ΕΚΤΥΠΩΣΗ
Εκτύπωση αυτής της σελίδας
Οι rossoneri της πολιτικής δεν περιμένουν

Οι rossoneri της πολιτικής δεν περιμένουν

11:56 - 03 Οκτ 2022
Το 2010 ή χώρα εντάχθηκε στο μηχανισμό ενισχυμένης οικονομικής εποπτείας (μνημόνιο) από τον οποίο αποχώρισε το καλοκαίρι του 2022. Σε αυτή την χρονική περίοδο το Ελληνικό Δημόσιο Χρέος αυξήθηκε από 330,570 δισ. Euro (146,2% ΑΕΠ) το 2010 στα 357,3 δισ. Euro (200,7%% ΑΕΠ) το 2021. Την ίδια χρονική περίοδο το ΑΕΠ μειώθηκε από 297,12 δισ. USD (2010) σε 216,24 δισ. USD (2021).

Στις 23 Απριλίου 2010 (Ημερομηνία ένταξης στο μνημόνιο) η απόδοση του 10-ετους Ελληνικού Ομολόγου ήταν 8,737 % και το βασικό επιτόκιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) 1,75 %. Στις 23 Σεπτεμβρίου 2022 η απόδοση ήταν του 10-ετους Ελληνικού Κρατικού Ομολόγου ήταν 4,601 % και το βασικό επιτόκιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας 1,5 %.

 

Το 2008 η παγκόσμια οικονομία αντιμετώπιζε (όπως σήμερα) πληθωριστική κρίση. Ο μέσος πληθωρισμός σε παγκόσμια κλίμακα ήταν  9% (Ελλάδα 4,2%). Το 2009 οι πληθωριστικές πιέσεις υποχώρησαν και σε παγκόσμια κλίμακα (πληθωρισμός 2,9%) και στην Ελλάδα (1,2%). Το 2010 ήταν η τιμή του πληθωρισμού σταθεροποιήθηκε σε παγκόσμιο επίπεδο στο 3,4% (Ελλάδα 4,7%) με καθοδικές τάσεις για ολόκληρη την επόμενη 10-ετία. Το 2021 ο πληθωρισμός επανεμφανίσθηκε στην παγκόσμια οικονομία με μέση ετήσια τιμή 3,4% (Ελλάδα 1,2%). Για το 2022 οι ενδεικτικές προβλέψεις αναφέρουν μεγαλύτερες πληθωριστικές πιέσεις σε παγκόσμιο επίπεδο 6,6 % (ΔΝΤ) και Ελλάδα 8,9% (Eurostat).

 

Συμπέρασμα Νο.1: Το δημόσιο χρέος αυξήθηκε κατά την διάρκεια της μνημονιακής περιπέτειας και ονομαστικά (αριθμητικά) και ως ποσοστό του ΑΕΠ, το οποίο μειώθηκε σε αυτή την επίμαχη χρονική περίοδο σημαντικά, κατά 80,8 δισ. USD. Έχουμε δηλαδή την ταυτόχρονη εμφάνιση δύο πολύ αρνητικών δημοσιονομικών δεδομένων, ονομαστική αύξηση χρέους και μείωση ΑΕΠ. Σε κανονικές συνθήκες ένα δημόσιο χρέος που παρουσιάζει αυτά τα χαρακτηριστικά δεν αξιολογείται ως διαχειρίσιμο. Παρ’ όλα αυτά το Ελληνικό Δημόσιο Χρέος θεωρείται βιώσιμο (δηλαδή δεν θα προκύψει πρόβλημα επανά-χρηματοδότησης), επειδή έχει αλλάξει δραματικά η ταυτότητα των δανειστών που σε συντριπτική πλειοψηφία είναι πλέον Ευρωπαϊκά κράτη και Ευρωπαϊκοί Θεσμοί.

 

Συμπέρασμα Νο.2: Παρ’ ότι επί της ουσίας εγγυητής του Ελληνικού Χρέους είναι η Ε.Ε και πλέον οι θετικές προβλέψεις για την αναπτυξιακή δυναμική της Ελληνικής Οικονομίας επιβεβαιώνονται και από απολογιστικά στοιχεία, οι αποδόσεις των Ελληνικών Κρατικών Ομολόγων έχουν αρχίσει και πάλι να αυξάνονται κατά πολύ. Απέχουν βέβαια ακόμα αρκετά από τις εφιαλτικές αποδόσεις της προ-μνημονιακής περιόδου αλλά ήδη έχουν καλύψει περισσότερο από την μισή απόσταση επιβαρύνοντας ήδη σημαντικά το κόστος του νέου δανεισμού της χώρας.

