ΕΚΤΥΠΩΣΗ
Εκτύπωση αυτής της σελίδας
Όταν μιλά ο Α. Τσίπρας, ντρέπεται η ντροπή

Όταν μιλά ο Α. Τσίπρας, ντρέπεται η ντροπή

11:59 - 09 Δεκ 2021
Η μετοχή της Τράπεζας Αττικής διαπραγματεύεται στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών. Στις τελευταίες 52 εβδομάδες η κατώτατη τιμή της μετοχής ήταν 0,0054 Euro και η υψηλότερη 1,78 Euro που ήταν το κλείσιμο τις 22 Νοεμβρίου, τότε που η τιμή της μετοχής κατέγραψε ποσοστιαία άνοδο 549,64% και από τα 0,2740 Euro (κλείσιμο 21/11/2021) «σκαρφάλωσε» στα 1,78 Euro (+1,51 Euro).

Χρόνια είχαμε να δούμε τόσο μεγάλη ημερήσια ποσοστιαία άνοδο, ΑΘΑΝΑΤΟ 1999. Οι εποπτικές αρχές δεν αντέδρασαν και η αντιπολίτευση δεν ανέδειξε το θέμα παρ’ ότι αφορούσε την τουλάχιστον «περίεργη» χρηματιστηριακή συμπεριφορά μίας τράπεζας του ευρύτερου δημόσιου τομέα. 

 

Το Σάββατο 4 Δεκεμβρίου στις 22:47 η χώρα μας αγόραζε ηλεκτρικό ρεύμα 207,27 Euro/MWh (9η  υψηλότερη τιμή στην Ευρώπη). Την ίδια χρονική στιγμή η χώρα αγόραζε ηλεκτρικό ρεύμα με μέση μηνιαία τιμή 228,47 Euro/MWh (6η υψηλότερη στην Ευρώπη) και η μέση ετήσια 107,22 Euro/MWh (2η υψηλότερη στην Ευρώπη). Σίγουρα η ενεργειακή κρίση είναι υπεύθυνη για τις υψηλές τιμές του ηλεκτρικού ρεύματος και πλήττει όλες τις χώρες της Ευρώπης. 

 

Γιατί όμως η χώρα μας είναι πρωταθλήτρια στις ακριβές τιμές; Τι συμβαίνει; Η πρώτη ανάγνωση είναι ότι η κυβέρνηση αρκείται σε επιδοματική πολιτική και όχι σε ουσιαστικές παρεμβάσεις που θα εκσυγχρονίσουν τις διαδικασίες παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος και θα απαλλάξουν την χώρα και τους καταναλωτές από το ακριβό ηλεκτρικό ρεύμα, ταυτόχρονα η αντιπολίτευση σιωπά σε ένα θέμα ιδιαίτερα κρίσιμο και για τις λαϊκές μάζες αλλά και για την οικονομική ανάπτυξη και εγκαλεί την κυβέρνηση για τα χαμηλά επιδόματα. 

 

Πρόσφατα αναδείξαμε το πρόβλημα με τις αξιολογήσεις της Ελληνικής Οικονομίας. Απολύτως αντικειμενικά η  ελληνική οικονομία οδεύει προς το 2022 χωρίς να έχει αποκτήσει την «επενδυτική βαθμίδα», δηλαδή χωρίς να διαθέτει την απαραίτητη προϋπόθεση για να ενταχθεί στα προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ. Όμως όπως όλα δείχνουν, η διοίκηση της ΕΚΤ θα εξαιρέσει την Ελλάδα από τον κανόνα της «επενδυτικής βαθμίδας», δηλαδή θα δώσει waiver (εξαίρεση), προκειμένου τα Ελληνικά ομόλογα, υπό όρους και προϋποθέσεις, να είναι επιλέξιμα στο τακτικό πρόγραμμα «ποσοτικής χαλάρωσης» APP της ΕΚΤ. 

