ΕΚΤΥΠΩΣΗ
Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Σκέψεις για τον ερχόμενο χρόνο και το επόμενο βήμα

11:02 - 11 Δεκ 2017 | ck
Καθώς κοίταζα το ημερολόγιο στο μόνιτορ του ηλεκτρονικού μου υπολογιστή προσπαθώντας να προγραμματίσω ένα επαγγελματικό ταξίδι, συνειδητοποίησα ότι μέρες μόνο μας χωρίζουν από την αρχή του επόμενου χρόνου και μερικοί μόνο μήνες από τον Αύγουστο του 2018. Και ξαφνικά, αντί για τις λεπτομέρειες του ταξιδιού, απ' το μυαλό μου αναδύθηκαν δύο ερωτήματα απαιτώντας επίμονα κάποια πειστική απάντηση. Παρακάτω παραθέτω τα ερωτήματα, αλλά και τα συμπεράσματα που ήρθαν στην επιφάνεια μετά από σύντομη κουβέντα με συναδέλφους που προθυμοποιήθηκαν να μοιραστούν τη γνώμη τους μαζί μου κατά τη διάρκεια του μεσημεριανού φαγητού:

Θα βρει άραγε η επόμενη ημέρα την ελληνική οικονομία να έχει εξορθολογήσει τα δημόσια οικονομικά της και να έχει προωθήσει έναν σημαντικό αριθμό μεταρρυθμίσεων; Τι λένε τα προγνωστικά για το επόμενό μας βήμα μετά τον ερχόμενο Αύγουστο; Τη δημόσια συζήτηση σίγουρα θα απασχολήσει, ολοένα και περισσότερο τους επόμενους μήνες, το ζήτημα της πορείας της ελληνικής οικονομίας μετά την τυπικά προβλεπόμενη λήξη του τρέχοντος προγράμματος προσαρμογής (δηλαδή του τρίτου μνημονίου) τον Αύγουστο του 2018. Ταυτόχρονα όμως, είναι φανερό, πέρα από κάθε αμφιβολία, ότι η ελληνική οικονομία δεν φαίνεται να έχει οριστικά τροχοδρομηθεί στις ράγες μιας διατηρήσιμης ανάπτυξης, ενώ εξακολουθεί να εκκρεμεί ακόμη μια σειρά αναγκαίων θεσμικών και διαρθρωτικών αλλαγών. Πολιτικοί και οικονομικοί εμπειρογνώμονες θεωρούν κρίσιμο ότι πρέπει να κάνουμε το επόμενο βήμα χωρίς ψευδαισθήσεις που μπορεί να αποβούν μοιραίες και καταστροφικές για το μέλλον της οικονομικής μας ανάκαμψης.

Είναι σαφές ότι το πλαίσιο της οικονομικής διακυβέρνησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) περιορίζει σημαντικά τη δημοσιονομική κυριαρχία των κρατών-μελών της και ακόμη περισσότερο της ευρωζώνης (Δημοσιονομικό Σύμφωνο). Συγκροτεί ένα περιβάλλον αυξημένης αμοιβαίας εποπτείας που δεν επιτρέπει εξαιρέσεις. Επομένως, η εξωτερική επιτήρηση της Ελλάδας -που μόλις πρόσφατα βρέθηκε στα πρόθυρα μιας άτακτης χρεοκοπίας- δεν πρόκειται να διακοπεί από τη μια στιγμή στην άλλη. Εκτός τούτου, οι χώρες που ολοκλήρωσαν αντίστοιχα προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής (Ιρλανδία, Ισπανία, Κύπρος και Πορτογαλία) συνέχισαν να αποτελούν αντικείμενο οικονομικής παρακολούθησης. Έτσι, ακόμη και μια "καθαρή" έξοδος στις αγορές δεν συνεπάγεται και έξοδο από κάθε είδους επιτήρηση από την πλευρά των θεσμών (γεγονός που τονίζεται κατ' επανάληψη κι από τους ίδιους τους δανειστές μας).

Γίνεται λοιπόν προφανές ότι μια προληπτική γραμμή στήριξης και ακόμη περισσότερο τα μέτρα ελάφρυνσης του ελληνικού δημόσιου χρέους θα συνοδεύονται από κάποιας μορφής οικονομική εποπτεία. Υπενθυμίζουμε ακόμη ότι δεσμευτήκαμε πρόσφατα για φορολογικά μέτρα και αλλαγές στο Ασφαλιστικό της τάξης του 2% του ΑΕΠ για το 2019 και το 2020, προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι πρωτογενών πλεονασμάτων 3,5% ΑΕΠ ως το 2022. Στη συνέχεια, η χώρα θα πρέπει να διατηρήσει υψηλά -και μάλλον ανέφικτα, σύμφωνα με τη γνώμη πλήθους οικονομολόγων- πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 2%, με συνέπεια και συνέχεια, ως το... 2060! Τώρα αν κάτι τέτοιο είναι εφικτό, πραγματοποιήσιμο ή και απλώς συμβατό με την κοινή λογική είναι μια άλλη ιστορία. Και φυσικά, με τη Γερμανία να αντιμετωπίζει προβλήματα σχηματισμού κυβέρνησης και την ατζέντα Μακρόν να απομακρύνεται χρονικά και να μην αποτελεί άμεση ευρωπαϊκή προτεραιότητα (τουλάχιστον στον παρόντα χρόνο), τα πράγματα για τη χώρα μας αποκτούν μεγαλύτερο βαθμό αβεβαιότητας και καθιστούν εξαιρετικά δύσκολη κάθε είδους πρόβλεψη.

