ΕΚΤΥΠΩΣΗ
Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Τι είναι οι εκθέσεις φερεγγυότητας των ασφαλιστικών εταιριών

08:29 - 30 Αυγ 2017 | ΑΣΦΑΛΕΙΕΣ
Τι είναι οι εκθέσεις φερεγγυότητας των ασφαλιστικών εταιριών
Tο σύνολο των ασφαλιστικών εταιριών που δραστηριοποιούνται στη χώρα μας ως ανώνυμες εταιρείες έχουν επαρκή κεφάλαια και είναι απολύτως φερέγγυες σύμφωνα με το πνεύμα και το γράμμα της νέα κοινοτικής οδηγίας για την «Φερεγγυότητα ΙΙ» ή «Solvency II», όπως είναι επίσης γνώστη.

Το μήνυμα αυτό στέλνουν οι εκθέσεις φερεγγυότητας που δημοσίευσαν στις 21 Μαΐου όλες οι ασφαλιστικές εταιρίες και αφορούν τη χρήση του 2016. Η έκθεση μπορεί να είναι μία φωτογραφία της στιγμής προσφέρει όμως αρκετά στοιχεία για έναν «εκπαιδευμένο» αναγνώστη προκειμένου να πληροφορηθεί την εικόνα της ασφαλιστικής επιχείρησης.

Όπως είναι γνωστό τα τελευταία χρόνια, η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει αναπτύξει ένα νέο κανονιστικό πλαίσιο για τις ασφαλιστικέ ς εταιρείες που λειτουργούν στην Ευρώπη, το οποίο τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 2016, μετά την έγκριση της οδηγίας Φερεγγυότητα ΙΙ του 2009 για την ανάληψη και άσκηση ασφαλιστικής και αντασφαλιστικής δραστηριότητας, όπως τροποποιήθηκε το 2014 με την οδηγία 2014/51/ΕΕ («Omnibus II»). 

Ο βασικός στόχος ήταν να σχεδιαστούν οι κανονισμοί για την εφαρμογή απαιτήσεων φερεγγυότητας, που αντανακλούν καλύτερα τους κινδύνους που αντιμετωπίζουν οι ασφαλιστικές εταιρίες και παρέχουν ένα εποπτικό σύστημα που είναι συνεπές σε όλα τα ευρωπαϊκά κράτη μέλη. 

Το πλαίσιο Φερεγγυότητα II βασίζεται σε τρεις βασικούς πυλώνες: 

Ο πυλώνας 1 αποτελείται από τις ποσοτικές απαιτήσεις που σχετίζονται με τα ίδια κεφάλαια, τους κανόνες αποτίμησης των περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων και τις κεφαλαιακές απαιτήσεις, 

Ο πυλώνας 2 καθορίζει ποιοτικές απαιτήσεις για τη διακυβέρνηση και τη διαχείριση κινδύνων που αντιμετωπίζουν οι ασφαλιστικές εταιρείες καθώς και για την αποτελεσματική εποπτεία των ασφαλιστικών εταιριών, συμπεριλαμβανομένης της απαίτησης από τους ασφαλιστές να υποβάλουν την Ιδία Αξιολόγηση Κινδύνων και Φερεγγυότητας (ORSA), η οποία θα χρησιμοποιηθεί από τη ρυθμιστική αρχή στο πλαίσιο της διαδικασίας εποπτικής εξέτασης, και 

Ο πυλώνας 3 επικεντρώνεται στις αυξημένες απαιτήσεις πληροφόρησης και γνωστοποίησης. Το πλαίσιο «Φερεγγυότητα ΙΙ» καλύπτει, μεταξύ άλλων, την αποτίμηση στοιχείων ενεργητικού και παθητικού, την αντιμετώπιση ασφαλιστικών ομίλων, τον ορισμό του κεφαλαίου και το συνολικό επίπεδο απαιτούμενου κεφαλαίου.

Με βάση τα παραπάνω όλες οι εκθέσεις φερεγγυότητας έχουν περίπου ίδια δομή και αποτελούνται από πέντε κεφάλαια.

