ΕΚΤΥΠΩΣΗ
Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Tο "Μπανανιστάν-Μπαταξιστάν", η Ελλάδα και το χρέος

08:45 - 19 Φεβ 2015 | ck
  Για να αντιληφθούμε την συνολική εικόνα του ελληνικού εθνικού χρέους, ας σκεφτούμε μία άλλη -φανταστική- χώρα, που δεν είναι η Ελλάδα, αλλά την χαρακτηρίζουν όλα τα πραγματικά στοιχεία της Ελλάδας, όσον αφορά το εθνικό της χρέος: το ένδοξο "Μπανανιστάν-Μπαταξιστάν", το οποίο, παρά την ονομασία του, δεν έχει χρεοκοπήσει και δεν προτίθεται να χρεοκοπήσει.

 Πρόκειται για μία χώρα με ΑΕΠ και πληθυσμό που είναι ακριβώς ίδια με εκείνα της Ελλάδας. Έχει δανεισθεί από την διεθνή αγορά και εξυπηρετεί κανονικά το δημόσιο χρέος της με ένα μέσο επιτόκιο 4,5 %, ένα επιτόκιο δηλαδή με το οποίο δανειζόταν και η Ελλάδα σε εποχές σταθερότητας, αλλά και με το οποίο δανείζονται ακόμη και σήμερα οικονομίες με παρεμφερές επίπεδο ανάπτυξης.

Στην προκειμένη περίπτωση, το  "Μπανανιστάν-Μπαταξιστάν" καταβάλλει για τόκους το ποσό των 8 δισεκατομμυρίων ευρώ ετησίως, που αντιστοιχεί περίπου στο 15% των εισοδημάτων του από εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών - ακριβώς δηλαδή όπως και η Ελλάδα. Με μία απλή διαίρεση των τόκων με το επιτόκιο, διαπιστώνει κανείς ότι το εθνικό χρέος της "εξωτικής" αυτής χώρας ανέρχεται στα 178 δισεκατομμύρια. Αντιστοιχεί, δηλαδή, στο 100% του ΑΕΠ της για το 2014. Η χώρα όμως δεν εξυπηρετεί το χρέος της με νέο δανεισμό. Οι οικονομικοί και πολιτικοί ιθύνοντές της -έχοντας μελετήσει το έργο των οικονομολόγων του Harvard Carmen Reinhart και Kenneth Rogoff- έχουν πειστεί ότι το εθνικό χρέος δεν πρέπει σε καμμία περίπτωση να ξεπερνάει το 90%, ή έστω το 100% του ΑΕΠ και γι’ αυτό αποφάσισαν να δανείζονται μεν για να αναχρηματοδοτούν το χρέος τους στην λήξη του, αλλά να πληρώνουν τους τόκους διαθέτοντας ένα αντίστοιχο δημοσιονομικό πρωτογενές πλεόνασμα, το οποίο φροντίζουν να επιτυγχάνουν με την κατάλληλη πολιτική. Έτσι, το ονομαστικό μεν χρέος τους δεν πρόκειται να αυξηθεί άλλο, ενώ ως ποσοστό του ΑΕΠ θα αρχίσει να μειώνεται σταδιακά, όταν -και αν- υπάρξει ανάπτυξη.

 

H Ελλάδα, από την άλλη μεριά, πρέπει να καταβάλλει για τόκους -όχι για χρεολύσια- προς εξυπηρέτηση του χρέους του Δημοσίου, κατά το έτος 2015, ποσό περίπου 8 δισεκατομμυρίων ευρώ (σύμφωνα με το σχέδιο προϋπολογισμού του 2015). Tο ύψος του εν λόγω χρέους υπολογίζεται να βρεθεί το 2015 στο επίπεδο των 317 δισεκατομμυρίων (σύμφωνα με το σχέδιο προϋπολογισμού του 2015). Αυτό σημαίνει ότι το επιτόκιο με το οποίο εξυπηρετείται είναι περίπου 2,5%. Πρόκειται δηλαδή για ένα επιτόκιο εξαιρετικά χαμηλό, λαμβανομένης υπ’ όψιν της ανύπαρκτης αξιοπιστίας της χώρας. Σε κάθε περίπτωση πάντως, είναι πολύ χαμηλότερο από το επίπεδο του 10% (όπου κινούνται σήμερα τα λίγα ομόλογα του ελληνικού Δημοσίου που παραμένουν στην δευτερογενή αγορά και δεν τα έχουν αποσύρει στα θησαυροφυλάκιά τους οι δανειστές μας). Το χαμηλό επιτόκιο εξυπηρέτησης βεβαίως -από μόνο του- δεν αρκεί να τεκμηριώσει την άποψη ότι το χρέος είναι βιώσιμο. Αποτελεί όμως ένα στοιχείο για την αξιολόγηση των πραγματικών διαστάσεων του προβλήματος.

