ΕΚΤΥΠΩΣΗ
Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Μαρούτσης Λάμπρος & Σίμων «Οι πρωτοπόροι του ευεργετισμού»

08:06 - 02 Ιουν 2014 | Ιστορίες
Μαρούτσης Λάμπρος & Σίμων «Οι πρωτοπόροι του ευεργετισμού»
Η οικογένεια Μαρούτση είναι εκείνη η οποία άνοιξε στις αρχές του 19ου αιώνα το χορό της Εθνικής Ευεργεσίας. Το μοναδικό στο είδος του ρολόι Παραμυθιάς, η γέφυρα Μαρούτση στην Παραμυθιά, το πλήθος κοινωνικών ευεργεσιών σε Ελλάδα, Ιταλία και Ρωσία, συνθέτουν την ιστορία της ηπειρώτικης ευπατρίδους οικογένειας Μαρούτση. Κορυφαία της προσφορά όμως ήταν η ίδρυση της περιώνυμης Μαρουτσαίας Σχολής Ιωαννίνων, ένας από τους κορυφαίους πνευματικούς φάρους του ελληνισμού.

Η οικογένεια Μαρούτση μία υπήρξε από τις αρχαιότερες και πλέον επίσημες της Ηπείρου, εξέλειψε όμως οριστικά το έτος 1846 με το θάνατο και του τελευταίου γόνου της, του μαρκησίου Κωνσταντίνου Πάνου Μαρούτση. Σήμερα το όνομά της δεν απαντάται πουθενά στα Γιάννενα. Μέλη της οικογένειας έχουν τιμηθεί με τον τίτλο του Μαρκησίου από την αυτοκράτειρα της Αυστρίας Μαρία Θηρεσία, με τον τίτλο του Ιππότη του Τάγματος της Αγίας Άννας από την τσαρίνα της Ρωσίας Μεγάλη Αικατερίνη καθώς και με το Παράσημο του Πατριαρχείου των Ιεροσολύμων.

 «Η επιχειρηματική σταδιοδρομία»

Ο γενάρχης της οικογένειας και πατέρας των ευεργετών, ο μεγαλέμπορος Πάνος Μαρούτσης, γεννήθηκε στην Παραμυθιά και το 1670 εγκαταστάθηκε στα Ιωάννινα όπου επεξέτεινε εκεί τις εμπορικές του δραστηριότητες. Εκεί άλλωστε γεννήθηκαν και τα δύο από τα τέσσερα αδέρφια, ο Λάμπρος και ο Σίμων, που έμελλαν να κάνουν γνωστό το όνομα Μαρούτση σε όλη την υφήλιο. Το πατρικό τους σπίτι βρισκόταν στο Πρανές των Λιθαριτσίων, αλλά καταστράφηκε γύρω στο 1800 από τον Αλή Πασά για να κτιστεί στη θέση του το ανάκτορο του γιου του Μουχτάρ Πασά. Όταν συνέβη αυτό, κανείς από την οικογένεια των Μαρούτση δεν βρισκόταν στα Γιάννενα, καθώς όλοι είχαν ξενιτευτεί στη Βενετία προ πολλού.

Στα 1693 ο Λάμπρος στάλθηκε στη Βενετία όπου στην αρχή εργάστηκε ως μαθητευόμενος στο γιαννιώτικο οίκο «Γλυκύς και Στράτης». Γρήγορα δημιούργησε πολλές φιλίες και γνωριμίες στην κοινωνία της Γαληνότατης Δημοκρατίας της Βενετίας και έτσι το 1700 ίδρυσε το δικό του εμπορικό κατάστημα με τίτλο το όνομά του. Μετά από ακόμα επτά χρόνια, το 1707, και αφού πλέον η επιχείρησή του είχε εδραιωθεί, κάλεσε κοντά του από τα Γιάννενα τον αδερφό του Σίμωνα «ως συνεταίρον και βοηθόν» και έτσι η εταιρεία λειτουργούσε πλέον με τα ονόματα και των δύο. Χάρις στο εμπορικό τους δαιμόνιο η επιχείρηση ταχύτατα γιγαντώθηκε.