 

Ουσιαστικά η κυβερνητική πολιτική σε αυτό το ιδιαίτερα κρίσιμο τομέα έχει αποτύχει με βέβαιη αρνητική κατάληξη την αύξηση το 2022 των αποδόσεων των Ελληνικών Ομολόγων και συνεπακόλουθα δυσμενή αποτελέσματα στην διαχείριση του δημόσιου χρέους. Οι αγορές προτιμούν την σταθερότητα και όχι ευμετάβλητες καταστάσεις όπως το καθεστώς waiver, που είναι πολιτική απόφαση και μπορεί να αλλάξει οποιαδήποτε στιγμή αλλάξουν οι πολιτικές συνθήκες. Η αντιπολίτευση ούτε καν εγκαλεί την κυβέρνηση γι’ αυτή την αποτυχία. Το πιθανότερο είναι ότι δεν έχει αντιληφθεί το πρόβλημα και τις δυσμενείς επιπτώσεις που έρχονται. 

 

Τα παραπάνω είναι σίγουρα μερικά μόνο από τα πολλά αρνητικά δείγματα κυβερνητικής πολιτικής σε κρίσιμους στρατηγικούς τομείς. Η κυβέρνηση έχει πιστωθεί δημοσκοπικά την επιτυχημένη διαχείριση κρίσεων (μεταναστευτικό, ελληνοτουρκικά, πρώτη φάση της πανδημίας), αλλά υστερεί απελπιστικά σε πολιτικό εκσυγχρονιστικό όραμα και στρατηγική εξόδου της χώρας από την πολύπλευρη κρίση που αντιμετωπίζει σε πολιτιστικό, πολιτικό και οικονομικό πεδίο. Η αντιπολίτευση με νωπές ακόμα τις μνήμες από αποτυχημένες διαχειρίσεις κρίσεων (μεταναστευτικό, πυρκαγιές στο Μάτι κλπ.) δεν προβάλει εναλλακτική στρατηγική πρόταση για τον εκσυγχρονισμό της χώρας. 

 

Η κυβέρνηση θεωρεί και προβάλει ως εκσυγχρονισμό τις όντως ρηξικέλευθες τομές στην δημόσια διοίκηση που υλοποιεί ο υπουργός Επικρατείας και Ψηφιακής Διακυβέρνησης Κ. Πιερρακάκης και η αντιπολίτευση θεωρεί στρατηγική εξόδου της χώρας από την κρίση τις τριτοκοσμικές απόψεις  του Παύλου Πολάκη για τον εμβολιασμό και τις φιλοτουρκικές απόψεις του  βουλευτή Ξάνθης Χουσεΐν Ζεϊμπέκ. Δηλαδή αδιέξοδο. 

 

Ακόμα ένα αρνητικό αποτέλεσμα  της μνημονιακής περιόδου που καταβαράθρωσε πολιτικά και εκλογικά το ΠΑΣΟΚ, ένα κέντρο-αριστερό κόμμα ευρωπαϊκού  προσανατολισμού που θεμελίωσε την μεταδικτατορική Ελλάδα και αναγόρευσε σε αξιωματική αντιπολίτευση τον ΣΥΡΙΖΑ δηλαδή τον διάδοχο του μεταδικτατορικού ΚΚΕ Εσ., ενός κόμματος-επιτομή του πολιτικού σεχταρισμού. 

 

Μην ξεχνάμε ποτέ ότι οι πολιτικοποιημένες μεταδικτατορικές γενιές δίκαια είχαν κατατάξει το ΚΚΕ Εσωτ. στο εκλογικό περιθώριο αφού θεωρούσαν ότι η πολιτική του πρόταση ήταν τουλάχιστον καιροσκοπική επειδή δήλωνε πίστη στον ευρωκομμουνισμό και ταυτόχρονα προωθούσε στην μετά-δικτατορική και με ευρωπαϊκή προοπτική Ελλάδα τις σταλινικές τρίτο-διεθνιστικές αντιλήψεις του λαϊκού μετώπου (Ε.Α.Δ.Ε Εθνική Αντιδικτατορική Ενότητα), που ούτε το ΚΚΕ δεν τολμούσε να υιοθετήσει. 

