ΕΚΤΥΠΩΣΗ
Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Τι πιάνει το «ραντάρ» της μείωσης του αφορολόγητου;

15:36 - 11 Φεβ 2017 | Οικονομία
Τι πιάνει το «ραντάρ» της μείωσης του αφορολόγητου;
Η πρόθεση του ΔΝΤ να πιέσει για μείωση του αφορολόγητου έχει διττή στόχευση. Αφενός να περιορίσει την έκπτωση φόρου σε μισθωτούς και συνταξιούχους του οποίους αφορά. Για τους ελεύθερους επεγγελματίες δεν υπάρχει αφορολόγητο καθώς, η εισφορά τους στο δημόσιο ταμείο υπολογίζεται στη βάση εσόδων – εξόδων.

Έτσι μια μείωση του αφορολογήτου μπορεί να αποφέρει σε ετήσια βάση, σταθερά, σχεδόν 2 δις ευρώ. Πιο συγκεκριμένα η μείωση του αφορολογήτου από τα 8.636 στα 5.000 ευρώ σημαίνει για τους έχοντες εισόδημα από 9.000 ευρώ ετησίως μια πρόσθετη επιβάρυνση στο φόρο 800 ευρώ, κάθε χρόνο.

 

Με δεδομένο ότι εισοδήματα από μισθούς και συντάξεις (που έχουν έχουν αφορολόγητο με βάση την επεξεργασία εισοδημάτων του 2015) δηλώνουν πάνω από 5.000.000 φορολογούμενοι, αυτό σημαίνει ότι σχεδόν 2 δις ευρώ επιπλέον μπορούν να μπουν στο δημόσιο ταμείο από το επιπλέον 800άρι από μισθωτούς και συνταξιούχους με εισόδημα πάνω από 9.000 ευρώ.

 

Σύμφωνα με σενάρια του ΥΠΟΙΚ, κάθε εξήντα ευρώ μείωσης της έκπτωσης φόρου που δικαιούνται σήμερα μισθωτοί, συνταξιούχοι και αγρότες φέρνει περίπου 200 εκατ. ευρώ πρόσθετων εσόδων για τον προϋπολογισμό. Μάλιστα αυτά είναι αδύνατο να μην εισπραχθούν καθώς αρακρατούνται σε μηνιαία βάση από τους μισθούς και τις συντάξεις.

 

Παράδειγμα

 

Αν το έμμεσο αφορολόγητο από τα 8.636 ευρώ σήμερα - για τον άγαμο χωρίς παιδιά - μειωθεί στα 8.000 ευρώ, η μεταβολή αυτή εφόσον δεν αλλάξει η κλίμακα φορολογίας εισοδήματος και διατηρηθεί ο πρώτος συντελεστής στο 22%, τα πρόσθετα έσοδα προσεγγίζουν τα 2 δισ. ευρώ.

 

Οι περυσινές αλλαγές που οδήγησαν σε κλιμάκωση του αφορολογήτου από τα 9.545 ευρώ για όλους τους δικαιούχους σε 8.636 έως 9.545 ευρώ έγιναν με στόχο πρόσθετα έσοδα 1% του ΑΕΠ ή περίπου 1,8 δισ. ευρώ. Και τα χρήματα αυτά άρχισαν να εισπράττονται από τον επόμενο μήνα ψήφισης της μείωσης του αφορολογήτου μέσω της αυξημένης παρακράτησης φόρου σε μισθούς και συντάξεις, συντελώντας καταλυτικά στην περυσινή υπέρβαση των στόχων για το πρωτογενές πλεόνασμα.

 

Το προφίλ των φορολογουμένων

 

Μια ματιά στα στοιχεία που αποκαλύπτονται από τις φορολογικές δηλώσεις μισθωτών και συνταξιούχων δίνει φως στη συζήτηση για το αφορολόγητο. Κοντά στο 55% από αυτές τις κατηγορίες είναι κάτω από το αφορολόγητο όριο, όταν ο μέσος όρος στην ευρωζώνη είναι 8%.

 

Όπως προκύπτει από την επεξεργασία των φορολογικών δηλώσεων για το οικονομικό έτος 2015 που έγινε πέρυσι σχεδόν έξι στους δέκα μισθωτούς και συνταξιούχους δήλωσαν στην εφορία εισόδημα χαμηλότερο από το αφορολόγητο όριο των 9.500 ευρώ, που ίσχυε το 2015.

 

Αναλυτικά τα στοιχεία δείχνουν ότι σε σύνολο 5,4 εκατομμυρίων φορολογουμένων με εισόδημα από μισθό ή σύνταξη, 3.020.000 δήλωσαν λιγότερα από 9.500 ευρώ και συνολικά 16.750 δισ. ευρώ ή σε μέσα επίπεδα 5.546 ευρώ ο καθένας.