Διατήρησαν ως δεύτερη έδρα εκείνη των Ιωαννίνων, ενώ επέκτειναν τη δράση τους σε Γαλλία, Ολλανδία και Αγγλία. Παράλληλα φέρανε στη Βενετία και τα άλλα δύο αδέρφια τους, τον Αναστάσιο και τον Χριστόδουλο. Τα εμπορεύματα που αγόραζαν και πουλούσαν ήταν βαφική ύλη (πρινοκούκι), κερί, μαλλί, καπέλα, μαντίλια από το Χαλέπι, χαλιά από τη Μεσσήνη, βαμβάκι από τη Θεσσαλονίκη, την Κύπρο και τη Σμύρνη, καφές από την Αλεξάνδρεια, ενώ κατείχαν και το μονοπώλιο του καπνού. Στα χρόνια που ακολούθησαν η οικογένεια Μαρούτση ασχολήθηκε με αγοραπωλησίες ακινήτων στη Βενετία και στη γύρω περιοχή, ενώ επιδόθηκε επίσης και σε τραπεζικής φύσεως εργασίες, με αποτέλεσμα να γνωρίσει τεράστια οικονομική άνθηση. Μέλη της μαρτυρούνται με ακίνητα στη Βενετία, στη βενετική ενδοχώρα, καθώς επίσης στην Άρτα, το Κομπότι και τα Γιάννενα.

Οι Μαρούτσηδες στη Βενετία είχαν ενεργό ανάμιξη στη διοίκηση της ελληνικής κοινότητας, της οποίας το προεδρικό αξίωμα ανέλαβαν πολλές φορές. Είχαν επίσης ισχυρή πολιτική επιρροή. Στις πρώτες δεκαετίες του 18ου αιώνα, ο Αναστάσιος Μαρούτσης διετέλεσε πρώτος Πρόξενος της Γαλλίας στην Άρτα, ενώ ο Χριστόδουλος Υποπρόξενος της Γαλλίας στα Ιωάννινα. Έντονη δραστηριότητα ανέπτυξε, λίγα χρόνια αργότερα, στην Πετρούπολη ο Λάμπρος, γιος του Χριστόδουλου, ενώ ο αδερφός του Πάνος διορίστηκε το 1768 επιτετραμμένος της Ρωσίας στην Βενετία. Ο Πάνος Μαρούτσης προσέφερε σπουδαίες υπηρεσίες στους αδερφούς Ορλώφ στη διάρκεια της εξέγερσης των Ορλωφικών. Η Μεγάλη Αικατερίνη της Ρωσίας μάλιστα, του ανέθεσε να της προμηθεύσει από την Ιταλία πίνακες και αγάλματα ονομαστών ζωγράφων και γλυπτών, θέτοντας στη διάθεσή του δώδεκα χιλιάδες ρούβλια.

 «Η σταδιοδρομία των ευεργεσιών»

Το έτος 1739 απεβίωσε στη Βενετία ο Λάμπρος Μαρούτσης άγαμος, όπως άλλωστε έμεινε και ο Σίμων. Πριν από πέντε χρόνια είχε συντάξει τη διαθήκη του όπου έγραφε: «…επιθυμώντας να εξυψώσω την σπουδή των επιστημών στο Ιεροσπουδαστήριο των Ιωαννίνων που ιδρύθηκε από τον μακαρίτη Μάνο Γκιούμα, αφήνω 5.000 δουκάτα, για να κατατεθούν σε τράπεζα από τον αδερφό μου, προς όφελος της ελληνικής νεότητος. Από τους τόκους του κεφαλαίου θα πληρώνεται ένας διακεκριμένος και εξαιρετικής μόρφωσης δάσκαλος, με υποχρέωση να διδάσκει στα Γιάννενα τις επιστήμες, δηλαδή τη λογική, φυσική, μεταφυσική, θεολογία και μαθηματικά, τόσο στα ελληνικά όσο και στα λατινικά, γιατί θεωρώ αναγκαία την λατινική γλώσσα για την επιτυχία των ομοεθνών μου σπουδαστών, οι οποίοι ζημιώθηκαν πολύ από την μοιραία απώλεια του Ελληνικού Κράτους, με την οποίαν χάθηκαν οι βάσεις των επιστημονικών συγγραμμάτων…».