Στο πρώτο κεφάλαιο με τίτλο «Δραστηριότητα» ο αναγνώστης μπορεί να πληροφορηθεί για την δραστηριότητα της εταιρείας και να αναγνώσει πιο συγκεκριμένα στοιχεία που αφορούν την παραγωγή ασφαλίστρων, την δραστηριότητα ανά κλάδο ασφάλισης, τα αποτελέσματα χρήσης, τις επενδύσεις. 

Στο δεύτερο κεφάλαιο με τίτλο «Σύστημα Διακυβέρνησης», περιγράφονται οι γενικές και πιο συγκεκριμένες αρχές με τις οποίες διοικείται η εταιρεία, αναλύονται οι αρμοδιότητες του διοικητικού συμβουλίου, παρουσιάζεται το σύστημα διαχείρισης κινδύνου, συμπεριλαμβανομένης της αξιολόγησης ιδίων κινδύνων και φερεγγυότητας, το Σύστημα εσωτερικού έλεγχου κ.λ.π.

Το τρίτο κεφάλαιο με τίτλο «Ασφαλισμένοι Κίνδυνοι» , αναφέρεται στην πολιτική που ακολουθεί η εταιρεία στην ασφάλιση κινδύνων αλλά και τους κινδύνους που την απειλούν ανάλογα με το χαρτοφυλάκιο που έχει, όπως π.χ. ο Ασφαλιστικός κίνδυνος, ο Κίνδυνος αγοράς, ο Πιστωτικός κίνδυνος κ.λ.π.

Το τέταρτο κεφάλαιο της έκθεσης, αναφέρεται στην αποτίμηση για σκοπούς Φερεγγυότητας. Στο κεφάλαιο αυτό περιγράφονται τα περιουσιακά στοιχεία της εταιρείας οι τεχνικές προβλέψεις, οι υποχρεώσεις της, κ.λ.π. 

Το πέμπτο κεφάλαιο είναι και το τελευταίο και με τίτλο Διαχείριση Κεφαλαίων, αναφέρεται στα Ίδια Κεφάλαια, την Ταξινόμηση Ιδίων Κεφαλαίων, τις Κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας και ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις. Εδώ αξίζει να σημειώσουμε ότι τα κεφάλαια ταξινομούνται σε τρεις κατηγορίες. 

Σύμφωνα με την νομοθεσία (Νόμος 4364/2016, ΦΕΚ Α΄13, άρθρο 71) τα στοιχεία των ιδίων κεφαλαίων ταξινομούνται σε τρεις κατηγορίες (Tiers). Η ταξινόμηση αυτών των στοιχείων εξαρτάται από το εάν είναι στοιχεία βασικών ιδίων κεφαλαίων ή συμπληρωματικών ιδίων κεφαλαίων καθώς και από τον βαθμό στον οποίο διαθέτουν τα ακόλουθα χαρακτηριστικά:

α) το στοιχείο είναι διαθέσιμο, ή σε πρώτη ζήτηση καταβλητέο, για την πλήρη απορρόφηση ζημιών στη βάση συνεχούς λειτουργίας της επιχείρησης καθώς και στην περίπτωση εκκαθάρισης (διαρκής διαθεσιμότητα)·

β) στην περίπτωση εκκαθάρισης, το συνολικό ποσό του στοιχείου είναι διαθέσιμο για την απορρόφηση ζημιών και το στοιχείο δεν επιστρέφεται στον κάτοχό του μέχρις ότου όλες οι άλλες υποχρεώσεις, συμπεριλαμβανομένων των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών υποχρεώσεων προς αντισυμβαλλομένους και δικαιούχους ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών συμβάσεων, έχουν ικανοποιηθεί (μειωμένη εξασφάλιση)·

2. Κατά την αξιολόγηση του βαθμού στον οποίο τα στοιχεία των ιδίων κεφαλαίων διαθέτουν τα χαρακτηριστικά που ορίζονται στις περιπτώσεις (α) και (β) της παραγράφου 1 του παρόντος, τόσο επί του εκάστοτε τρέχοντος χρόνου όσο και στο μέλλον, αποδίδεται η δέουσα προσοχή στην οικονομική μέση διάρκεια (duration) του στοιχείου, ιδίως στο εάν το στοιχείο έχει καθορισμένη λήξη ή όχι. Εάν ένα στοιχείο των ιδίων κεφαλαίων έχει καθορισμένη λήξη, τότε λαμβάνεται υπόψη το αποτέλεσμα της σύγκρισης της οικονομικής μέσης διάρκειας του στοιχείου με την οικονομική μέση διάρκεια των υποχρεώσεων ασφάλισης και αντασφάλισης της επιχείρησης (επαρκής οικονομική μέση διάρκεια).