 

 Προφανείς αιτίες για την αύξηση των αποδόσεων, η άνοδος των βασικών επιτοκίων της ΕΚΤ και ο πληθωρισμός. Όμως αυτές οι συνθήκες ισχύουν για όλα τα κρατικά ομόλογα της ευρωζώνης των οποίων οι αποδόσεις ναι μεν αυξήθηκαν αλλά παραμένουν σε ανεκτά όρια και είναι σαφώς μικρότερες από τις αποδόσεις των Ελληνικών αλλά και των Ιταλικών Ομολόγων. Προφανώς σε αυτές τις δύο χώρες η ανησυχία για την εξέλιξη της Οικονομίας που αποτυπώνεται και στην αύξηση των αποδόσεων πρέπει να αποδοθεί και στην αβεβαιότητα για τις πολιτικές εξελίξεις.

 

Στις τελευταίες ευρωεκλογές (2019) τα τρία κύρια ιδεολογικά πολιτικά ρεύματα που σχεδίασαν και συγκρότησαν την Ευρωπαϊκή Ένωση, δηλαδή συντηρητικοί, οι σοσιαλδημοκράτες και οι φιλελεύθεροι κέρδισαν αθροιστικά τις 444 (ποσοστό 59%) από τις 751 έδρες του ευρωπαϊκού κοινοβουλίου. Ουσιαστικά επαναλήφθηκαν τα αποτελέσματα όλων των προηγούμενων ευρωεκλογών. Στην εκλογική δύναμη αυτών των φίλο-ευρωπαϊκών πολιτικών δυνάμεων  θα πρέπει να προσθέσουμε και τις 74 έδρες (ποσοστό 10%) των Πρασίνων που πλέον σε πανευρωπαϊκό επίπεδο έχουν μετακινηθεί προς το κέντρο συμμετέχοντας ενεργά στις ευρωπαϊκές και εθνικές κοινοβουλευτικές διαδικασίες και σε αρκετές περιπτώσεις και σε κυβερνήσεις συνεργασίας.

 

Απολύτως αντικειμενικά και με κριτήριο τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών. Το 70% των ευρωπαίων πολιτών, μία τεράστια ιδεολογική, πολιτική και εκλογική πλειοψηφία στηρίζει  την φίλο-ευρωπαϊκή πολιτική συμμαχία των συντηρητικών, σοσιαλδημοκρατών, φιλελευθέρων και πρασίνων. Απέναντι σε αυτό το κυρίαρχο ιδεολογικό κοινωνικό και πολιτικό μπλοκ βρίσκεται η μειοψηφία των ευρωσκεπτικιστικών κομμάτων της συντηρητικής δεξιάς (Ευρωπαίοι Συντηρητικοί και Μεταρρυθμιστές, 62 έδρες), της άκρας δεξιάς (Ταυτότητα και Δημοκρατία, 73 έδρες) και της αριστεράς ( Ευρωπαϊκή Ενωτική Αριστερά-Βόρεια Πράσινη Αριστερά, 41 Έδρες).

 

Συμπερασματικά: To ιδεολογικό και πολιτικό πλαίσιο που ορίζει τις αρχές και τους κανόνες της κυβερνησιμότητας σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχει τελεσίδικα κριθεί υπέρ των φίλο-ευρωπαϊκών δυνάμεων. Πολιτικό δεδομένο που σε εθνικό επίπεδο μεταφράζεται σε συμμαχικές κυβερνήσεις συνεργασίας, στις οποίες συμμετέχουν κόμματα που ανήκουν στο φίλο-ευρωπαϊκό πολιτικό τόξο. Ακόμα και σε χώρες όπου δεν ισχύει το παραπάνω πολιτικό κεκτημένο και έχουν σχηματισθεί κυβερνήσεις συνεργασίας στις οποίες συμμετέχουν και συντηρητικοί ευρωσκεπτικιστές (πχ Πολωνία), η βασική αρχή της ευρωπαϊκής ενοποίησης δεν αμφισβητείται.   Μοναδικές εξαιρέσεις σε αυτή την πανευρωπαϊκή εικόνα είναι η Ιταλία και η Ελλάδα όπου οι ευρωσκεπτικιστές-λαϊκιστές της δεξιάς και της αριστεράς, είναι πολιτική και πιθανόν κοινωνική πλειοψηφία.