Όσο μεγάλο και να είναι το ονομαστικό μέγεθος ενός χρέους, εκείνο που έχει σημασία είναι η πραγματική επιβάρυνση που επιβάλλει σε μία εθνική οικονομία και το πως επιδρά στην φερεγγυότητά της - η οποία κρίνεται από το αν η καθαρή τρέχουσα αξία των μελλοντικών εισοδημάτων της που είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθούν στην εξυπηρέτηση και την αποπληρωμή του χρέους είναι ίση ή μεγαλύτερη από την καθαρή τρέχουσα αξία των πληρωμών που απαιτούνται για την εξυπηρέτηση και την εξόφλησή του.

Υπό το πρίσμα αυτό, το ονομαστικό ύψος του χρέους (317 δισεκατομμύρια ευρώ), ή το ποσοστό του ως προς το ΑΕΠ (κοντά στο 174%), είναι σχετικής αξίας μεγέθη και έχουν μικρότερη σημασία από το επιτόκιο εξυπηρέτησής του. Ένα χρέος που αντιστοιχεί π.χ. στο 300% του ΑΕΠ μίας χώρας είναι -θεωρητικά- εξαιρετικά υψηλό. Εάν όμως είναι απεριόριστης διάρκειας και έχει μηδενικό επιτόκιο, τότε στην πραγματικότητα δεν υφίσταται. 

 

Το ποσό των 8 δισεκατομμυρίων ευρώ που θα διατεθεί για τόκους το 2015 αντιστοιχεί σε λίγο περισσότερο από το 4% του προϋπολογιζόμενου ΑΕΠ. Ποσοστό όχι δραματικά μεγαλύτερο από το 3% που θα καταβάλει η Αγγλία για την εξυπηρέτηση του δικού της χρέους και ίσο με το ποσοστό που κατέβαλλε η χώρα αυτή (η Αγγλία) για τον ίδιο σκοπό στην δεκαετία του 1990. Γιατί λοιπόν μας φαίνεται τόσο οδυνηρό και επώδυνο σήμερα; Γιατί υπάρχει μία διαφορά: τόσο το 1990, όσο και το 2007, οι τόκοι πληρώνονταν με νέο δανεισμό, ενώ από τώρα και στο εξής θα πρέπει να πληρώνονται -κυρίως- εξ ιδίων, με μεταφορά εθνικού εισοδήματος στο εξωτερικό (όπου βρίσκεται πλέον η συντριπτική πλειοψηφία των δανειστών).

Σε κάθε περίπτωση πάντως, ένα ποσοστό γύρω στο 4% του ΑΕΠ, σε μία χώρα με τεράστιο ονομαστικό χρέος, δεν αποτελεί αβάσταχτο άχθος - δεδομένου μάλιστα ότι, αν το ΑΕΠ αρχίσει να αυξάνεται, το ποσοστό αυτό θα αρχίσει να μειώνεται αναλόγως. Ένα άλλο κριτήριο που χρησιμοποιείται για να κριθεί η βιωσιμότητα του εξωτερικού χρέους είναι ο λόγος του απαιτούμενου ποσού για την εξυπηρέτησή του προς τα έσοδα από τις εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών. Το όριο πέρα από το οποίο είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι εγείρονται ερωτήματα για την βιωσιμότητα είναι το 20%. Εάν η Ελλάδα συνεχίσει την φετινή πορεία της και έχει το 2015 εισπράξεις από εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών περίπου 55 δισεκατομμυρίων ευρώ, ο λόγος αυτός θα διαμορφωθεί στο (8/55) = 14,5%. Δηλαδή θα βρίσκεται κάτω και από το 15%, που είναι το όριο που θέτει για το ίδιο κριτήριο το ΔΝΤ.

