ΕΚΤΥΠΩΣΗ
Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Λιτότητα ή ανάπτυξη; Οι δύο πλευρές της σελήνης

00:11 - 12 Σεπ 2014
Η πολιτικοποίηση ή κομματικοποίηση των οικονομικών θεμάτων πάντα προκαλούσε και συνεχίζει να προκαλεί σύγχυση στην κοινή γνώμη, η οποία δεν οφείλει να γνωρίζει το πώς πρέπει να ερμηνεύονται τα οικονομικά-στατιστικά στοιχεία. Αποτέλεσμα της κομματικοποίησης των πρόσφατων οικονομικών εξελίξεων είναι το θολό τοπίο που έχει δημιουργηθεί σε σχέση με το αν η χώρα βγαίνει από την ύφεση και οδεύει προς την ανάπτυξη ή το αντίθετο: ότι δηλ. το μνημόνιο έχει αποτύχει στην εκπλήρωση των στόχων του και η χώρα βυθίζεται σε οικονομικό αδιέξοδο.

  Επειδή η οικονομική διακυβέρνηση ασκείται από πολιτικούς, και όχι από οικονομολόγους, η εκάστοτε κυβέρνηση είναι υποχρεωμένη να συγκεράσει δύο στόχους, οι οποίοι συνήθως αλληλοσυγκρούονται: την ανάγκη για μια σώφρονα δημοσιονομική διαχείριση με την ανάγκη ικανοποίησης των κοινωνικών αιτημάτων του εκλογικού σώματος. Στις σημερινές συνθήκες μιας «ιδιάζουσας χρεοκοπίας», που βιώνει η χώρα μας, είναι επόμενο τα μεν συμπολιτευόμενα κόμματα να προβάλουν τα όποια ορατά σημεία υπέρβασης της κρίσης, τα δε αντιπολιτευόμενα να δίνουν έμφαση στις βαρύτερες παρενέργειες της κρίσης (ανεργία, πτώση βιοτικού επιπέδου, χρέος κλπ.). Με άλλα λόγια, ορισμένοι είναι μονίμως προσανατολισμένοι στη φωτεινή πλευρά της σελήνης, ενώ κάποιοι άλλοι προτιμούν να κατοικούν στη σκοτεινή της πλευρά. Η αλήθεια βέβαια είναι ότι η σελήνη έχει ταυτόχρονα και τις δύο πλευρές.

  Μια αντικειμενική προσέγγιση της πραγματικότητας προϋποθέτει, σε πρώτο στάδιο, τη διάσπαση της αλήθειας σε δύο κομμάτια, ώστε να είναι δυνατή η διερεύνησή της σε βάθος, και, σε δεύτερο στάδιο, η σύνθεσή τους.

 

  Οι βραχυ-μεσοπρόθεσμες προοπτικές της ελληνικής οικονομίας φαίνονται, εκ πρώτης όψεως, να είναι ευνοϊκές. Τα δίδυμα ελλείμματα (κρατικός προϋπολογισμός και εξωτερικό ισοζύγιο πληρωμών) τείνουν να εξαλειφθούν. Πράγματι, ο προϋπολογισμός εμφανίζει για δεύτερη χρονιά πρωτογενές πλεόνασμα. Εδώ βέβαια χρειάζεται προσοχή, διότι το προβλεπόμενο πρωτογενές πλεόνασμα των € 3 δισεκ. για το 2014 , όπως άλλωστε και για κάθε έτος, δεν περιλαμβάνει τους τόκους, ύψους περίπου € 6 δισεκ. Αν τους συνυπολογίσουμε, όπως είναι το σωστό, το πρωτογενές πλεόνασμα μετατρέπεται σε δημοσιονομικό έλλειμμα € 3 δισεκ., το οποίο προστίθεται στο υφιστάμενο σήμερα χρέος των € 321 δισεκ. Η κυβέρνηση εκτιμά ότι και αυτό το έλλειμμα θα μηδενιστεί μέχρι το 2015, ενώ η τρόικα τοποθετεί τον εν λόγω μηδενισμό το 2018. Πλεονασματικό εμφανίζεται επίσης και το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, γεγονός που αντανακλά τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας. Η βελτίωση αυτή οφείλεται εν πολλοίς στη μείωση των μισθών, που τόνωσαν τις εξαγωγές, και στα αυστηρά μέτρα λιτότητας, που περιόρισαν τις εισαγωγές, παρά το γεγονός ότι η ανταγωνιστικότητα έχει πληγεί από το ισχυρό ευρώ και την έλλειψη σημαντικής προόδου στον τομέα των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.