 

Στην Ιταλία η πολιτική παρακμή λόγω της διαφθοράς της Χριστιανοδημοκρατίας αφαίρεσε από το φίλο-ευρωπαϊκό πολιτικό τόξο την κέντρο-δεξιά πτέρυγα. Οι ιδεολογικοί επίγονοι της Χριστιανοδημοκρατίας (Φορτσα Ιταλια, Λέγκα του Βορρά) στην προσπάθεια τους να διαφοροποιηθούν από τους Χριστιανοδημοκράτες προγόνους τους, υιοθέτησαν εκ διαμέτρου  αντίθετες πολιτικές θέσεις με βασικό πυρήνα τον ευρωσκεπτικισμό. 

 

Μοιραία στο εσωτερικό της Ιταλικής Δεξιάς αναπτύχθηκαν αντί-δυτικές θέσεις και φίλο-ρωσικές τάσεις που εκφράζονται πλέον και σε ηγετικό επίπεδο. Σήμερα στην Ιταλία η μοναδική συνεπής φίλο-ευρωπαϊκή δύναμη είναι ένα μεγάλο μέρος της κέντρο-αριστεράς, που ιστορικά προέρχεται από το παλαιό σοσιαλιστικό κόμμα και βετεράνους ευρωκομουνιστές.  

 

Στην Ελλάδα η μνημονιακή περιπέτεια έπληξε κύρια και ανεπανόρθωτα την κέντρο-αριστερά (ΠΑΣΟΚ-Γιώργος Παπανδρέου) που ανέλαβε να διαχειριστεί την πρώτη και πιο επώδυνη μνημονιακή περίοδο. Το μεγαλύτερο (περίπου το 75%) μέρος των ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ στράφηκε προς τον ΣΥΡΙΖΑ. Σήμερα το ΠΑΣΟΚ αγωνίζεται να διατηρηθεί πάνω από το 10%, ένα ελάχιστο όριο εκλογικής αξιοπρέπειας.

 

Η κέντρο-δεξιά (Νέα Δημοκρατία-Αντώνης Σαμαράς) που διαχειρίστηκε το σκληρή ενδιάμεση μνημονιακή περίοδο, έχασε ένα σημαντικό μέρος (περίπου το 20%) των ψηφοφόρων της που στράφηκε προς την αντί-συστημική άκρο-δεξιά. Διατήρησε όμως το μεγαλύτερο μέρος της εκλογικής της δύναμης που υπολογίζεται σύμφωνα με τα εκλογικά αποτελέσματα και τις τελευταίες δημοσκοπήσεις στην περιοχή του 32%.

 

Σήμερα και παρ’ ότι οι ηγεσίας της αριστεράς (εξαιρείται το ΚΚΕ) και της (εκτός Νέας Δημοκρατίας) συντηρητικής δεξιάς, δεν τολμούν να θέσουν ευθέως θέμα αποχώρησης της χώρας από την Ε.Ε και το ΝΑΤΟ, αρκετές από τις θέσεις που προβάλουν και αντικειμενικά συγκεντρώνουν την υποστήριξη σημαντικού τμήματος της κοινής γνώμης, υπονομεύουν επί της ουσίας την συμμετοχή της χώρας στους θεσμούς της Συλλογικής Δύσης (ΝΑΤΟ, Ε.Ε).

 

Οι αποδόσεις των Ιταλικών και των Ελληνικών Ομολόγων ανεβαίνουν, μάλλον έχουν ξεπεράσει τα όρια συναγερμού. Θα είναι λάθος να αρκεστούμε στις γενικόλογες αναλύσεις που αποδίδουν την ευθύνη για αυτή την άνοδο στα δημοσιονομικά προβλήματα και στις παθογένειες του πολιτικού συστήματος. 

 

Σίγουρα είναι θεωρητικά σωστές, αλλά αφού δεν αναδεικνύουν και δεν λύνουν το πρόβλημα, δεν είναι ιδιαίτερα χρήσιμες. Οι rossoneri (κόκκινο-μαύροι) δεν περιμένουν. 

Copyright © 1999-2024 Premium S.A. All rights reserved.