 

Και στο σημείο αυτό προκύπτει το παρακάτω ερώτημα:

 

στο "Μπανανιστάν-Μπαταξιστάν", θα μπορούσε κάποιος να ισχυρισθεί ότι το χρέος δεν είναι βιώσιμο; Μάλλον όχι.

Αυτό όμως συμβαίνει σήμερα στην υπαρκτή χώρα που λέγεται Ελλάδα, παρά το γεγονός ότι η πραγματική επιβάρυνση της οικονομίας της από την ανάγκη εξυπηρέτησης του χρέους (λόγω του εξαιρετικά χαμηλού επιτοκίου που προσφέρουν οι δανειστές) είναι ακριβώς αντίστοιχη εκείνης που θα υπήρχε εάν η χώρα είχε δανειστεί στις αγορές  ένα ποσό ίσο με το συνολικό ΑΕΠ της, με το ευνοϊκό μέσο επιτόκιο του 4,5% και το εξυπηρετούσε απρόσκοπτα -χωρίς να την βαρύνει καμία υποψία αφερεγγυότητας- διαθέτοντας προς τούτο το 4% του ΑΕΠ της, που αντιστοιχεί στο 15% των εισπράξεων της από εξαγωγές. Συνεπώς, μία ψύχραιμη ανάλυση οδηγεί στο συμπέρασμα ότι το χρέος είναι -προς το παρόν- βιώσιμο ως προς το σκέλος της εξυπηρέτησής του. Εκείνο που μπορεί να αντιτείνει κάποιος στο σημείο αυτό είναι πως η ιδέα της μη βιωσιμότητας του χρέους πηγάζει κυρίως από το γεγονός της εξαιρετικής δυσκολίας που δημιουργεί στην διαδικασία της αποπληρωμής, αναχρηματοδότησης και ανακύκλησής του κατά τις λήξεις των ομολόγων το τεράστιο ονομαστικό μέγεθός του. Σε αυτό άλλωστε το στοιχείο οφείλονται κυρίως οι απόψεις όσων πιέζουν για την μείωση και αναδιάρθρωση του χρέους. Όμως, το στοιχείο αυτό επιδέχεται διευθέτηση. 

 

Ο στόχος

 

Ως εκ τούτου, ακριβώς αυτός θα έπρεπε να ήταν και ο στόχος της ελληνικής πλευράς, η οποία, μέσα από διαπραγμάτευση με τους εταίρους/δανειστές της, θα μπορούσε να παρουσιάσει τις συγκεκριμένες προτάσεις της. Όμως, επί του παρόντος, λείπει η αναγκαία προϋπόθεση για να μπορέσει να υποστηρίξει αξιόπιστα η ελληνική πλευρά τέτοιου είδους προτάσεις. Aπουσιάζουν δηλαδή οι μεταρρυθμίσεις/διαρθρωτικές αλλαγές που θα μετέτρεπαν σταδιακά την ελληνική οικονομία σε ένα υβρίδιο, έστω, σύγχρονης ευρωπαϊκής  οικονομίας και θα την έβαζαν στον δρόμο της ανάπτυξης, η οποία αποτελεί διαρκές προαπαιτούμενο για την βιωσιμότητα του χρέους. Aν υπήρχαν οι προϋποθέσεις αυτές, δηλαδή αν είχαν προηγηθεί οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις, τότε η ελληνική κυβέρνηση θα μπορούσε να προτείνει σθεναρά την μείωση του ονομαστικού χρέους. Και αν αυτό δεν ήταν εφικτό (λόγω άρνησης των δανειστών), θα μπορούσε να επανέλθει, προτείνοντας -και πιθανότατα εξασφαλίζοντας- μερικές ρυθμίσεις που ίσως να ήταν πιο ουσιαστικές ακόμη και από την μείωση του ονομαστικού χρέους, αφού θα αρκούσαν για να το καταστήσουν βιώσιμο σε βάθος χρόνου.