 

  Αν όμως ενσκήψουμε στο θέμα του εξωτερικού ισοζυγίου, θα διαπιστώσουμε ότι η περιορισμένη του αποτελεσματικότητα οφείλεται κατά κύριο λόγο στην ευνοϊκή επίδραση, που ασκεί επί αυτού η άνοδος του τουρισμού την τελευταία διετία. Το εμπορευματικό ισοζύγιο εξακολουθεί να παραμένει έντονα ελλειμματικό, δεδομένου ότι οι εισαγωγές αγαθών είναι περίπου διπλάσιες από τις εξαγωγές, πράγμα που παραπέμπει στις αδύναμες έως σαθρές παραγωγικές δομές της χώρας μας.

 

  Συνοπτικά, η προβαλλόμενη δημοσιονομική εξυγίανση και η προσωρινή βελτίωση στο ισοζύγιο πληρωμών και την ανταγωνιστικότητα συνιστούν σημαντική πρόοδο σε σχέση με τις τραγικές συνθήκες, που επικρατούσαν προ τετραετίας. Πλην όμως, δημιουργούν έντονο προβληματισμό ως προς τη δυνατότητα να έχουν βιώσιμο χαρακτήρα, ιδίως στην περίπτωση που σημειωθεί στροφή στους πολιτικούς-οικονομικούς προσανατολισμούς της χώρας.

 

  Υπάρχουν όμως και άλλοι παράγοντες, που υπονομεύουν την πορεία προς μια διατηρήσιμη εξάλειψη των δίδυμων ελλειμμάτων. Η ανακεφαλαιοποίηση των εμπορικών τραπεζών ενίσχυσε σε ικανοποιητικό βαθμό την κεφαλαιουχική τους επάρκεια , όχι όμως και την ρευστότητά τους, εφόσον οι καταθέσεις που διοχετεύτηκαν σε τρίτες χώρες κατά τη διάρκεια της μεγάλης κρίσης, 2010-2012 (γύρω στα € 70 δισεκ.) ή στα «χρηματοκιβώτια» των νοικοκυριών (περίπου € 13 δισεκ.) δεν έχουν ακόμη επιστρέψει στις εγχώριες τράπεζες (πέραν ενός μικρού ποσού της τάξης των € 15 δισεκ.). Επί πλέον, ο μεγάλος όγκος των μη εξυπηρετούμενων δανείων (περίπου € 70 δισεκ. επί συνόλου € 210 δισεκ.) δεν αφήνει περιθώρια επαναδανεισμού τους σε άλλες χρήσεις.

 

  Ένας άλλος παράγοντας που επηρεάζει δυσμενώς τις προοπτικές μιας ταχείας και σε βάθος δημοσιονομικής, και γενικότερα οικονομικής, εξυγίανσης είναι η έλλειψη επαρκούς προόδου στον τομέα της ιδιωτικοποίησης των κινητών και ακίνητων περιουσιακών στοιχείων του Δημοσίου. Τα αποτελέσματα είναι αποκαρδιωτικά, εφόσον ούτε το ένα τρίτον των ετήσια τιθέμενων στόχων δεν επιτυγχάνονται. Το γεγονός αυτό δεν επιτρέπει τη δημιουργία υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων, που θα διευκολύνουν την αποκλιμάκωση του δημόσιου χρέους ή τη μείωση της υπέρμετρης φορολογικής επιβάρυνσης του πληθυσμού ή την ανακούφιση των ευπαθών ομάδων.

 

  Σημαντική υστέρηση εμφανίζει επίσης και το πρόγραμμα των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων για τον εκσυγχρονισμό του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα. Προβλήματα όπως η απελευθέρωση των αγορών προϊόντος και εργασίας, η ποιοτική και τεχνολογική αναβάθμιση του φοροεισπρακτικού μηχανισμού για την περιστολή της φοροδιαφυγής, ο περιορισμός της γραφειοκρατίας και της διαφθοράς, η βελτίωση του θεσμικού πλαισίου λειτουργίας του κράτους, η άρση των αντικινήτρων για τη δημιουργία αναπτυξιακού επιχειρηματικού περιβάλλοντος, η εξυγίανση του κοινωνικοασφαλιστικού συστήματος, η ταχύτερη απονομή της δικαιοσύνης και η αναβάθμιση του εκπαιδευτικού συστήματος δεν έχουν ακόμη αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά.