Ο Λάμπρος άφησε σημαντικά ποσά για τους άπορους ομογενείς της Ελληνικής Κοινότητας της Βενετίας και παρείχε δωρεά στο Ιεροσπουδαστήριο των Σαλώνων της Ναυπάκτου. Επίσης δώρισε χιλιάδες δουκάτα στα τρία νοσοκομεία της Βενετίας.

Τρία χρόνια μετά από το θάνατο του Λάμπρου ο Σίμων Μαρούτσης τροποποίησε τη βούληση του αδελφού του και αντί να χρηματοδοτεί τη Σχολή Γκιούμα, αποφάσισε να ιδρύσει καινούρια σχολή στα Ιωάννινα, η οποία και θα έφερε το όνομά τους. Έτσι το 1742 γεννιέται η περίφημη «Μαρουτσαία Σχολή των Ιωαννίνων». Αγόρασε νέο διδακτήριο και απορρόφησε την ήδη λειτουργούσα «Επιφάνειο Σχολή». Κάλεσε τον ευρισκόμενο εν Βενετία κορυφαίο Διδάσκαλο του Γένους, κληρικό Ευγένιο Βούλγαρη και του πρότεινε να αναλάβει την διεύθυνση της Μαρουτσαίας. Αυτός, που είχε σπουδάσει με δαπάνη της οικογένειας Μαρούτση ανώτερα μαθηματικά στην Πάντοβα, δέχτηκε με ενθουσιασμό την πρόσκληση και έφυγε στα Γιάννενα. Ο Ευγένιος Βούλγαρης άνοιξε νέους ορίζοντες στο πνευματικό στερέωμα της χώρας.

Στην Μαρούτσιο Σχολή είχε συσταθεί σύλλογος από μία ομάδα μαθητών, ο οποίος εις το όνομα της Αγίας Τριάδας θα φρόντιζε περί της ελευθερίας του Γένους. Μέλη της εταιρίας αυτής ήταν ο Κοσμάς ο Αιτωλός, ο διδάσκαλος Τυρνάβου Ιωάννης Πέζαρος και ο Πλαταμώνος Επίσκοπος Διονύσιος. Η Σχολή γρήγορα απέκτησε παγκόσμια φήμη και λειτουργούσε ακώλυτα ως το 1798. Τότε ο Ναπολέων Βοναπάρτης κατέλυσε την υπερχιλιετή Γαληνότατη Δημοκρατία της Βενετίας και δήμευσε τις τραπεζικές της καταθέσεις. Η Σχολή διατηρείτο με τα έσοδα που έφεραν οι τόκοι του κληροδοτήματος πέντε χιλιάδων δουκάτων που είχε καταθέσει ο Λάμπρος Μαρούτσης σε τράπεζα της Βενετίας και έτσι λόγω έλλειψης πόρων έπαψε πλέον να λειτουργεί. Τότε βρέθηκε, ως από μηχανής θεός ο εθνικός ευεργέτης Ζώης Καπλάνης, ο οποίος ανέλαβε όλα τα έξοδά της, την αναδιοργάνωσε και στη θέση της ίδρυσε την Καπλάνειο Σχολή.

