτοκίων χορηγήσεων και των μέσων επιτοκίων καταθέσεων – περιθώριο επιτοκίου - Πίνακας VI.6, Ενδιάμεση Έκθεση ΤτΕ 2010). Παραβλέπουν ότι εξαιτίας αυτής της «διαφοράς», το μέσο ετήσιο κόστος των επιπλέον τόκων που καλούνται να πληρώσουν τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις στις τράπεζες (με βάση τα στοιχεία του συνόλου των δανείων στη χώρα τον Αύγουστο του 2010) υπολογίζεται σε κάτι παραπάνω από 4 δισ. ευρώ.

Παραβλέπουν ότι αυτά τα 4 δις τα οποία μεταφέρονται από την κατανάλωση και τις επενδύσεις στις τράπεζες, περιορίζουν αντίστοιχα τη ρευστότητα της οικονομίας.   Παραβλέπουν ότι εάν τα χρήματα αυτά κυκλοφορούσαν στην οικονομία και με μέση φορολογική εισπραξιμότητα 50% το ελληνικό δημόσιο θα εισέπραττε τουλάχιστον περί τα €400 εκ.(μόνο από ΦΠΑ), ποσό ικανό για να καλύψει τις απόλυες κάποιων εκ των συνάξεων λόγω μνημονίου. Παραβλέπουν ότι αυτή η τρέχουσα μείωση της τρέχουσας καταναλωτικής και επενδυτικής δαπάνης περιορίζει τη δημιουργία μελλοντικών εισοδημάτων και άρα την αναπτυξιακή δυναμική της οικονομίας. Παραβλέπουν ότι σε περίοδο μείωσης της ρευστότητας, το καθαρό επιτοκιακό περιθώριο αυξήθηκε κατά 32 μονάδες βάσης ενώ στην υπόλοιπη Ευρώπη μειώθηκε κατά 34 μονάδες βάσης (σελίδα 187, Έκθεση του Διοικητή ΤτΕ, 2009).  Παραβλέπουν ότι στην Ελλάδα το 2008 βρέθηκαν να δραστηριοποιούνται 66 τράπεζες και τραπεζικά ιδρύματα την ίδια στιγμή που στη συντριπτική πλειοψηφία από τις συγκρίσιμες χώρες ο αριθμός αυτός είναι τουλάχιστον υπερδιπλάσιος, όπως στη Νορβηγία 147 τραπεζικά ιδρύματα, Φιλανδία 333, Αυστρία 867, ή Δανία 101.

Στο πλαίσιο αυτών των συνεπειών από τις «ιδιαιτερότητες» του ελληνικού χρηματοπιστωτικού συστήματος είναι παράδοξο να προτείνει η Έκθεση της ΤτΕ τη μη επιπλέον φορολογική επιβάρυνση, αλλά να τολμά να αποσιωπά την επιβάρυνσή με πλεονάζουσες πληρωμές τόκων, που ουσιαστικά αποτελούν το ολιγοπωλιακό penalty που επιβάλλεται από το τραπεζικό σύστημα στην οικονομία.  Είναι επίσης παράδοξο η κυβέρνηση να μη μεριμνά για την νέα διάρθρωση του τραπεζικού συστήματος με κίνητρα για δημιουργία ή προσέλκυση τραπεζών από το εξωτερικό (ιδιωτικών, ξένων και συνεταιριστικών) σε ένα πραγματικά ανταγωνιστικό περιβάλλον.  Είναι παράδοξο να προκρίνονται οι συγχωνεύσεις πολλών προβληματικών τραπεζών σε μια μεγαλύτερη προβληματική τράπεζα, έναντι των εξαγορών ελληνικών τραπεζών από ξένες που θα εισφέρουν νέα υγιή κεφάλαια. Είναι παράδοξο η εξυγίανση των τραπεζών να βασίζεται στους πελάτες -τις οικογένειες και τις επιχειρήσεις- αντί να επιβαρύνει κατεξοχήν και κυρίως τους μετόχους με αύξηση των μετοχικών κεφαλαίων που θα αποτρέψει τη σημερινή αδιέξοδη και επικίνδυνη επιβάρυνση του κόστους του χρήματος. Όπως είναι γνωστό στους οικονομολογικούς κύκλους, «MONEY MATTERS”. Σε μια ισόρροπη και επιτυχημένη οικονομική πολιτική οι αλλαγές στο νομισματικό τομέα πρέπει να συμβαδίζουν και να υποστηρίζουν τις αλλαγές στην πραγματική οικονομία. Αλλιώς, οι στρεβλότητες δεν θα αντιμετωπισθούν ορθολογικά. Απλώς θα υποκατασταθούν από νέες στρεβλότητες.
Copyright © 1999-2024 Premium S.A. All rights reserved.