ΕΚΤΥΠΩΣΗ
Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Κόκκινα Δάνεια και εξωδικαστικός μηχανισμός ρύθμισης οφειλών

12:33 - 09 Οκτ 2017
Με τον όρο κόκκινα δάνεια ή μη εξυπηρετούμενα (Non performing Loans-NPLs) έχουμε συνηθίσει να εννοούμε τα δάνεια που δεν εξυπηρετούνται για ένα χρονικό διάστημα, συνήθως πέραν των 90 ημερών, οπότε θεωρείται ότι καθίσταται επισφαλής η είσπραξή τους.

Ωστόσο η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (Ε.Κ.Τ) τα ορίζει με ένα ευρύτερο ορισμό, ως μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα (ΜΕΑ) ή Non performing Exposures (NPE).

Μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα (ΜΕΑ)

Mε βάση λοιπόν τον ορισμό της Eυρωπαϊκής Tραπεζικής αρχής (EBA), τα κριτήρια για τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα (ΜΕΑ) είναι:

α) τα ουσιώδη χρηματοδοτικά ανοίγματα να μην εξυπηρετούνται για περισσότερο από 90 ημέρες

β) ο οφειλέτης να έχει αξιολογηθεί, με ποιοτικά κριτήρια, πως είναι απίθανο να αποπληρώσει τις υποχρεώσεις του στο ακέραιο, χωρίς ρευστοποίηση των εξασφαλίσεων, ανεξαρτήτως του ποσού που απομένει να πληρωθεί  ή του αριθμού  των ημερών καθυστέρησης.

Η διαφορά με τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια (NPLs) είναι ότι στα ΜΕΑ, περιλαμβάνονται και χορηγήσεις ρυθμισμένες, οι οποίες είναι αβέβαιης είσπραξης και οι οποίες χαρακτηρίζονται ως «μη εξυπηρετούμενες» παρόλο που είναι ενήμερες ή παρουσιάζουν καθυστέρηση μικρότερη των 90 ημερών. 

Στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδας

Σύμφωνα με την Επισκόπηση του Ελληνικού Χρηματοπιστωτικού Συστήματος που δημοσίευσε η Τράπεζα της Ελλάδας τον Ιούλιο 2017, το 52,3% των ΜΕΑ, που εμπίπτουν στην κατηγορία καθυστέρησης μεγαλύτερης των 90 ημερών (χωρίς να συμπεριλαμβάνονται οι καταγγελμένες απαιτήσεις) έχουν καθυστέρηση μεγαλύτερη των 720 ημερών. Το αντίστοιχο ποσοστό στο τέλος του 2015 ανερχόταν σε 28,7%.

Παρατηρείται δηλαδή μέσα σε μία διετία διπλασιασμός σχεδόν του ποσοστού των ΜΕΑ που έχουν καθυστέρηση άνω των 720 ημερών (δηλαδή 2 ετών).

Αυτό, μεταξύ άλλων, σημαίνει ότι κατά το ίδιο διάστημα, το ποσοστό των δανειοληπτών που σταμάτησαν εντελώς την εξυπηρέτηση των δανείων τους σχεδόν διπλασιάστηκε.

Η συμπεριφορά αυτή μπορεί να εξηγηθεί και από το γεγονός ότι οι επιχειρήσεις ανέμεναν την υλοποίηση των υποσχέσεων της πολιτείας για την θέσπιση ευνοϊκών ρυθμίσεων όσο αφορά τη ρύθμιση των κόκκινων δανείων. Και ναι μεν θεσπίσθηκε ο ν. 4307/2014 που προέβλεπε την ρύθμιση των οφειλών των μικρών επιχειρήσεων, πλην όμως δεν χρησιμοποιήθηκε, όπως αναμενόταν, από τις επιχειρήσεις, οι οποίες δεν αναγνώρισαν στις διατάξεις του νόμου αυτού εκείνα τα χαρακτηριστικά που θα τους οδηγούσαν στην επίλυση των προβλημάτων τους, όπως ”κούρεμα” της οφειλής (κάτι που ωστόσο, όπως αποδείχθηκε, οι τράπεζες δεν ήσαν διατεθειμένες να δεχθούν) και ρύθμιση του υπολοίπου ποσού σε περισσότερες δόσεις, τις οποίες να είναι σε θέση εξυπηρετήσουν. Με λίγα λόγια να γίνει το χρέος τους βιώσιμο.

Έτσι τα δάνεια προς τις επιχειρήσεις ανήλθαν στο τέλος του 2016 σε 144,5 δισεκ. ευρώ και αποτελούν το 60,8% της συνολικής χρηματοδότησης των ελληνικών εμπορικών τραπεζών.

Τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα στην κατηγορία των μεγάλων και μικρομεσαίων επιχειρήσεων ανέρχονται σε 40,1% και στην κατηγορία των πολύ μικρών επιχειρήσεων σε ποσοστό 68,3%.

Ειδικότερα το ανά κλάδο ποσοστό των μη εξυπηρετουμένων ανοιγμάτων ανέρχεται σε: στον κλάδο του εμπορίου 59,7%, στην εστίαση 79,9%, στις αγροτικές δραστηριότητες 58,7%, στις τηλεπικοινωνίες, πληροφορική και ενημέρωση 68%, στη μεταποίηση 47% και στις κατασκευές 54,8%.

Ως προς τις εξασφαλίσεις δε, αξίζει να σημειωθεί ότι η αξία των εξασφαλίσεων σε σχέση με την αξία των ΜΕΑ ανέρχεται στο 49,5%. Αυτό σημαίνει ότι μόνο το μισό της αξίας των ΜΕΑ θα εισπραχθεί σε περίπτωση ρευστοποίησης των εξασφαλίσεων, οι οποίες σε ποσοστό 87% του συνόλου των εξασφαλίσεων των μη εξυπηρετούμενων δανείων αφορά ακίνητα.

Τι πρακτική αξία όμως έχουν τα όλα τα παραπάνω στοιχεία;

Νέο σύστημα ρύθμισης οφειλών- Εξωδικαστικός Μηχανισμός

Ίσως για πρώτη φορά στα οκτώ χρόνια διάρκειας της οικονομικής κρίσης που πλήττει τη χώρας μας, διαφαίνεται η ύπαρξη της αναγκαίας ωριμότητας από όλους τους εμπλεκόμενους, Πολιτεία, τράπεζες, δημόσιο, πιστωτές και οφειλέτες να κάνουν το επόμενο βήμα για την ανάκαμψη του χρηματοπιστωτικού συστήματος, την διάσωση των βιώσιμων επιχειρήσεων πριν να είναι πολύ αργά, την διατήρηση θέσεων εργασίας και την βελτίωση του οικονομικού κλίματος.

Οι πρόσφατες διατάξεις για τον εξωδικαστικό μηχανισμό ρύθμισης οφειλών, (Ν. 4469/2017) μπορεί να μην είναι οι καλύτερες που θα επιθυμούσε κανείς, θεωρώντας τες από την δική του οπτική γωνία, αποτελούν ωστόσο ένα σημαντικό βήμα προς την παραπάνω κατεύθυνση και, εν όψει της χρονικής πίεσης που δέχονται οι Ελληνικές τράπεζες να εξυγιάνουν τα χαρτοφυλάκιά τους, ίσως να είναι και μοναδικές, στο βαθμό που διαφοροποιούνται ποιοτικά από τις μέχρι σήμερα αντίστοιχες προσπάθειες για τους εξής λόγους:

  • αντιμετωπίζονται τα  χρέη της επιχείρησης συνολικά
  • στη διαδικασία συμμετέχει το Δημόσιο και οι φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης
  • υπάρχει διαφάνεια για όλο τα εμπλεκόμενα μέρη, τα οποία έχουν ταυτόχρονα την ίδια πληροφόρηση, η δε τοποθέτηση κάθε πιστωτή στην προτεινόμενη από τον οφειλέτη ρύθμιση γίνεται άμεσα γνωστή στους υπόλοιπους.
  • προβλέπεται συγκεκριμένο σύντομο χρονοδιάγραμμα
  • η διαδικασία είναι δομημένη και γίνεται συγκροτημένα με κανόνες
  • η διαδικασία συντονίζεται εποπτεύεται από Συντονιστή

Τα παραπάνω στοιχεία, εφόσον αξιοποιηθούν σωστά, μπορεί να αποτελέσουν εχέγγυα επιτυχίας του μηχανισμού ρύθμισης οφειλών.

Εξωδικαστικός Μηχανισμός-Τι μπορούμε να αναμένουμε

Επί της ουσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις του οικείου νόμου 4469/2017 η επιχείρηση και οι πιστωτές της μπορούν να συμφωνήσουν :

1. Τη μεταβολή του χρόνου εκπλήρωσης των απαιτήσεων και την εξόφλησή τους σε περισσότερες δόσεις

2.  Τη μείωση του επιτοκίου

3. Την εξάρτηση καταβολής τόκων από το ύψος των κερδών της επιχείρησης

4. Την κεφαλαιοποίηση των απαιτήσεων με έκδοση μετοχών ή εταιρικών μεριδίων,

5.  Την απονομή περιόδου χάριτος στον οφειλέτη

6. Την εκποίηση επί μέρους περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη σε πιστωτή ή τρίτο πρόσωπο.