«Η κληρονομιά των αδελφών Μαρούτση»

Σήμερα, λίγα χιλιόμετρα έξω από τη Βενετία, στο χωριό Λεβάντα (Piombino Dese), υψώνεται ωραιότατη βίλα με το όνομα Marcello-Maruzzi, μίας βίλας που φέρει το όνομα μιας ελληνικής οικογένειας. Οι Marcello, σημερινοί ιδιοκτήτες της βίλας, είναι απόγονοι ευγενών βενετών, ανάμεσα στους οποίους συγκαταλέγεται ένας δόγης και πολλοί ανώτεροι αξιωματούχοι στην υπηρεσία της Γαληνοτάτης. Οι πρώτοι ιδιοκτήτες της βίλας όμως ήταν οι Λάμπρος, ο Πάνος και ο Κωνσταντίνος Μαρούτσης. Το 1725, οι Μαρούτσηδες αγόρασαν τη βίλα, που δεν ήταν τότε παρά μια απλή αγροικία κτισμένη τον 16ο αιώνα, και με την οικονομική ευμάρεια που διέθεταν φρόντισαν να την επεκτείνουν, να τη διακοσμήσουν και τελικά να τη μετατρέψουν σε αρχιτεκτονικό κόσμημα. Για αυτό σήμερα σώζονται στην αίθουσα χορού αυτής τοιχογραφίες με επεισόδια από τη ζωή του Μεγάλου Αλεξάνδρου, έργο του ονομαστού ζωγράφου του Settecento, Giambattista Crosato. Το μεγαλοπρεπές μέγαρο, ρυθμού νεοαναγεννησιακού μπαρόκ με ιονικούς κίονες, κεντρικό αέτωμα, αγάλματα στη στέγη και στον κήπο, συντριβάνια και περίπτερα, είναι σήμερα ένα πραγματικό παλάτι, πόλος έλξης τουριστών. Στην ιδιοκτησία της οικογένειας Μαρούτση έμεινε η βίλα ως το 1847. Τη χρονιά εκείνη, ο Ρώσος πρίγκιπας Σεργκέι Πάβλοβιτς Σουμαρόκοφ, που είχε νυμφευτεί την κόρη του Πάνου και αδελφή του Κωνσταντίνου Μαρούτση, Αλεξάνδρα, και είχε λάβει ως προίκα την έπαυλη, την έπαιξε στα χαρτιά και την έχασε. Έτσι στη συνέχεια, η βίλα πέρασε στην ιδιοκτησία της οικογένειας Marcello που την έχει ως σήμερα.

Ο ρώσος ευγενής, πρίγκιπας και στρατηγός, αλλά συγχρόνως τυχοδιώκτης και προικοθήρας, αφού έχασε τη βίλα στα χαρτιά, πούλησε τον ίδιο χρόνο την τεράστια περιουσία των Μαρούτσηδων, της οποίας μοναδική κληρονόμος ήταν η σύζυγός του, Αλεξάνδρα Σουμαρόκοβα-Μαρούτση. Η περιουσία αυτή περιελάμβανε ακίνητα, κτίρια και τεράστιες εκτάσεις, στην Ιταλία, Αυστροουγγαρία, Γερμανία, Σλοβακία και αλλού. Το συμβόλαιο πώλησης έγινε στο γραφείο του έλληνα συμβολαιογράφου της Βενετίας Ιωάννου Λιπαράκη. Ως μάρτυρες συνυπέγραψαν έξι βενετσάνοι, καθώς κανένα μέλος της ακμάζουσας Ελληνικής Κοινότητας της Βενετίας δεν θέλησε να συμπράξει στο ξεπούλημα της περιουσίας των ηπειρωτών ευεργετών. Από τα νύχια του προικοθήρα ξέφυγε μόνο το «Κληροδότημα Μαρούτση» γιατί προστατευόταν εκ του νόμου. Η Αλεξάνδρα Μαρούτση πέθανε το 1857, 49 ετών. Υπάρχουν βάσιμες υποψίες πως την δηλητηρίασε ο αδίστακτος σύζυγός της.

