ΕΚΤΥΠΩΣΗ
Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Το μέτρο της ματαιότητας

01:01 - 29 Οκτ 2013
Είναι αστείο ότι σε καμμία άλλη γλώσσα (απ’ λίγες που, τουλάχιστον, γνωρίζω) η λέξη «τρώω» δεν ταυτίζεται με το χρήμα. Φανταστείτε έναν Άγγλο να λέει: «I eat», έναν Γάλλο «Je mange» ή έναν Ισπανό «Yo como» και να μην αναφέρεται παρά σε κάποιο ροσμπίφ, ένα περιποιημένο σατωμπριάν, ή μία παέλια.

Σε καμμία περίπτωση δεν φαντάζομαι ότι θα περνούσε από το μυαλό οποιουδήποτε από τους πιο πάνω κυρίους η ιδέα ότι αναφερόμαστε στην πραγματικότητα σε κάποιον υπάλληλο της πολεοδομίας, κάποιον εφοριακό, ού μην αλλά και σε κάποιον απλό υπάλληλο στο γκισέ μιας δημόσιας υπηρεσίας με την οποία προσπαθούμε να έρθουμε σε συνεννόηση προκειμένου να διεκπεραιώσουμε μια προσωπική μας υπόθεση.

 

«Φαϊ», «τροφή», η πεμπτουσία και ο sine qua non όρος της ύπαρξης κάθε εμβίου όντος, στην πατρίδα μου έχει ταυτισθεί με το χρήμα, με τον άκρατο και παράνομο πλουτισμό, με την «μάσα», σαν αυτόν τον σύγχρονο Γαργαντούα που «τρώει με δυο μασέλες», και που, από όρος που εκφράζει την φυσική, νομοτελειακή ανάγκη για την επιβίωσή μας, «θεσμοθετήθηκε» εν τοις πράγμασι σαν συνώνυμο της απληστίας και της κλεψιάς και που το αποδεχτήκαμε κι’ έγινε κομμάτι της καθημερινότητάς μας κι’ απ’ το οποίο δεν φαίνεται να μπορούμε ν’ απεμπλακούμε.

Παρά τις όποιες, αγαθής προαίρεσης, εξαγγελίες για πολιτικές που θα οδηγήσουν στην ανάκαμψη δεν διαφαίνεται κανένας απολύτως συντονισμός και καμμία απολύτως ταύτιση πολιτικών θέσεων μεταξύ των λεγόμενων «κοινωνικών εταίρων» με αποτέλεσμα να αμφιταλαντευόμαστε καθημερινά μεταξύ Σκύλας και Χάρυβδης βυζαντινολογούντες και μάταια ελπίζοντες στον από μηχανής «καλό Θεό» να μας σώσει. Δεν φαίνεται να υπάρχει κανένα όραμα ούτε κάποιος οραματιστής ηγέτης να καθοδηγήσει αυτή την αμφιταλαντευόμενη κοινωνία μας ανάμεσα από τους σκοπέλους που καραδοκούν απειλητικά κοντά, οριοθετώντας και εφαρμόζοντας ένα ρεαλιστικό πρόγραμμα «ολικής (κυριολεκτικά) επαναφοράς» σε κάποιο μονοπάτι που θα μπορούσε, ίσως, να μας οδηγήσει σε κάτι θετικό, κάτι σαν ένα αμυδρό φως σ’ αυτό που οι δημοσιογράφοι αρέσκονται να αποκαλούν την «άκρη του τούνελ». Μ’ αυτά τα δεδομένα τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε μοιραία θα μεγαλώνουν και θα εξελίσσονται όλο και πιο πολύπλοκα και δυσκολότερα διαχειρίσημα.