7. Τη διαγραφή μέρους των απαιτήσεων των πιστωτών.[1]

Η συμφωνία πρέπει να σέβεται την αρχή της μη χειροτέρευσης της θέσης των πιστωτών, σύμφωνα με την οποία, οι ρυθμίσεις της σύμβασης εξωδικαστικής αναδιάρθρωσης οφειλών δεν επιτρέπεται να φέρουν οποιονδήποτε πιστωτή σε δυσμενέστερη οικονομική θέση από αυτήν στην οποία θα βρισκόταν σε περίπτωση ρευστοποίησης των περιουσιακών στοιχείων της επιχείρησης και των συνοφειλετών μετά από διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης, με βάση την ισχύουσα σήμερα διάταξη του άρθρου 977 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.[2]

Από την άλλη, η παραπάνω αρχή, δίνει, κατά την άποψή μας και το στίγμα της συμπεριφοράς των πιστωτών (ιδίως των τραπεζών που συνήθως είναι δικαιούχοι εμπράγματων εξασφαλίσεων) στην διαδικασία, οι οποίοι θα έχουν ως κριτήριο για την κατάρτιση της συμφωνίας το ποσό που θα ελάμβαναν σε περίπτωση ρευστοποίησης, ιδίως εφόσον οι εξασφαλίσεις, όπως παραπάνω αναφέραμε, υπολείπονται της αξίας των μη εξυπηρετουμένων ανοιγμάτων κατά 50% περίπου.

Η βιώσιμη επιχείρηση που θα ρυθμίσει τα χρέη της με την ανωτέρω διαδικασία, θεωρείται ότι θα κρίνεται επιλέξιμη για τη χορήγηση νέας χρηματοδότησης.

Ασφαλώς, μέχρι σήμερα, οι πρώτες αιτήσεις ένταξης στον εξωδικαστικό μηχανισμό ρύθμισης οφειλών δεν βρίσκονται σε τέτοιο στάδιο της διαδικασίας, ώστε να έχουμε πληροφόρηση σχετική με την στάση των πιστωτών και ιδίως των τραπεζών, έναντι των υποβαλλομένων από τις επιχειρήσεις προτάσεων. 

Ο ίδιες οι τράπεζες, για την επίτευξη των επιχειρησιακών τους στόχων προσβλέπουν επίσης στην μεταβίβαση μη εξυπηρετουμένων δανείων σε εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων του ν. 4354/2015, από τις οποίες βεβαίως δεν έχει εκφρασθεί ιδιαίτερο ενδιαφέρον μέχρι σήμερα. 

Δεν μπορούμε ωστόσο παρά να ελπίζουμε ότι ο νέος θεσμός της εξωδικαστικής ρύθμισης των οφειλών μέσω του μηχανισμού, παρά τα τρωτά του ή τις όποιες αδυναμίες του, σε συνδυασμό με την αναμόρφωση του νομοθετικού πλαισίου σχετικά με την αφερεγγυότητα (βλ. Τροποποίηση του Πτωχευτικού Κώδικα με τον ν. 4446/2016) θα αποτελέσουν χρήσιμα και αποτελεσματικά εργαλεία για την σύγχρονη επιχείρηση, προκειμένου να βγει από τα αδιέξοδα στα οποία έχει περιέλθει.

 

 

[1] Ειδικά, ως προς το τελευταίο, η Τράπεζα της Ελλάδας στην ίδια ανωτέρω έκθεσή της θεωρεί ότι η διευθέτηση της φορολογικής μεταχείρισης των διαγραφών και η νομική προστασία των στελεχών που χειρίζονται τις αναδιαρθρώσεις δανείων, θα συμβάλει προς αυτήν την κατεύθυνση.

[2] Δηλαδή αποτίμηση της εμπορικής αξίας του περιουσιακού στοιχείου-ρευστοποίηση μέσω αναγκαστικού πλειστηριασμού – αφαίρεση από το πλειστηρίασμα των εξόδων της αναγκαστικής εκποίησης

 

 

*Η Ιωάννα Δ. Καραχάλιου είναι δικηγόρος, διαπιστευμένη διαμεσολαβήτρια Συντονίστρια ν. 4469/2017 και μέλος της Δικηγορικής ομάδας ΣΥΜΠΡΑΞΗ: 

[email protected] www.sympraxi-law.gr, τηλ. 210 300 5119. Λ. Κηφισίας 140, 11525 Αθήνα, Λ. Αλεξάνδρας 142, 11471 Αθήνα

Τελευταία τροποποίηση στις 12:43 - 09 Οκτ 2017
Copyright © 1999-2024 Premium S.A. All rights reserved.