ΕΚΤΥΠΩΣΗ
Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Η Τουρκία μας προκαλεί και οικονομικό πρόβλημα

13:23 - 08 Σεπ 2020
Γρηγόρης Νικολόπουλος

Γράφει ο Γρηγόρης Νικολόπουλος

Η ένταση με την Τουρκία πέραν των κινδύνων που κρύβει σε γεωπολιτικό και εθνικό επίπεδο προκαλεί επιπλέον πίεση στην ελληνική οικονομία και ενδεχομένως οδηγεί σε ακόμη μεγαλύτερα προβλήματα μελλοντικά. Η Ελλάδα είχε αποφύγει τις εξοπλιστικές δαπάνες τα προηγούμενα χρόνια κατόπιν μάλιστα υποδείξεων από τους εταίρους μέσω των μνημονίων. Όμως η επιθετικότητα του Ερντογάν, οι πολεμικές ιαχές αρκετών Τούρκων πολιτικών, και η ένταση στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο που διαρκεί αυτή τη φορά περισσότερο από ότι συνήθως, αναγκάζουν την Ελλάδα να προχωρήσει σε νέα εξοπλιστικά προγράμματα τα οποία αν δεν υπήρχαν οι τωρινές εξελίξεις με την Τουρκία θα προσπαθούσε πάση θυσία να αποφύγει.

 

Η ανάγκη εξοπλισμών επιβάλλεται από την τουρκική συμπεριφορά η οποία αποδεικνύει ότι ποτέ δεν μπορείς να είσαι σίγουρος για την σταθερότητα των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Γίνεται δε ακόμη μεγαλύτερη όταν είναι πλέον σαφές ότι οι σύμμαχοι μας του ΝΑΤΟ και οι Ευρωπαίοι εταίροι δεν είναι ομόφωνα και πέραν κάθε προβληματισμού διατεθειμένοι να στέρξουν σε στρατιωτική βοήθεια. Η Τουρκία είναι μια μεγάλη χώρα με πολύ ισχυρούς δεσμούς με τη Γερμανία, υπολογίσιμη από τις ΗΠΑ και διαθέτει κομβικό ρόλο στην περιοχή μας. 

Υπό αυτές τις συνθήκες η μέγιστη ενδυνάμωση των ελληνικών στρατευμάτων είναι αναγκαία και αυτό σημαίνει ότι δεν μπορούμε να αποφύγουμε την κούρσα εξοπλισμών και να μείνουμε πίσω σε οπλικά συστήματα, άρα θα πρέπει πάντα να προβλέπουμε σημαντικά κονδύλια στον προϋπολογισμό μας για τους εξοπλισμούς.

Αν συνδυάσει κανείς τις ανάγκες για εξοπλιστικές δαπάνες με τις δαπάνες που προκαλεί ο κορονοϊός προκειμένου να στηριχτούν εισοδήματα, θέσεις εργασίας και επιχειρήσεις, αντιλαμβάνεται ότι φέτος και το 2021 οι δαπάνες του προυπολογισμού θα αρχίσουν να επιβαρύνονται με έκτακτα έξοδα και οι εξοπλιστικές δαπάνες θα συνεχίσουν να επιβαρύνουν την οικονομία για αρκετά χρόνια.

Το κακό είναι ότι μετά βίας οι κρατικές δαπάνες τα προηγούμενα χρόνια είχαν συγκρατηθεί σε ελέγξιμα επίπεδα και το ακόμη χειρότερο είναι ότι τα έσοδα από τους φόρους εξαντλούν επί μια δεκαετία τουλάχιστον όλους τους φορολογούμενους στην Ελλάδα, επαγγελματίες, μισθωτούς και επιχειρήσεις.

Η φοροδοτική ικανότητα των φορολογούμενων είναι πολύ περιορισμένη πλέον η δε κυβέρνηση έχει υποσχεθεί μείωση των φόρων και των ασφαλιστικών εισφορών. Όταν λοιπόν το ζητούμενο από όλους και μάλιστα το υπεσχημένο από την κυβέρνηση είναι η μείωση του μη μισθολογικού κόστους των επιχειρήσεων και η ελάφρυνση των φορολογικών βαρών για ιδιοκτήτες ακινήτων και εργαζόμενους, το ερώτημα που ευλόγως δημιουργείται είναι με ποιον τρόπο θα καλυφθούν όλα αυτά τα έξοδα τα οποία αναμφίβολα δημιουργούν έλλειμμα και κατά συνέπεια χρέος;

Πολλά από τα χρήματα που ξοδεύονται σήμερα για την στήριξη των επιχειρήσεων και των εργαζόμενων είναι επιδοτήσεις και όχι δανεικά, αλλά όχι όλα. Τα δανεικά θα αυξηθούν με ταχύ ρυθμό και παρόλο που σήμερα η Ευρώπη δεν σφίγγει τη θηλιά της δημοσιονομικής ισορροπίας, θα είναι αφελές να θεωρήσουμε ότι ποτέ δεν θα επαναφέρει την απαίτηση των “υγιών”  δημοσιονομικών.

