ΕΚΤΥΠΩΣΗ
Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Η αξία της συμφωνίας για το χρέος και τις μεταρρυθμίσεις

11:19 - 26 Ιουν 2018
Γρηγόρης Νικολόπουλος

Γράφει ο Γρηγόρης Νικολόπουλος

Η συμφωνία της κυβέρνησης με το Eurogroupγια το χρέος είναι ασφαλώς μια θετική εξέλιξη. Δεν είναι φυσικά θρίαμβος όπως θέλει να την παρουσιάσει η κυβέρνηση, δεν είναι καν επιτυχία αν σκεφτεί κανείς οτι ο Αλέξης Τσίπρας και οι συν αυτώ θεωρούσνα την επιμήκυνση της διάρκειας αποπληρωμής του χρέους ώς απαράδεκτο συμβιβασμό και έλεγαν οτι θα πετύχουν μεγάλο κούρεμα του χρέους ή και ολική διαγραφή του. Αυτά βέβαια αποτελούν παρελθόν και η κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑ ΑΝΕΛ θριαμβολογεί διότι πέτυχε μια ρύθμιση του χρέους πολύ χειρότερη από αυτή που κάποτε είχαμε σζχεδόν ώς δεδομένη. Η ευθύνη για αυτή την πολύ χειρότερη συμφωνία βαραίνει εξ ολοκλήρου την κυβέρνηση η οποία αφού τα έχασε όλα «διαπραγματευόμενη» στην αρχή, τώρα πήρε κάτι πίσω και το γιορτάζει.

 

Για να γίνει κατανοητή αυτή η συμφωνία,πρέπει να εξηγηθούν ορισμένα πράγματα: Πρώτον η συμφωνία αφορά μόνο τα δάνεια του  ΕFSFύψους 130 δις Ευρώ και όχι το σύνολο του ελληνικού χρέους των 400 περίπου δις Ευρώ. Για αυτά τα 130 δις λοιπόν πετύχαμε μια δεκαετή περίοδο χάρητος και επιμήκυνση κατά 10 χρόνια. Αυτό είναι μια θετική εξέλιξη διότι διευκολύνει σημαντικά την ταμειακή μας ρευστότητα, δηλαδή το πόσα χρήματα από τον προυπολογισμό θα πρέπει να πληρώνουμε κάθε χρόνο για την εξυπηρέτηση του χρέους μας. Την επιτυχία αυτή τη χρωστάμε στους Γάλλους που «έβαλαν πλάτη» κόντρα στις Γερμανικές προτάσεις για επιμήκυνση μόνο 3 ετών που θα ήταν αν γινόταν δεκτές ξεδιάντροπη κοροιδία.

 

Το δεύτερο ευχάριστο είναι οτι οι κεντρικές τράπεζες που απεκόμισαν κέρδη από τις εκδόσεις ελληνικών ομολόγων θα μας τα επιστρέψουν. Αυτό είναι ηθικά σωστό (διότι δεν είναι κερδοσκοπικά ιδρύματα που λειτουργούν εις βάρος μιας υπερχρεωμένης χώρας μέλους) αλλά από την άλλη δεν μπορεί να θεωρηθεί ώς κυβερνητική επιτυχία. Και αυτό διότι η κερδοσκοπία των κεντρικών τραπεζών είχε αρχίσει ώς «αντίποινο» για την απαράδεκτη διαπραγμάτευση του ανεκδιήγητου Βαρουφάκη. Συνεπώς ήρθη μια «ποινή» την οποία αυτή η κυβέρνηση είχε προκαλέσει. 

 

Κατά τα άλλα, η συμφωνία μπορεί να θεωρηθεί ώς θετική για την Ελλάδα για ένα και μόνο λόγο:

 

Διότι περιορίζει ασφυκτικά σχεδόν τις δυνατότητες των ελληνικών κυβερνήσεων να ξεκινήσουν τις σπατάλες των χρημάτων του προυπολογισμού. Μπορεί λοιπόν να μην υπογράφουμε ένα νέο μνημόνιο, αλλά στην πραγματικότητα είμαστε σε διαρκή εποπτεία ώς «επικίνδυνοι» ώς «επιρρεπείς στις σπατάλες» ή ακόμη και ώς «ανίκανοι να διαχειριστούμε την οικονομία μας». Και όταν λέω είμαστε, εννοώ τους πολιτικούς μας. Αυτή την κυβέρνηση και τις επόμενες που θα ακολουθήσουν αργά ή γρήγορα. Η συμφωνία αυτής της εποπτείας είναι προσβλητική για τη χώρα, αφού δεν έχει εφαρμοστεί σε άλλες χώρες – να και κάτι στο οποίο είμαστε πρωτοπόροι – αλλά από την άλλη διασφαλίζει κάτι που το Σύνταγμα δεν είχε διασφαλίσει δηλαδή περιορίζει την ασυδοσία των κυβερνήσεων μέσω του περιορισμού των δανειακών αναγκών στο 15% του ΑΕΠ αρχικά και στο 20% μελλοντικά. Αυτό είναι αναγκαίο για τη χώρα και η απόδειξη αυτού είναι οτι οι κυβερνήσεις μας φρόντισαν λόγω του λαικισμού, της μικροπολιτικής, της διαφθοράς της δημόσιας διοίκησης και των πολιτικών και της ανικανότητας τους, να φτάσουν το χρέος εκεί που το έφτασαν και να μας βυθίσουν σε ύφεση και ντροπή επί δεκαετίες.