Επιπλέον, εξετάζονται οι ακόλουθοι παράγοντες: α) αν το στοιχείο είναι ελεύθερο απαιτήσεων ή κινήτρων, εξαγοράς του ονομαστικού ποσού (απουσία κινήτρων εξαγοράς), β) αν το στοιχείο είναι ελεύθερο υποχρεωτικών παγίων εξόδων (απουσία υποχρεωτικών χρηματοοικονομικών εξόδων), γ) αν το στοιχείο είναι καθαρό από οποιοδήποτε βάρος (απουσία βαρών).

1. Τα στοιχεία των βασικών ιδίων κεφαλαίων, ταξινομούνται στην κατηγορία 1 (Tier 1) εφόσον διαθέτουν ουσιωδώς τα χαρακτηριστικά που προβλέπονται στις περιπτώσεις (α) και (β) της προηγούμενης παραγράφου 1 του άρθρου 71 του παρόντος, λαμβανομένων περαιτέρω υπόψη των χαρακτηριστικών που ορίζονται στην παράγραφο 2 του άρθρου 71 του παρόντος.

2. Τα στοιχεία των βασικών ιδίων κεφαλαίων, ταξινομούνται στην κατηγορία 2 (Tier 2) εφόσον διαθέτουν ουσιωδώς το χαρακτηριστικό που προβλέπεται στην περίπτωση (β) της παραγράφου 1 του άρθρου 71 του παρόντος, λαμβανομένων περαιτέρω υπόψη των χαρακτηριστικών που ορίζονται στην παράγραφο 2 του άρθρου 71 του παρόντος.

Τα στοιχεία των συμπληρωματικών ιδίων κεφαλαίων, ταξινομούνται στην κατηγορία 2 (Tier 2) εφόσον διαθέτουν ουσιωδώς τα χαρακτηριστικά που προβλέπονται στις περιπτώσεις (α) και (β) της παραγράφου 1 του άρθρου 71, λαμβανομένων υπόψη και των χαρακτηριστικών που προβλέπονται στην παράγραφο 2 του άρθρου 71 του παρόντος.

3. Τα στοιχεία των βασικών και συμπληρωματικών ιδίων κεφαλαίων, τα οποία δεν υπάγονται στις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος, ταξινομούνται στην κατηγορία 3 (Tier 3).

Να σημειωθεί ακόμη ότι τα ίδια κεφάλαια της κατηγορίας 1 πρέπει να αποτελούν τουλάχιστον το 50% των συνολικών ιδίων κεφαλαίων της Εταιρείας, ενώ τα ίδια κεφάλαια της κατηγορίας 3 πρέπει να αποτελούν το πολύ το 15% των συνολικών ιδίων κεφαλαίων της Εταιρείας και με της Κατηγορίας 2, αθροιστικά δεν πρέπει να υπερβαίνουν το 50% των συνολικών ιδίων κεφαλαίων της Εταιρείας. 

Επίσης η Φερεγγυότητα II προβλέπει δύο ξεχωριστά επίπεδα περιθωρίου φερεγγυότητας: (i) τις Ελάχιστες Κεφαλαιακές Απαιτήσεις (MCR), που είναι το ποσό ιδίων κεφαλαίων κάτω από το οποίο οι αντισυμβαλλόμενοι και οι δικαιούχοι εκτίθενται σε μη αποδεκτό επίπεδο κινδύνου στην περίπτωση που Εταιρεία συνεχίζει τις δραστηριότητες της, και (ii) τις Κεφαλαιακές Απαιτήσεις Φερεγγυότητας (SCR), οι οποίες αντιστοιχούν σε ένα επίπεδο επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων που να επιτρέπει στις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις να απορροφούν σημαντικές ζημίες και να παρέχουν την εύλογη αποζημίωση.

