ΕΚΤΥΠΩΣΗ
Εκτύπωση αυτής της σελίδας

«Μύκονος»

12:31 - 05 Αυγ 2022
Ο τίτλος είναι Μύκονος. Τα παράτιτλα σήμερα θα μπορούσαν να είναι πολλά. «Nammos», “Solymar”, “Principote”, “Scorpios” κλπ., ή κάτι που τα περιέχει όλα. Όπως: «Τόπος φιλοξενίας όλων των απανταχού της γης νεόπλουτων». Τόπος δηλαδή εξ ορισμού «αφιλόξενος». Διότι οι μεν νεόπλουτοι ενδιαφέρονται για την ιδιωτική προβολή τους επιδεικνύοντας το πορτοφόλι τους, ενώ οι «ιθαγενείς», στη συντριπτική πλειοψηφία τους, επιδεικνύουν τη φιλοξενία τους μόνο σε εκείνους που διαθέτουν το κατάλληλο βαλάντιο. Για τους σημερινούς εισαγόμενους επιχειρηματίες του νησιού, δεν θα μιλήσω. Έχω και οικογένεια. Για τους παράγοντες, δεν αξίζει να γίνει λόγος. Αρκεί μια ματιά στο καινούργιο «καμάρι» του λιμανιού που χτίστηκε πάνω από το Λητώ.

Το νησί ό,τι έχει καταφέρει, το έχει καταφέρει κυρίως ακολουθώντας μία χρυσή συνταγή: Ζει μόνο για το σήμερα. Κάθε μέρα ξημερώνει χωρίς να θυμάται κανείς τι έγινε την προηγουμένη, και χωρίς να ενδιαφέρεται για το τι θα συμβεί την επομένη. Χρήμα να ρέει σήμερα, και το τι έγινε χτες δεν έχει καμία απολύτως σημασία. Για αύριο, «έχει ο Θεός». Ως πότε; Για να δούμε… 

Θα ήταν, βέβαια, παράλογη αξίωση, αυτός ο αόρατος θίασος, που δεν υπακούει σε νόμους, αλλά υπαγορεύει νόμους, να έχει μνήμη. Να θυμόταν δηλαδή, και να τιμούσε, αυτούς που κάποτε πρόσφεραν στον τόπο. Σε κάποιο κανάλι της τηλεόρασης, προβλήθηκε πέρσι 2-3 φορές μια παρουσίαση για τη Μύκονο. Παρελάσανε αρκετοί, τους οποίους δεν θα μνημονεύσω. Όχι ότι ορισμένοι από αυτούς δεν ήταν αξιόλογοι. Όμως μου έκανε εντύπωση τούτο: Καμία αναφορά στο παρελθόν. Κανένας λόγος για τη Μέλπω Αξιώτη, τον Γιάννη Μελετόπουλο, τον Βασίλειο Κυριαζόπουλο, τους Καμπάνηδες, τον Γεώργιο Δρακόπουλο, ενώ δεν θυμάμαι να εμφανίστηκε ο Παναγιώτης Κουσαθανάς να πει, έστω, κάτι. 

Θα ήταν υπερβολή, βέβαια, μέσα σε αυτή την ομίχλη να θυμηθεί κάποιος από τον αόρατο αυτό θίασο, τη Σοφία Θανοπούλου. Για τους λίγους που ίσως τη θυμούνται, την «Μαρουλίνα», που άνοιξε την πρώτη boutique στο Ματογιάννι τη δεκαετία του 50. Εκείνη, και όχι κάποιους από αυτούς που παρελάσανε στην τηλεοπτική παρουσίαση, με προφανή διάθεση σφετερισμού, επισκέφθηκαν όλες οι τότε διασημότητες. Στους τοίχους του «Maroulinas little shop» υπέγραφαν τότε οι διασημότητες.

Απέναντί από εκείνη τη boutique, που σήμερα φιλοξενεί ένα κοσμηματοπωλείο, ήταν το μαγαζί του χοντρο - Αριστόδημου του μπακιρτζή που μια μέρα που έσφαξε μια κότα του ξέφυγε και έτρεχε ακέφαλη στο Ματογιάννι με τις τουρίστριες να τρέχουν πανικόβλητες. Παραδίπλα η Αργυρώ με τον αργαλειό της, πιο πέρα, από τα λιγοστά τότε ενοικιαζόμενα δωμάτια, ήταν εκείνα του Μιχάλη του Λύκου και της Βαγγελιώς. Για να φτάσουμε στο δωμάτιο που είχαν νοικιάσει οι γονείς μας ανεβαίναμε μια στενή και απότομη σκάλα από παλιομοδίτικο κιτρινοπράσινο μωσαϊκό. Απέναντι, το μαγαζάκι του Μαρίνου Ράμπια με τα σανδάλια και τις δερμάτινες τσάντες. Ο γιός του, πρόσφατα άφησε κι αυτός το μαγαζί. Χήρεψε το απέναντι σκαλάκι που νοστίμιζε τις βραδιές μας. 