 

Παράλληλα το 3% των φορολογουμένων πληρώνει το 42% του φόρου εισοδήματος, σύμφωνα με τα στοιχεία της Αρχής  Δημοσίων Εσόδων (ανάλυση εισοδημάτων που δηλώθηκαν το 2015). Τα ποσοστά αυτά αντιστοιχούν σε 267.480 φορολογουμένους με εισόδημα άνω των 30.000 ευρώ, οι οποίοι δηλώνουν εισοδήματα ύψους 35 δισ. ευρώ.

 

Όπως, επίσης, προκύπτει από τα περυσινά στοιχεία της τότε ΓΓΔΕ και νυν ΑΑΔΕ, 1.176.043 φορολογούμενοι δεν κατέβαλαν κανέναν φόρο στο ελληνικό Δημόσιο, ενώ 1.304.634 δήλωσαν εισοδήματα έως 1.000 ευρώ.

 

Όπως προκύπτει από τα στοιχεία, 8.516.953 φορολογούμενοι δήλωσαν το 2015 εισόδημα 73,93 δισ. ευρώ, εκ των οποίων τα 32.079 δισ. ευρώ προέρχονται από μισθούς και τα 24.648 δισ. ευρώ από συντάξεις.

 

Τα εισοδήματα των ελευθέρων επαγγελματιών ανέρχονται στα 4,824 δισ. ευρώ, των αγροτών στα 1,344 και στα 769,5 εκατ. ευρώ των ναυτικών.

 

Παρέμβαση ΣΕΒ

 

Σύμφωνα με βδομαδιαίο δελτίο του ΣΕΒ (17/3/2015) για την ελληνική οικονομία, «η ακραία αναδιανομή του εισοδήματος μέσω υπερφορολόγησης των συνεπών φορολογουμένων και των μισθωτών με τα σχετικά υψηλότερα εισοδήματα έχει πλέον φθάσει στα όριά της». Θα ήταν προτιμότερο, αναφέρουν οι αναλυτές του ΣΕΒ, για να μην αμβλύνονται τα κίνητρα για εργασία και παραμονή στη χώρα όσων παράγουν και δημιουργούν το μεγαλύτερο μέρος των φορολογικών εσόδων, να στηριχθούν τα χαμηλότερα εισοδήματα με την πάταξη της φοροδιαφυγής και τη δημιουργία θέσεων εργασίας μέσω χαμηλότερων φόρων και μέσω επενδύσεων και ανάπτυξης.

 

Επίσης, σημειώνουν ότι το 2015 στην Ελλάδα 1,2 εκατ. φορολογούμενοι δήλωσαν μηδενικό εισόδημα και 4,6 εκατ. φορολογούμενοι δήλωσαν εισόδημα έως 10.000 ευρώ, καταβάλλοντας κατά κεφαλήν φόρο 139 ευρώ, συνεισφέροντας δηλαδή το 7,5% των εσόδων του φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων.

 

 «Αυτό που μας αποκαλύπτει μια σύγκριση με το αφορολόγητο (ή πιστώσεις φόρου) σε βασικές χώρες της ΕΕ είναι ότι στην Ελλάδα το αφορολόγητο αυτό είναι ιδιαίτερα υψηλό όχι ως απόλυτο μέγεθος, αλλά ως προς το όριο φτώχειας», δηλαδή τα 4.608 ευρώ το χρόνο, όπως υπολογίζεται στην περίπτωση των λαϊκών νοικοκυριών της χώρας. «Ενδεικτικά στη Γερμανία το αφορολόγητο είναι 8.354 ευρώ με όριο φτώχειας 11.840», αναφέρεται ενώ στην Ελλάδα το σημερινό αφορολόγητο για μισθωτούς - συνταξιούχους (9.550 ευρώ) εμφανίζεται υπερδιπλάσιο από το όριο της επίσημης φτώχειας (4.608 ευρώ), σύμφωνα με τα στοιχεία που παραθέτει ο ΣΕΒ.

 

Σημειώνεται ότι μέσα στην πρώτη πενταετία του Μνημονίου, τα εισοδήματα τα οποία δήλωσαν στην εφορία περίπου 8,5 εκατομμύρια φορολογούμενοι έκαναν ελεύθερη πτώση.

 

Το 2011, τα φυσικά πρόσωπα αποτύπωσαν στις δηλώσεις τους εισοδήματα συνολικού ύψους 104 δισ. ευρώ για το 2015. Πέντε χρόνια αργότερα, φέτος, μετά βίας έφτασαν τα 74,5 δισ. ευρώ, ως αποτέλεσμα της εσωτερικής υποτίμησης των αποδοχών σε καθεστώς Μνημονίου αλλά και της συνεχιζόμενης φοροδιαφυγής.