Ο Δείκτης Φερεγγυότητας της Εταιρίας (δείκτης SCR) ισούται με το πηλίκο της διαίρεσης του Επιλέξιμου Κεφαλαίου Φερεγγυότητας προς το Απαιτούμενο Κεφάλαιο Φερεγγυότητας.

Με βάση όλα τα παραπάνω, τα περιθώρια φερεγγυότητας των ασφαλιστικών εταιρειών κινούνται σε πολύ ικανοποιητικό επίπεδο.

Σύμφωνα με τα αποτελέσματα όλες οι ασφαλιστικές εταιρείας έχουν δείκτη φερεγγυότητας πάνω από 100% (είναι αυτό που αποκαλούμε φερέγγυες εταιρίες.) 

Ειδικά για την χώρα μας, λόγω της οικονομικής κρίσης ο νόμος προβλέπει μία μεταβατική περίοδο 16 ετών, στην οποία μία ασφαλιστική εταιρία μπορεί να κάνει χρήση ορισμένων «μεταβατικών μέτρων» προκειμένου να συμπληρώσει το περιθώριο φερεγγυότητας. Πρόκειται για συγκεκριμένα μέτρα που λαμβάνει η εταιρία μετά από έγκριση της εποπτικής αρχής προκειμένου να βελτιώσει τον δείκτη φερεγγυότητάς της. Τα μεταβατικά μέτρα κρίνονται ορισμένες φορές αναγκαία σε εταιρίες κυρίως ζωής με πολλά παλαιά συμβόλαια μακροχρόνιας διάρκειας, τα οποία στην ελληνική αγορά κυκλοφορούσαν πριν δέκα και 15 χρόνια. Τα εν λόγω συμβόλαια σύμφωνα με τις διατάξεις του Solvency II επηρεάζουν πολύ τα κεφάλαια της εταιρίας και τις μελλοντικές της υποχρεώσεις. Μπορεί όμως μία εταιρεία μόλις βελτιώσει τους δείκτες της (όταν π.χ. πλησιάζει πολύ να φτάσει το 100% χωρίς τα μεταβατικά μέτρα) να εισηγηθεί την άρση των μεταβατικών μέτρων και ο επόπτης να δώσει την έγκρισή του.

Επίσης ένα ακόμη μέτρο που προβλέπεται είναι η επονομαζόμενη «προσαρμογή μεταβλητότητας» που αφορά στην αντιμετώπιση της μεταβλητότητας των επιτοκίων, η οποία έχει πολύ μικρή επίπτωση στο συντελεστή φερεγγυότητας και λαμβάνεται από όλες τις εταιρείες ζωής σε όλη την Ευρώπη. Για την υιοθέτηση του μέτρου αυτού δεν απαιτείται ειδική έγκριση από τον επόπτη.

Να σημειωθεί ότι η νέα νομοθεσία για τις εκθέσεις φερεγγυότητας προβλέπει ότι ο συντελεστής φερεγγυότητας έχει παραχθεί με την ίδια μεθοδολογία, για όλη την Ευρώπη. Έτσι όσο διαφορετικές επενδυτικές πολιτικές και αν έχουν επιλεγεί από τις εταιρίες και όσο διαφορετικά χαρτοφυλάκια κινδύνου αυτές κατέχουν, ο δείκτης φερεγγυότητας αντανακλά την ορθότητα των επιλογών τους και την αποτελεσματικότητα της διακυβέρνησής τους.

Το ύψος του συντελεστή φερεγγυότητας που επικαλούνται όλες οι εταιρίες όταν είναι υψηλός, έχει οπωσδήποτε μία αξία, θα πρέπει όμως να σημειωθεί ότι από την άλλη πλευρά ένας πολύ υψηλός δείκτης μπορεί να σημαίνει ότι η εταιρεία έχει υπερβολικά πολλά κεφάλαια που δεν αξιοποιούνται.

Ο δείκτης φερεγγυότητας ή για την ακρίβεια το ύψος του ποσοστού, δεν είναι από μόνο του κριτήριο επιλογής μιας ασφαλιστικής εταιρείας. Είναι ένα από τα κριτήρια καθώς ο ασφαλισμένος  επιλέγει μία εταιρεία όχι μόνο με βάση τον δείκτη φερεγγυότητας, αλλά και το επίπεδο υπηρεσιών που προσφέρει, τα προϊόντα που παρέχει, την γενικότερη παρουσία της στον κλάδο, την ιστορία της και εν γένει όλα αυτά τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν μία εταιρεία υγιή και με προοπτικές.