 

Ο περιορισμός της κυβερνητικής ασυδοσίας επιτυγχάνεται μέσω της συμφωνίας και από άλλα υποχρεωτικά μέτρα όπως είναι η δημιουργία ανεξάρτητης από τα κόμματα Δημόσιας Διοίκησης με την τοποθέτηση μόνιμων Διευθυντών στο δημόσιο, αλλά και από τις αποκρατικοποιήσεις. 

 

Μέριμνα υπάρχει ώστε να δημιουργηθούν και προοπτικές ανάπτυξης αλλά και βελτίωση υποδομών, μέσω άλλων μέτρων που αφορούν τον τομέα της Υγείας, της Κοινωνικής πρόνοιας, της φορολογίας ακινήτων κλπ.

Όμως σε κάθε περίπτωση το πώς θα επιτευχθεί η ανάπτυξη επαφίεται στις ελληνικές κυβερνήσεις. Δίδεται όμως εμμέσως πλην σαφώς η κατεύθυνση για το πώς θα γίνει αυτό και ο τρόπος είναι μέσω των μεταρρυθμίσεων τις οποίες πιέζουν οι Ευρωπαίοι να εφαρμόσουμε θέλουμε δε θέλουμε. Και τις οποίες φυσικά δεν έχουμε εφαρμόσει όλα αυτά τα χρόνια διότι οι πολιτικοί μας έδωσαν μια τεράστια μάχη και πολύ σκληρές διαπραγματεύσεις μέχρι σήμερα για να πετύχουν ένα και μόνο πράγμα: Για να διατηρήσουν τον ασφυκτικό έλεγχο της οικονομίας και της κοινωνίας από τα κόμματα τους και τους κομματικούς στρατούς.

 

Την πολιτική αξιολόγηση αυτής της συμφωνίας θα την αναλύσουν άλλοι αρθρογράφοι σε άλλες σελίδες.

 

Αυτό που μπορούμε να πούμε τώρα είναι οτι προκύπτει ξεκάθαρα ότι οι ξένοι αντελήφθησαν πως αν μας αφήσουν μόνους μας θα καταστρέψουμε ξανά την οικονομία και για αυτό φροντίζουν να μας επιβάλουν όλα όσα έπρεπε από δεκαετίες να έχουμε σταδιακά εφαρμόσει και όσα δεν εφήρμοσαν οι κυβερνήσεις της μνημονιακής εποχής. 

 

Αποκαλύπτεται επίσης ότι αν η κυβέρνηση δεν είχε κάνει την αρχική αδιανόητη και παράλογη «τσαμπουκαλίδικη» διαπραγμάτευση της πρώτης περιόδου της, θα μπορούσαμε να έχουμε πετύχει πολύ καλύτερες συμφωνίες. Αν ο ΣΥΡΙΖΑ της πρώτης περιόδου ήταν ίδιος με τον σημερινό μπορεί να βρισκόμαστε σήμερα σε πολύ καλύτερη μοίρα. Υπο άλλες συνθήκες και με άλλη κυβέρνηση – αλλά και άλλη νοοτροπία – θα είχαμε πετύχει ίσως καλύτερη συμφωνία. Δυστυχώς όμως με τα αν και τα ίσως δεν γίνεται δουλειά, όμως αυτή είναι η ελληνική πραγματικότητα και το οτι πετύχαμε αυτή τη συμφωνία είναι θετικό υπό τις συνθήκες. Υπο άλλες συνθήκες και με άλλη κυβέρνηση – αλλά και άλλη νοοτροπία – θα είχαμε πετύχει ίσως καλύτερη συμφωνία.

Το αν δώσαμε πάρα πολλά (συμπεριλαμβανομένου του Μακεδονικού) για να πετύχουμε πολύ λίγα, ίσως είναι σωστό, αλλά επαναλαμβάνω, αυτά μπόρεσε να διαπραγματευτεί η κυβέρνηση, αυτά πέτυχε. Για τη χώρα είναι θετική εξέλιξη, θα μπορούσε να είναι καλύτερη, αλλά εν πάση περιπτώσει με αυτή τη συμφωνία κλείνει ένας κύκλος μνημονίων και ανοίγει ένας άλλος, αυτός της αυστηρής επιτήρησης. 

 

Εφόσον διαλέξαμε να βγούμε στις αγορές και να πορευτούμε μόνοι μας, θα κρινόμαστε από τις αγορές και αυτό σημαίνει οτι αν δεν εφαρμόζουμε τις μεταρρυθμίσεις, ή αν αρχίσουμε ξανά τις σπατάλες, οι αγορές δεν θα μας δανείζουν και θα παρακαλάμε πάλι τους Ευρωπάιους να μας δανείσουν – και θα το κάνουν αν εφαρμόσουμε τις μεταρρυθμίσεις.

Η χώρα θα μπορέσει ξανά να σταθεί στα πόδια της και να επανακτήσει την αξιοπρέπεια της μόνο αν ο πολιτικός κόσμος εγκαταλείψει τον λαικισμό, καταπολεμήσει τη διαφθορά και τη διαπλοκή και διοικήσει τη χώρα με στόχο το εθνικό και όχι το κομματικό συμφέρον. Όσο δεν το κάνει, θα μας διοικούν οι δανειστές.

Copyright © 1999-2024 Premium S.A. All rights reserved.