 

Θα έπρεπε δηλαδή να ζητήσει η ελληνική πλευρά περαιτέρω μείωση του επιτοκίου και δέσμευση ότι αυτό, ακόμη και μετά την λήξη των περιόδων χάριτος, δεν θα ξεπεράσει το τρέχον επίπεδο του 2,5%.

Και ότι η διάρκεια του χρέους θα επιμηκυνθεί, με την έννοια ότι οι δανειστές θα εγγυηθούν την ομαλή ανακύκλησή του για όλη την συμφωνημένη περίοδο. Καθώς επίσης και ειδικότερες προβλέψεις για την δυνατότητα να νομισματοποιήσει η ΕΚΤ -δηλαδή να αφαιρέσει- έστω και προσωρινά, ένα μέρος του χρέους, στα πλαίσια της πολιτικής της ποσοτικής χαλάρωσης, υπό την προϋπόθεση -φυσικά- της συμμόρφωσης της χώρας προς το συμφωνημένο πρόγραμμα. Μέχρι η αύξηση του ΑΕΠ -σε βάθος χρόνου- να καταστήσει το σχετικό βάρος του χρέους ήσσονος σημασίας.   

 

Φτάσαμε όμως -με κάποιους ατυχείς χειρισμούς- σε ένα σημείο που, μία χώρα η οποία δεν είναι αυτάρκης (επισιτιστικά, ενεργειακά, φαρμακευτικά), να ετοιμάζεται να συγκρουστεί με τους εταίρους/δανειστές της.  Kαι ετοιμάζεται να συγκρουσθεί χωρίς να έχει ξεκάθαρη ιδέα για το τι πραγματικά επιδιώκει. H Ελλάδα ετοιμάζεται για την σύγκρουση αυτή χωρίς να διαθέτει το πιο στοιχειώδες όπλο, δηλαδή ένα εθνικό νόμισμα - το οποίο για να τυπωθεί, να εισαχθεί στην οικονομία και να γίνει αποδεκτό ως μέσο συναλλαγής και οικονομικού λογισμού θα χρειαζόταν τουλάχιστον μία δεκαετία, οπότε δεν υπάρχει καν λόγος να το συζητάμε. Εξ αιτίας αυτής της λεπτομέρειας όμως, η Ελλάδα δεν μπορεί να γίνει.. ούτε Ουγκάντα.

 

Eάν, δηλαδή, εκδηλωθεί κρίση ρευστότητας, δεν θα είναι σε θέση ούτε καν να πληθωρίσει την οικονομία της, προκειμένου να μην νεκρωθούν όλες οι ζωτικές της λειτουργίες. Μοιάζει δηλαδή η Ελλάδα με έναν άοπλο άνθρωπο -ο οποίος, επιπροσθέτως, έχει και τα χέρια του δεμένα με χειροπέδες (βλέπε συμβάσεις που υπόκεινται στο αγγλικό δίκαιο και έχουν κυρωθεί από το ελληνικό κοινοβούλιο) και ο οποίος, μόνο και μόνο επειδή.. "τα πήρε στο κρανίο", ετοιμάζεται να επιτεθεί σε μία μηχανοκίνητη ταξιαρχία.

 

Ποιά είναι η μοναδική του ελπίδα να επιβιώσει;

 

Nα δείξουν οι "αντίπαλοί" του μεγαθυμία -έστω και για λόγους ιδίου συμφέροντος- και να τον λυπηθούν επειδή.. "δεν έχει σώας τας φρένας" και έχει ένδοξη ιστορία..!  H Ελλάδα έγινε η πρώτη χώρα που έχασε τη δυνατότητα πρόσβασης στις αγορές τον Μάιο του 2010. Η λιτότητα προκάλεσε βαθειά και παρατεταμένη ύφεση. Το εθνικό εισόδημα μειώθηκε κατά 25%. Η ανεργία αυξήθηκε στο 28% του εργατικού δυναμικού, ενώ για τους νέους το ποσοστό είναι 50%. Τα επιδόματα ανεργίας -κατά κανόνα- διακόπτονται μετά από 12 μήνες, ενώ η συμμετοχή στα φάρμακα αυξήθηκε κατά περισσότερο από 30%. Πολλοί -μακροχρόνια- άνεργοι χάνουν την πρόσβαση στο Εθνικό Σύστημα Υγείας. Παρά τις τεράστιες αυτές θυσίες, το δημόσιο χρέος -ως ποσοστό του ΑΕΠ- έφτασε το 175% στο τέλος του 2014, σε σύγκριση με 127% το 2009, όταν ξεκίνησε η κρίση. Για την εξυπηρέτηση του χρέους απαιτούνται πρωτογενή πλεονάσματα άνω του 4% του ΑΕΠ, τουλάχιστον μέχρι το 2022. 