Η οικογένεια των Μαρούτσηδων διέθετε πολλά ιδιόκτητα κτίρια στη Βενετία. Ένα από αυτά βρίσκεται σήμερα κοντά στο Μεγάλο Κανάλι της Βενετίας. Ο δρόμος μάλιστα που είναι πίσω από το μέγαρο Μαρούτση ονομάζεται ως σήμερα οδός Μαρούτση.

Αξίζει να σημειωθεί πως το 1750 ο Λάμπρος και ο Σίμων Μαρούτσης απέστειλαν ως δώρο στην κωμόπολη της Παραμυθιάς Θεσπρωτίας ένα ρολόι. Αντί μεταλλικού ελατηρίου διέθετε λεπτή τραχιά και κινείτο με δύο βάρη. Το μικρότερο κινούσε την μηχανή και το μεγαλύτερο ρύθμιζε τον ήχο της καμπάνας. Αποτελούσε μοναδικό στο είδος του, έργο του Opus Credum De Poliz. Το ρολόι δεν διαθέτει δείχτες και η καμπάνα του χτυπάει μόνο τις ακριβείς ώρες. Για να το εγκαταστήσουν οι κάτοικοι έχτισαν έναν πύργο, τον πύργο του ρολογιού των Μαρούτση. Ο χειροκίνητος μηχανισμός διατηρείται μέχρι σήμερα άθικτος. Κάποτε επισκέφτηκε ο Αλή Πασάς την Παραμυθιά, και άκουσε το ρολόι να χτυπά. Όταν έμαθε ότι αυτό που ακούγεται δεν είναι καμπάνα αλλά ρολόι θέλησε να το μεταφέρει στα Γιάννενα. Όταν το μετέφεραν από την Παραμυθιά στα Γιάννενα, αφαίρεσαν εσκεμμένα οι Παραμυθιώτες κάποια εξαρτήματά του. Έτσι δεν ήταν δυνατόν να μπει σε λειτουργία. Οι κάτοικοι της Παραμυθιάς είχαν υποδεχτεί όμως με μεγάλο ενθουσιασμό τον ωρολογιακό μηχανισμό του δημόσιου ωρολογίου τους διότι τότε ήταν σπάνιο πράγμα να έχει ο καθένας πρόσβαση στην ώρα, καθώς τα ωρολόγια χειρός σπάνιζαν και κόστιζαν. Ο Αλής αν και έφερε πολλούς τεχνικούς για να το κάνουν να χτυπήσει, μάταια όμως. Οι Παραμυθιώτες έστειλαν αμέσως αντιπροσωπεία στα Γιάννενα για να του πουν πως δήθεν το ρολόι είναι ταμένο στον Άγιο Δονάτο και πως δεν είναι δυνατόν να λειτουργήσει σε άλλη πόλη, εκτός από την Παραμυθιά. Έτσι ο προληπτικός Αλής το επέστρεψε άμεσα πίσω!

Σήμερα, ο οικογενειακός τάφος των Μαρούτση βρίσκεται στο ελληνικό τμήμα του νεκροταφείου του Σαν Μικέλε στην Βενετία. Πρόκειται για κρύπτη που φέρει εντοιχισμένη πλάκα πάνω από την οποία υπάρχει ανάγλυφο το οικόσημο της οικογένειας.

ΤΟΥ ΜΠΟΥΤΑΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ*

* Επιχειρηματίας, αντιπρόεδρος Δ.Σ. της DMN A.E., κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου στο Μάνατζμεντ και στη Στρατηγική Επιχειρήσεων από το LSE.

Τελευταία τροποποίηση στις 11:35 - 02 Ιουλ 2014
Copyright © 1999-2024 Premium S.A. All rights reserved.