 

Στα ποσά αυτά, ενσωματώνονται και τα δηλωθέντα εισοδήματα των ελευθέρων επαγγελματιών ή ακόμα και των μισθωτών – συνταξιούχων από άλλες πηγές πέραν των τακτικών αποδοχών τους, όπου τα περιθώρια απόκρυψης παραμένουν ενεργά.

 

Παράλογη η δομή των κλιμάκων σύμφωνα με τον ΣΕΒ

 

Όπως αναφέρει ο ΣΕΒ στο ίδιο εβδομαδιαίο δελτίο «η κλίμακα φόρου εισοδήματος όπως ισχύει είναι κατασκευασμένη με τέτοιο τρόπο ώστε ουσιαστικά οι μισθωτοί και συνταξιούχοι με ετήσιο εισόδημα έως €15.000 να πληρώνουν ελάχιστο ή καθόλου φόρο, και όσοι έχουν εισοδήματα έως €30.000 να πληρώνουν ένα αρκετά χαμηλό ετήσιο φόρο εισοδήματος. Αντίθετα, οι μισθωτοί και συνταξιούχοι με υψηλά εισοδήματα (άνω των €42.000) επιβαρύνονται όχι μόνο από την υψηλή πλέον σε αυτά τα κλιμάκια έκτακτη εισφορά, αλλά και τον αυξημένο συντελεστή 42% μαζί με τον μηδενισμό της επιστροφής φόρου.

 

Σημειώνεται ότι στα υψηλότερα αυτά κλιμάκια τα εισοδήματα από συντάξεις ή μισθωτή εργασία στο δημόσιο είναι ελάχιστα, κάτι που σημαίνει ότι αυτή η αυξημένη επιβάρυνση αφορά κυρίως τους μισθωτούς στον ιδιωτικό τομέα. Έχουμε επίσης ως δεδομένο ότι οι εργαζόμενοι στη γενική κυβέρνηση είχαν το 2014 μέσες ετήσιες μικτές αποδοχές € 20.497, το 2014 το ΙΚΑ αναφέρει ως μέσες μικτές ετήσιες αποδοχές ασφαλισμένων τα €10.320 (€8.682,9 φορολογητέα δηλαδή, Δελτίο 11/2/16) και ότι το ετήσιο εισόδημα από τη μέση σύνταξη γήρατος ήταν το 2014 €11.379 (Στοιχεία έκθεσης ΗΛΙΟΣ).

 

 

Επιπλέον, οι περίπου 470.000 (εκ των 2,6 εκατ. συνολικά) συνταξιούχοι του δημοσίου λαμβάνουν σημαντικά υψηλότερες σε σχέση με τον μέσο όρο συντάξεις (€13.000 αν διαιρεθεί η δαπάνη του κρατικού προϋπολογισμού με τον αριθμό τους, Δελτίο 29/10/2015) και αποτελούν σημαντικό ποσοστό των συνταξιούχων ηλικίας 50-65 ετών (το Δεκέμβριο 2014 αποτελούσαν το 24% των συντάξεων γήρατος).

 

Βλέπουμε συνεπώς ότι η κλίμακα φόρου εισοδήματος είναι έτσι φτιαγμένη ώστε η συντριπτική πλειοψηφία των μισθωτών του δημοσίου, των συνταξιούχων και των χαμηλόμισθων του ιδιωτικού τομέα να μην πληρώνουν φόρο εισοδήματος, ενώ αντίθετα οι συντελεστές για όσους έχουν καλύτερο μισθό αυξάνονται σε υπερβολικό βαθμό. Από την άλλη, οι αγρότες και οι ελεύθεροι επαγγελματίες πληρώνουν, εκτός του ΦΠΑ και του τέλους επιτηδεύματος, φόρο από το πρώτο ευρώ, αν και με έναν συντελεστή που ειδικά για τους αγρότες (μέχρι την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές) είναι λογικός.

 

Η δομή αυτή του φορολογικού συστήματος, χωρίς να εξετάσουμε και τις ασφαλιστικές εισφορές, αδικεί συνεπώς την παραγωγική μισθωτή εργασία στον ιδιωτικό τομέα. Από την άλλη, η μέτριας αμοιβής και μειωμένης προσπάθειας εργασία επιβραβεύεται. Το ζήτημα όμως δεν είναι ηθικό –για άλλη μια φορά είναι κυρίως πρακτικό, καθώς έτσι διαμορφώνονται και τα ανάλογα κίνητρα στην κοινωνία. Με τη σειρά της αυτή ορθολογικά αποφεύγει την αριστεία και την αυξημένη προσπάθεια γεγονός που όμως αποτρέπει τη δημιουργία νέου πλούτου» καταλήγει ο ΣΕΒ.

Τελευταία τροποποίηση στις 15:54 - 11 Φεβ 2017
Copyright © 1999-2024 Premium S.A. All rights reserved.