Αργά ή γρήγορα, δηλαδή σε πέντε ή σε δυο χρόνια, θα επανέλθει το ζήτημα της δημοσιονομικής ισορροπίας και η Ευρώπη θα απαιτήσει ξανά συσταλτικές πολιτικές προκειμένου να περιοριστούν τα ελλείμματα και κυρίως τα χρέη. Πολλές χώρες της Ευρώπης θα βρεθούν τότε σε δύσκολη θέση και εμείς θα είμαστε ξανά μια από αυτές ιδιαίτερα όταν οι δικές μας δαπάνες, τα δικά μας ελλείμματα και τα δικά μας χρέη έχουν επιβαρρυνθεί και με μεγάλες εξοπλιστικές δαπάνες. 

Η κατάσταση δεν είναι αδιεξοδική υπό μια προϋπόθεση. Ότι αυτή η κυβέρνηση και οι επόμενες θα εγκαταλείψουν τη μαξιμαλιστική πλειοδοσία προς τους ψηφοφόρους και θα καταφέρουν να πετύχουν μια “παραγωγική επανάσταση” στο δημόσιο τομέα. Να καταφέρουν δηλαδή όλες οι προσλήψεις και όλοι οι μισθοί να πιάνουν τόπο, να μη ξοδεύεται το χρήμα χωρίς λόγο. Οι δαπάνες πιάνουν τόπο αφενός όταν αφορούν δημόσιες επενδύσεις και αφετέρου όταν η παραγωγικότητα του δημοσίου είναι υψηλή. Αν δηλαδή αποδίδουν οι δημόσιοι υπάλληλοι και παράγουν έργο για την οικονομία, αν οι προσλήψεις γίνονται σε θέσεις που υπάρχει ανάγκη και όχι στα τυφλά μόνο για να δημιουργηθούν νέες στρατιές κομματικών καρεκλοκένταυρων γραφειοκρατών, τότε οι δαπάνες του δημοσίου και οι φόροι που πληρώνουν οι φορολογούμενοι δεν πηγαίνουν χαμένοι.  Δυστυχώς αυτό δεν το έχουμε δει ποτέ στην Ελλάδα, το αντίθετο βλέπουμε διαρκώς, δηλαδή προσλήψεις χωρίς άλλο λόγο πέραν της προεκλογικής στρατηγικής των κομμάτων και των πολιτικών μας. Όσον αφορά στις δαπάνες για επενδύσεις, δυστυχώς, όπως όλοι γνωρίζουμε, η περικοπή του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων  είναι η πρώτη κίνηση που κάνουν όλες οι κυβερνήσεις όταν χρειαστεί να ελέγξουν τις δαπάνες του προυπολογισμού που ξεφεύγουν. Κόβουν τις δημόσιες επενδύσεις για να ξοδέψουν τα χρήματα προσλαμβάνοντας ψηφοφόρους. Αυτή είναι η ουσία του πελατειακού κράτους. 

Το κακό είναι ότι μια χώρα με τόσο μικρό πληθυσμό, με τόσο επιβαρυμένους φορολογικά πολίτες και επιχειρήσεις και με τόσο μεγάλες δαπάνες πολλές εκ των οποίων είναι αναγκαίες λόγω “γειτονιάς” - πρόσφυγες, λαθρομετανάστες, εχθρικοί γείτονες - δεν μπορεί παρά να δημιουργεί τελικά ελλείμματα και χρέη. Οι πολιτικοί - και όχι μόνο οι Έλληνες - ενθουσιάζονται με την αύξηση των δαπανών, μισούν τον περιορισμό τους και αυτό είναι λογικά εξηγήσιμο. Συνεπώς εδώ χρειάζεται μια άλλου τύπου παρέμβαση, ίσως μια συνταγματική παρέμβαση που θα ορίζει ποσοστά του ΑΕΠ για τις δαπάνες και κατά συνέπεια για τους φόρους ώστε να αναγκάζει όλες τις κυβερνήσεις μελλοντικά να αυτοπεριορίζονται. Μπορεί να ακούγεται ανέφικτο αυτό, αλλά με κάποιο τρόπο πρέπει να εξασφαλιστεί ότι μελλοντικά δεν θα χρειάζεται κάθε τόσο να εκχωρούμε την εθνική μας κυριαρχία στους δανειστές για να αντιμετωπίζουμε την υπερχέωση, όπως κάναμε τα τελευταία δέκα χρόνια.

Copyright © 1999-2024 Premium S.A. All rights reserved.