 

Γινόμαστε καθημερινά μάρτυρες προσωπικών φιλοδοξιών μιας κάστας ανθρώπων που σε άλλες κοινωνίες θα είχαν ομόφωνα εξοστρακιστεί ενώ στην δική μας, αντίθετα, συμβαίνει να εκλέγονται πανηγυρικά την μια φορά μετά την άλλη περνώντας εικονικά «δαχτυλίδια» στους κατιόντες διαδόχους τους που «δικαιωματικά», ως μη όφειλαν, προαλείφονται από την παιδική τους ηλικία να αναλάβουν την εξουσία διαδεχόμενοι με πλήρη Νεποτική τάξη τον πρόγονό τους, με τρόπο που ούτε πρωτόγονες φυλές της Αφρικανικής ζούγκλας, είμαι σίγουρος οτι, δεν θα είχαν καν διανοηθεί να εφαρμόσουν, εξασφαλίζοντας την διαιώνιση της φαυλοκρατίας και της κακοδιαχείρισης και, φυσικά, τα προσωπικά συμφέροντα των ιδίων και των κολάκων που τους περιτριγυρίζουν. Το αναίσχυντο φρενάρισμα κάθε δραστηριότητας που η κατάσταση αυτή δημιουργεί δεν είναι μόνον επιβραδυντικό κάθε θετικής πρωτοβουλίας που προσπαθούμε σαν χώρα αλλά και σαν κοινωνία να πάρουμε αλλά, σαφέστατα, αποτελεί τον απόλυτο ξεπεσμό κάθε δημοκρατικής ηθικής, κι αυτής ακόμα της προφανούς αρχής της ισότητας. Που μας οδηγεί στο

αναγκαίο συμπέρασμα: Η ανισότητα δεν μπορεί παρά να μας πάει όλο και πιο πίσω, στην κατάλυση κάθε μορφής αποτελεσματικότητας σε οποιοδήποτε επίπεδο. Η δημιουργική καταστροφή μιας χώρας στον πιο απόλυτο βαθμό της.

 

Οι χαμένοι είμαστε όλοι εμείς, οι αυτόχθονες «ιθαγενείς», που δεν φαίνεται να μας πρέπει τίποτα καλύτερο από το να υποστούμε τις συνέπειες των δικών μας, είναι αλήθεια, επιλογών και προσωπικών μικροτήτων στον μικρόκοσμο που, κατ’ ανάγκην, φυτοζωεί ο καθένας μας, αφού για κάποιον λόγο επιλέξαμε να μας καθοδηγήσουν όλοι αυτοί οι άνθρωποι που, είτε τους εκλέξαμε είτε όχι, τους ορίσαμε, πάντως, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, να μας διοικήσουν και που, είτε από απλή άγνοια της αμείλικτης πραγματικότητας είτε για την εξυπηρέτηση προσωπικών μικροσυμφερόντων μας, τους έχουμε υπομείνει και εξακολουθούμε να τους ανεχόμαστε παρά την προφανή ακαταλληλότητά τους σαν πρόσωπα αλλά και σαν συνολικό σύστημα που τα πρόσωπα αυτά υπηρετούν.

‘Εχουμε καταφέρει με τρόπο μοναδικό, σαν κοινωνικό σύνολο, να δώσουμε πρόσφορο έδαφος σε κάθε εγχώριο ή ξένο τσαρλατάνο να μας κηδεμονεύει υποστηρίζοντας ταυτόχρονα ότι μας προστατεύει από τον ίδιο μας τον εαυτό, σαν τα παλιά προτεκτοράτα της εποχής της αποικιοκρατίας, «παγκοσμιοποιώντας» το κέρδος που μπορούμε σαν χώρα να δημιουργήσουμε και να παράξουμε, αποδίδοντάς το στους ξένους, παρακρατώντας πάντα για μας, απλά, την ιδιοποίηση της ζημίας.

Τοιούτοι έπρεπον ημών αρχιερείς.

 

Ο Κ. Γιώργος Ανδρουτσόπουλος είναι δικηγόρος

Copyright © 1999-2024 Premium S.A. All rights reserved.