 

Και σε αυτό ακριβώς το σημείο εντοπίζεται το πολιτικό πρόβλημα της χώρας, που αργά ή γρήγορα θα την οδηγήσει σε ένα ακόμα ιστορικό πισωγύρισμα. Στην μία πλευρά του πολιτικού φάσματος η Νέα Δημοκρατία, ένα κόμμα που αυτό-προσδιορίζεται μεν ως ευρωπαϊκό κέντρο-δεξιό και του οποίου η ηγεσία σίγουρα διαθέτει διαχειριστικές ικανότητες και εκσυγχρονιστικό πρόσημο, αλλά ταυτόχρονα στο εσωτερικό του υπάρχουν οι πιο αντιδραστικές  δυνάμεις της Ελληνικής κοινωνίας, που εν μέσω πανδημίας αποδέχονται για μικροπολιτικά οφέλη τις αντί-εμβολιαστικές θέσεις της ακραίας και για πολλούς αιρετικής πτέρυγας της εκκλησιαστικής ιεραρχίας. 

 

Στην άλλη πλευρά του πολιτικού φάσματος, ο ΣΥΡΙΖΑ, ένα κόμμα που η ιστορική του παράδοση και ιδεολογία επηρεάζονται ακόμα και σήμερα από τα μετεμφυλιοπολεμικά σύνδρομα της ηττημένης αριστεράς και της πορείας προς την διάσπαση του ΚΚΕ (6η Ολομέλεια 1956, αποκαθήλωση Ν. Ζαχαριάδη από την θέση του Γ.Γ του ΚΚΕ, 7η Ολομέλεια (1957) καθαίρεση Ν. Ζαχαριάδη από την ΚΕ του ΚΚΕ, 8η Ολομέλεια 1958, διάλυση των παράνομων κομματικών οργανώσεων του ΚΚΕ και ένταξη των μελών του κόμματος στην ΕΔΑ , 12η Ολομέλεια 1968, διάσπαση του ΚΚΕ με αφορμή την θέση του κόμματος απέναντι στην σοβιετική επέμβαση στην Τσεχοσλοβακία και την θέση του κόμματος απέναντι στο ευρωκομμουνιστικό κίνημα). 

 

Μπορεί αυτά τα γεγονότα να αποτελούν για τις νεότερους ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ απλές ιστορικές αναφορές, αλλά σίγουρα επηρεάζουν με έμμεσο αλλά καθοριστικό τρόπο τις απόψεις τους. 

 

Μην ξεχνάμε ότι πριν λίγα χρόνια η πλειοψηφία των νεότερων ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ (ηλικίες κάτω των 50 που δεν έζησαν τα εμφυλιοπολεμικά χρόνια) αποκαλούσαν «γκεσταπίτες» και «γερμανοτσολιάδες» όσους στήριζαν την παραμονή της χώρας στην Ε.Ε., ενώ τώρα οι περισσότεροι από αυτούς πρωτοστατούν σε αγαστή συνεργασία με την άκρο-δεξιά στον αντί-εμβολιαστικό αγώνα, σύροντας και την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ σε παρόμοιες θέσεις. 

 

Το αποτέλεσμα το ζούμε όλοι. Η αριστερά σιωπά στα μεγάλα προβλήματα της χώρας και τοποθετείται ευκαιριακά σε ζητήματα αιχμής, με λαϊκίστικη συλλογιστική και χωρίς να αντλεί διδάγματα από το πρόσφατο δικό της κυβερνητικό παρελθόν. Μία αποκρουστική πολιτικά και ηθικά εικόνα, όπου όταν μιλά ο Α. Τσίπρας, ντρέπεται και η ντροπή… 

Copyright © 1999-2024 Premium S.A. All rights reserved.