Επίσης ιδιαίτερη αξία έχει από τι κεφάλαια (teir 1,2,3) διαμορφώνεται ο δείκτης φερεγγυότητας. 

Συμπερασματικά, ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν οι εκθέσεις φερεγγυότητας στα σημεία που αφορούν:

 -  στην κάλυψη κεφαλαιακής απαίτησης σε οποιαδήποτε βάση αποτίμησης (με χρήση ή όχι μεταβατικών μέτρων)

-   στο χαρτοφυλάκιο επενδύσεων υψηλής πιστοληπτικής αξιολόγησης που παρέχουν στον ασφαλισμένο long term εξασφάλιση (ελληνικά ή ξένα ομόλογα / επενδύσεις )

-   στο ποσοστό Ίδιων Κεφαλαίων που επιβεβαιώνουν την οικονομική ισχύ

-  στο αποτελεσματικό σύστημα εταιρικής διακυβέρνησης το οποίο επιβεβαιώνει την σωστή και έγκαιρη αντιμετώπιση προβλημάτων και σωστών αποφάσεων πάντα προς όφελος των ασφαλισμένων

  - στην γενικότερη οικονομική κατάσταση της εταιρείας

Τέλος θα πρέπει να σημειωθεί ότι λόγω αλλαγών στα επιτόκια το πρώτο τρίμηνο του 2017 , ο συντελεστής φερεγγυότητας όλων των εταιρειών έχει βελτιωθεί περαιτέρω και μάλιστα σημαντικά γεγονός πολύ θετικό για την αξιοπιστία της ασφαλιστικής αγοράς στο σύνολό της.

Το «Solvency II» προστατεύει τον έλληνα καταναλωτή

Σε αποκλειστική δήλωση του στο Reporter, αναφορικά με την δημοσιοποίηση των εκθέσεων φερεγγυότητας των ασφαλιστικών εταιρειών,  ο πρόεδρος της Ένωσης Ασφαλιστικών Εταιρειών Ελλάδος και διευθύνων σύμβουλος της MetLife κ. Δημήτρης Μαζαράκης επισημαίνει τα εξής:

«Το νέο εποπτικό πλαίσιο SII θωρακίζει την αξιοπιστία της ασφαλιστικής αγοράς και προστατεύει τον καταναλωτή. Ταυτόχρονα όμως δημιουργεί πολλαπλάσιες κεφαλαιακές απαιτήσεις για τις ασφαλιστικές εταιρείες και σημαντική αύξηση στο κόστος της διοικητικής τους λειτουργίας. Η ελληνική ασφαλιστική αγορά, τα τελευταία χρόνια, παρά τις αντίξοες συνθήκες και προκλήσεις που επιβάλλουν το περιβάλλον χαμηλών επιτοκίων και η οικονομική ύφεση, κατάφερε να ανταποκριθεί με ιδιαίτερη επιτυχία στις απαιτήσεις του SII. Το γεγονός αυτό αποτυπώνεται ξεκάθαρα και στις ετήσιες αναφορές (SFCR) που δημοσιοποίησαν όλες οι εταιρείες. Κύριος στόχος αυτής της αναφοράς είναι η σωστή ενημέρωση των ασφαλισμένων, ώστε πάνω απ’ όλα να έχουν οι ίδιοι πλήρη «εποπτεία» των ασφαλιστικών προϊόντων και υπηρεσιών που επιλέγουν. Βέβαια, θα χρειαστεί περισσότερος χρόνος προκειμένου να αφομοιωθεί όλη αυτή η πληροφορία ώστε να γίνει εύληπτη και ουσιαστικά χρήσιμη για τον πολίτη. Η ΕΑΕΕ θα καταβάλλει κάθε προσπάθεια προς αυτή την κατεύθυνση.

Τελευταία τροποποίηση στις 08:28 - 30 Αυγ 2017
Copyright © 1999-2024 Premium S.A. All rights reserved.