Τα μόνα ενθύμια μιας άλλης εποχής που έχουν απομείνει πια στο Ματογιάννι είναι ο «Μέγας» στην αρχή και ο Νικόλας με τα τουριστικά, κάπου στη μέση. Ας με συγχωρέσουν, όσοι θυμούνται καλύτερα, αν μπορεί να παρέλειψα κάτι, αλλά έχουν περάσει 50 χρόνια από τότε που τρέχαμε ξυπόλυτοι στο Ματογιάννι αποφεύγοντας με πηδηματάκια να πατήσουμε πάνω στις καβαλίνες, - εμείς τότε τις λέγαμε «γκάαατσες» -, που αφήνανε τα γαϊδούρια και τα μουλάρια που τότε περνούσαν ελεύθερα. Ο τελευταίος γάιδαρος που είχε «πάσο» στη χώρα να πουλάει λαχανικά και λουλούδια, ο «Ηρακλής», θα πρέπει να ήταν πριν από καμμιά εικοσαριά χρόνια. Ένα καλοκαίρι, που είδαμε την κυρά του χωρίς τον Ηρακλή, μας είπε ότι πέθανε. «Άνθρωπος» μας είπε «ήταν ο Ηρακλής. Όχι γάιδαρος». Και σπάνιο είδος, σήμερα σε τραγική ανεπάρκεια, ήταν η κυρά του. Μια από τις τελευταίες Μυκονιάτισσες. 

Πρωί-πρωί, με τον αδελφό μου, πηγαίναμε στο μπακάλικο του Ασημομύτη, δίπλα στην Παναγιά Ελεούσα και παίρναμε παστές σαρδέλες και κοπανιστή. Ύστερα στο φούρνο της πληθωρικής Ζαχαρούλας για ζυμάρι που απλόχερα μας πρόσφερε ο μικροκαμωμένος ζυμωτής, - πάντα αναρωτιόμουνα αν ήταν άντρας της,- που η αλευρόσκονη κάλυπτε μέχρι το μουστάκι και τα φρύδια του. Και μετά τρέχοντας, άλλοτε στο μεγάλο μώλο κι άλλοτε στο μωλαράκι το μικρό στον Άγιο Νικολάκη του Δρακόπουλου στο γιαλό, πηγαίναμε για ψάρεμα με τα καλάμια και τις πετονιές μας. Το μεσημέρι, στου Μαδούπα, εγώ έτρωγα συνήθως τα αγαπημένα μου καλαμαράκια που είχαν 12 δραχμές και έπινα ταμ-ταμ. Το απόγευμα ή σκαρφαλώναμε στην αμπουρκουνιά στο σπίτι της γιαγιάς, ή παίζαμε ποδόσφαιρο στους μύλους, ή πηγαίναμε στη Λάκα. Στο σκάμμα του σχολείου, παραβγαίναμε άλλοτε ποιος θα πηδήξει και άλλοτε ποιος θα φτύσει… πιο μακριά. Καμιά φορά παλεύαμε για πλάκα. Εκεί στη Λάκκα, πέρα από το σχολείο έμενε η Κατίνα του Τσακίρη. Είχε μια γαϊδούρα που ήταν αδύνατον να την καβαλήσεις. «Γαϊδούρα Αγώνων!». Γαϊδουροκαβαλαρίες κάναμε με τους γαϊδάρους του Νικολού του Μάγκα που μια μέρα μας κυνήγαγε γιατί έλεγε ότι του κλέψαμε τους γαϊδάρους. Τις Κυριακές το πρωί άλλο πρόγραμμα: Παπαδοπαίδια του Παπα-Βασίλη στην Αγία Κυριακή. 

Εκεί, σ’ αυτό το αφιλόξενο σήμερα νησί, στο μπαρ του Μπέμπου, το “Seven Sins”, που είχε μία από τις λίγες ασπρόμαυρες τηλεοράσεις του νησιού, τον Ιούλιο του ’69, είδαμε την αναμετάδοση της προσελήνωσης του Apollo 11 στο φεγγάρι, και εκεί σε ένα άλλο μπαρ στο Montparnase στη Σκάρπα, στα 10 μου κέρδισα τις πρώτες μου 50 δραχμές παίζοντας ένα μινουέτο του Bach στην κιθάρα.

Κι όταν το Σεπτέμβρη γυρνάγαμε στην Αθήνα, κάθε χρόνο, τον πρώτο καιρό στο σχολείο μιλούσα και εγώ λίγο τραγουδιστά. Λίγο Μυκονιάτικα. Πως λέμε… «μουούτουλοοο»… Και με κοροϊδεύανε οι συμμαθητές μου.

Θα μου πείτε τώρα, τι τα λέω όλα αυτά; Τι σημασία έχουν; Πιστέψτε με καμία. Απολύτως καμία. Να… Δίπλα από το σπίτι μου, άνοιξε φέτος ένα «εστιατόριο». Ένας ο Θεός ξέρει τι εστιατόριο είναι αυτό που δεν αφήνει κανένα σε ακτίνα 100 μέτρων να κλείσει μάτι το βράδυ…

Έτσι, είπα και εγώ να αποχαιρετήσω τη δική μου Αλεξάνδρεια που χάνω.

Copyright © 1999-2024 Premium S.A. All rights reserved.