 

  Σε γενικές γραμμές, η πορεία εξόδου της χώρας από την κρίση, μετρούμενη σε όρους απόκλισης από το επιθυμητό, δεν είναι ικανοποιητική. Μετρούμενη όμως σε όρους απόκλισης από το σημείο εμφάνισης της κρίσης (αρχές του 2010) είναι αρκετά καλή, δεδομένων των πολιτικών-συνδικαλιστικών αντιπαραθέσεων και των έντονων κοινωνικών αντιδράσεων στα μέτρα λιτότητας. Οι αντιδράσεις αυτές είναι δικαιολογημένες, λόγω της ανισοδιανομής των οικονομικών βαρών της κρίσης σε βάρος του φτωχότερου 70% του πληθυσμού, ενώ η κατανομή των ωφελειών από την υπερκατανάλωση της περιόδου 1980-2010 ευνόησε το πλουσιότερο 30%.

 

  Ανεξάρτητα πάντως από τις συνέπειες της διαχρονικής ανισοκατανομής ωφελειών και κόστους, η γενική εικόνα που εκπέμπει η χώρα προς το εξωτερικό είναι θετική, βοηθούσης και της πρόβλεψης ότι ο ρυθμός ανάπτυξης της χώρας θα είναι χαμηλός μεν, αλλά θετικός, για το 2014 και υψηλότερος τα επόμενα έτη. Επίσης, η εμπιστοσύνη των ξένων επενδυτών αρχίζει να αποκαθίσταται, μετά την επιτυχή έξοδο της Ελλάδας στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές και την επίτευξη του πρωτογενούς πλεονάσματος.

 

  Αυτά ως προς τις βραχυ-μεσοπρόθεσμες προοπτικές της χώρας. Οι μεσο-μακροπρόθεσμες όμως προοπτικές δεν είναι ευνοϊκές (η σκοτεινή πλευρά της σελήνης). Υπάρχουν δύο σοβαρά προβλήματα, το δημόσιο χρέος και η ανεργία, τα οποία από τη φύση τους μπορούν να επιλυθούν μόνο σε μεγάλο βάθος χρόνου: από 15-30 χρόνια, ανάλογα με τις κρατούσες πολιτικές και κοινωνικο-οικονομικές συνθήκες. Ο χρόνος αποπληρωμής του μεγαλύτερου μέρους του χρέους μας προς την τρόικα (το 80% των € 321 δισεκ.) έχει ήδη επιμηκυνθεί στα 30 χρόνια και οδεύει προς τα πενήντα χρόνια, η δε βιώσιμη πτώση της ανεργίας από το σημερινό 27% στο ιδεατό 6% προϋποθέτει ικανοποιητικούς ρυθμούς ανάπτυξης επί σειρά ετών (ίσως και δεκαετιών). Οι υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης προϋποθέτουν με τη σειρά τους αθρόα εισαγωγή κεφαλαίων και τεχνογνωσίας, οι δε επενδυτές ζητούν ευέλικτες αγορές εργασίας και απελευθερωμένες αγορές προϊόντων, σταθερό φορολογικό καθεστώς, ελέχιστη γραφειοκρατία, μηδενική διαφθορά, φιλικό επιχειρηματικό περιβάλλον, σύγχρονο θεσμικό πλαίσιο, ταχεία απονομή δικαιοσύνης και, κυρίως, πολιτική σταθερότητα.

 

  Από τα παραπάνω, αναδεικνύεται με σαφήνεια η αλληλεξάρτηση μεταξύ της μακροπρόθεσμης (ανάπτυξη, απασχόληση) και της βραχυπρόθεσμης, διατηρήσιμης (δημοσιονομική πειθαρχία, μεταρρυθμίσεις) πτυχής της οικονομικής πολιτικής. Η έμφαση που δίνεται μόνο στη μία ή μόνο στην άλλη πτυχή, ανάλογα με την πολιτική τοποθέτηση του καθενός, αποτελεί σοβαρό αναλυτικό σφάλμα θεώρησης μιας αδήριτης οικονομικής πραγματικότητας, το οποίο επηρεάζει δυσμενώς τις προοπτικές της χώρας. Οι δύο ως άνω πτυχές αποτελούν τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος ή τις δύο πλευρές της σελήνης. Κάθε προσπάθεια διάσπασης ή μονομερούς θεώρησης του οικονομικού γίγνεσθαι οδηγεί σε λανθασμένα έως επικίνδυνα συμπεράσματα.

 

Βασίλειος Δαλαμάγκας
Ομότιμος Καθηγητής Οικονομικών Πανεπιστημίου Αθηνών

Τελευταία τροποποίηση στις 00:20 - 12 Σεπ 2014
Copyright © 1999-2024 Premium S.A. All rights reserved.