 

Σήμερα, το ελληνικό χρέος ανέρχεται στα 317 δισ. ευρώ, δηλαδή στο 174% του ΑΕΠ, με την κατανομή  του να έχει ως εξής: EFSF 141 δισ. ευρώ, άμεσος δανεισμός από τα κράτη-μέλη της ΕΕ 53 δισ. ευρώ, ΔΝΤ 28 δισ. ευρώ, ιδιώτες 50 δισ. ευρώ, ΕΚΤ 25 δισ. ευρώ, ΕΓΔ 15 δισ. ευρώ και ΤτΕ 5 δισ. ευρώ. Tο 60% περίπου του ελληνικού χρέους ανήκει σε χώρες της Ευρωζώνης, δηλαδή σε ευρωπαίους πολίτες. Oι χρηματοδοτικές ανάγκες για την ομαλή εξυπηρέτηση του χρέους προσεγγίζουν τα 22,5 δισ. ευρώ για το 2015. Ειδικότερα, οι υποχρεώσεις αυτές αφορούν: 8,7 δισ. ευρώ προς το ΔΝΤ, 6,7 δισ. ευρώ προς την ΕΚΤ και διάφορες ευρωπαϊκές κεντρικές τράπεζες, 5,4 δισ. ευρώ προς τόκους και 1,8 δισ. ευρώ προς λοιπές υποχρεώσεις, ομόλογα εκτός PSI κ.λπ. Χωρίς καμία αμφιβολία, το 2015 -και ιδιαίτερα το επόμενο καλοκαίρι- θα είναι το πιο κρίσιμο χρονικό διάστημα για την ελληνική οικονομία. Εκ των προαναφερθέντων 22,5 δισ. ευρώ, τα μισά, δηλαδή 11,4 δισ. ευρώ θα πρέπει να αποπληρωθούν κατά τους μήνες Ιούνιο (2,6 δισ. ευρώ), Ιούλιο (5,1 δισ. ευρώ) και Αύγουστο (3,7 δισ. ευρώ).

 

Ο  επιμερισμός των ποσών αυτών ανά πιστωτή, έχει ως κάτωθι:  6,7 δισ. ευρώ στην ΕΚΤ και άλλες κεντρικές τράπεζες, 1,9 δισ. ευρώ σε τόκους, 1,8 δισ. ευρώ στο ΔΝΤ και 1 δισ. ευρώ σε λοιπές υποχρεώσεις. Για την κάλυψη των πιό πάνω υποχρεώσεων, η υπό διερεύνηση λύση βασίζεται σε μια προληπτική πιστωτική γραμμή στήριξης ύψους 10 δισ. ευρώ για 18 έως 24 μήνες, σε συνδυασμό με την δανειοδότηση 12,5 δισ. ευρώ από το ΔΝΤ για 2 χρόνια. 