Οι τεχνικές πτυχές είναι -σε πολλές περιπτώσεις- δυσνόητες, επί παραδείγματι αν σε περίπτωση που αποκλίνουμε από τους στόχους θα απαιτηθεί μια από τις προβλεπόμενες προληπτικές γραμμές στήριξης του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ΕΜΣ), με τους όρους που τις  συνοδεύουν. Ωστόσο, αν και η Ελλάδα εμφανίζεται υποχρεωμένη να βαδίσει στο στενό μονοπάτι της δημοσιονομικής υπευθυνότητας με σιδηρά πειθαρχία, μπορεί ενδεχομένως -μετά το 2018- να πετύχει μεγαλύτερο βαθμό ελευθερίας σε τομείς όπως η φορολογική πολιτική, η κοινωνική πολιτική, κ.λπ., συγκριτικά με τον σημερινό ασφυκτικό έλεγχο και τις συνεχείς διορθωτικές παρεμβάσεις των θεσμών. Το θέμα είναι υπό ποιες προϋποθέσεις θα θα της παρασχεθεί αυτή η μεγαλύτερη ελευθερία και αν τελικά θα την αξιοποιήσει σωστά. Όσον αφορά τις οικονομικές προϋποθέσεις, είναι προφανές ότι πολλά θα εξαρτηθούν, πρώτον, από την κατάσταση στην αφετηρία, αν δηλαδή θα έχουν ολοκληρωθεί με επιτυχία η τρίτη και οι επόμενες αξιολογήσεις. Και δεύτερον, τα περιθώρια ελευθερίας θα εξαρτηθούν επίσης από την ικανότητα της ελληνικής κυβέρνησης να διαπραγματευθεί μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων, ας πούμε στο 1%-1,5% του ΑΕΠ, ώστε να διευρύνει τον λεγόμενο "δημοσιονομικό χώρο" για μείωση των φόρων, το παρόν ύψος και η δομή των οποίων, τουλάχιστον προς το παρόν, "σκοτώνει" κάθε προοπτική ανάπτυξης. Η τελευταία προϋπόθεση, με τη σειρά της, απαιτεί ότι η ελληνική οικονομική πολιτική θα έχει αρχίσει κάποια στιγμή να ανακτά την αξιοπιστία της - Και αυτό πάλι θα συμβεί αν η κυβέρνηση τολμήσει να εφαρμόσει με συνέπεια και σοβαρότητα γενναίες μεταρρυθμίσεις, αψηφώντας το πολιτικό κόστος και τα εκβιαστικά τερτίπια των συνδικάτων του δημόσιου τομέα.

Στο πεδίο της πολιτικής διαχείρισης της επόμενης ημέρας, τα πράγματα είναι λιγότερο ξεκάθαρα. Η χώρα μας έχει μακρά παράδοση μακροοικονομικού λαϊκισμού, με τις εκάστοτε κυβερνήσεις (αλλά και τις αντιπολιτεύσεις) να προσαρμόζουν τις θέσεις τους περισσότερο στον πολιτικό κύκλο και να μην αναλαμβάνουν το κόστος αλλαγών, παρά τις πιεστικές απαιτήσεις της οικονομικής πραγματικότητας. Για παράδειγμα, οι πρόσφατες δηλώσεις του Κυριάκου Μητσοτάκη στη Θεσσαλονίκη ενεργοποίησαν παλαιοκομματικά ανακλαστικά, προϊδεάζοντας για το τι περιμένει μια ενδεχόμενη μελλοντική κυβέρνηση της ΝΔ. Επίσης, στην κυβερνητική πλευρά των συρανελ σήμερα, ήδη οι πρώτες -δειλές- αναφορές της στο "μέρισμα της ανάπτυξης" (την οποία ακόμα δεν έχουμε δει), καθώς και η δυστοκία της στον τομέα των μεταρρυθμίσεων, αποτελούν ανησυχητικές ενδείξεις για τον τρόπο με τον οποίο κάποια στελέχη της αντιλαμβάνονται το τέλος των μνημονίων. Φτάνει μόνο να θυμηθούμε τη πρόσφατη δήλωση του μπάρμπα Αλέκου Φλαμπουράρη σύμφωνα με την οποία... "τότε θα ανοίξουν οι κάνουλες" (ωωω γέροντα η ευχή, ωωω) - Και μπράβο του κονσιγκλιέρε (εκ του consigliere, όπως λέμε και στα χωριά μας)! - Μόνο ΠΑΣΟΚ, δεν υπάρχει τίποτ' άλλο...

Συμπερασματικά, έχουμε τη γνώμη ότι η επόμενη ημέρα για την ελληνική οικονομία θα μοιάζει ελάχιστα με... "βόλτα στο πάρκο". Θα απαιτηθεί πρώτιστα μια πολιτική ηγεσία που θα κλείσει τα αφτιά της στις "σειρήνες" του λαϊκισμού και θα αντιμετωπίσει τις αντιστάσεις του παλαιοκομματισμού και των ομάδων συμφερόντων, που εδώ και αρκετές δεκαετίες έχουν συνηθίσει να σιτίζονται από τον δημόσιο κορβανά (δηλαδή από τον Έλληνα φορολογούμενο). Μόνον έτσι θα μπορέσει να διαφυλαχθεί η δημοσιονομική σταθερότητα και θα καταστεί δυνατόν να εφαρμοσθεί ένα εθνικό πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων, ώστε να κεφαλαιοποιηθούν, αντί να σπαταληθούν -για ακόμη μια φορά- οι πολύχρονες θυσίες των ελλήνων πολιτών και να επιτευχθούν επιτέλους συνθήκες ισχυρής και διατηρήσιμης ανάπτυξης στη χώρα μας.

Copyright © 1999-2024 Premium S.A. All rights reserved.