Την ίδια στιγμή, το επικρατέστερο σενάριο για μια πιθανή ελάφρυνση του ελληνικού χρέους αφορά στην επέκταση της αποπληρωμής του για μια 15-ετία ή 20-ετία, καθώς και στην εφαρμογή πολύ χαμηλών επιτοκίων (πιθανώς μέχρι και της τάξης του 0,5%). Η συγκεκριμένης τάξης λύση θα ήταν ισότιμη -σε όρους καθαρών παρουσών αξιών- με ένα haircut ύψους 50 δισ. ευρώ. Ωστόσο, προκειμένου κάτι τέτοιο να θεωρείται εφικτό, λαμβάνοντας επιπλέον υπόψη και την χρηματοδοτική κάλυψη των 22,5 δισ. ευρώ, είναι φυσικό να αναμένεται μια ιδιαίτερα σκληρή στάση των πιστωτών, οι οποίοι θα απαιτήσουν άμεση επιτάχυνση των εγχώριων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, ειδικές παρεμβάσεις στα εργασιακά και νέες περικοπές δαπανών. Στη βάση αυτή, ελέγχονται ως μη ακριβή οικονομικά προγράμματα τα οποία στηρίζονται στα διαθέσιμα του ΤΧΣ (απολύτως δεσμευμένα), στους πόρους του ΕΣΠΑ (αξιοποιήσιμοι μόνο μετά από πλήρη συμφωνία με την ΕΕ) και στην διά μαγείας αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής (το πάγιο σκοπούμενο της τελευταίας 35-ετίας).

 

Συγχρόνως, οποιαδήποτε πιθανή ανάσχεση των αποκρατικοποιήσεων, μόνο ως αρνητική θα ήταν δυνατόν να αποτιμηθεί, μιάς και αυτές θα μπορούσαν να αποφέρουν έσοδα πάνω από 5-6 δισ. ευρώ. Επιπροσθέτως, μια ακόμα πλάνη υπάρχει αναφορικά με το ζήτημα της διεκδίκησης σημαντικού μεγέθους μερικής διαγραφής του ελληνικού χρέους. Δεδομένης της άτυπης συμφωνίας για την πλήρη αποπληρωμή του ΔΝΤ και των ιδιωτών, η εστίαση για το ενδεχόμενο διαγραφής αφορά την ΕΚΤ και τους εταίρους στην Ευρωζώνη, οι οποίοι -όπως προελέχθη- διακρατούν γύρω στο 60% του ελληνικού χρέους. Υπό τις σημερινές οικονομικές συνθήκες, είναι αμφίβολο το κατά πόσον είναι εφικτή η διεκδίκηση της διαγραφής οφειλομένων που προέρχονται από χώρες όπως η Σλοβακία, η Σλοβενία, κ.λπ., σε μία περίοδο που το ελληνικό κράτος δανείζεται με εξαιρετικά χαμηλά επιτόκια. 

 

Ο βαθμός πολιτικής δυσκολίας των απαιτουμένων από ελληνικής πλευράς χειρισμών είναι πράγματι μεγάλος. Το χρέος δεν βρίσκεται  στα χέρια κάποιου οργανισμού όπως το ESM, αλλά σε διμερή δάνεια και στο EFSF. Η ζημιά στο EFSF πηγαίνει κατευθείαν στους προϋπολογισμούς των χωρών. Και ένα κούρεμα θα χτυπήσει τους φορολογούμενους των χωρών που μας δάνεισαν. Αυτό θα αποτελέσει πολιτική νάρκη, αφού σίγουρα θα το εκμεταλλευτούν αρκετοί Ευρωπαίοι πολιτικοί κατά της Ελλάδας. H λογική υπαγορεύει πως θα ήταν καλύτερο να έχουμε υπομονή και να περιμένουμε όταν θα κάνουν την κίνησή τους γιά πιθανή ελάφρυνση χρεών και άλλες ευρωπαϊκές χώρες, για να μην χάσουμε το παιχνίδι. H πολιτική όμως στην Ελλάδα υπαγορεύει συναγωνισμό ως προς το ποιός θα κουρέψει το χρέος περισσότερο - εδώ και τώρα. Μεταξύ λοιπόν των κυρίων σημείων που θα μπορούσαμε -αν όχι αυτή την στιγμή, τουλάχιστον στο άμεσο μέλλον- να συζητήσουμε και να διαπραγματευτούμε περιλαμβάνονται και τα ακόλουθα: (1) Επιμήκυνση των δανείων του EFSF από 32,5 χρόνια σε 45-50 χρόνια, (2) Tην αλλαγή των όρων των διμερών δανείων σε όρους ίδιους με αυτούς του EFSF, (3) Mία επαρκή περίοδο χάριτος, (4) H αποπληρωμή του χρέους να συνδεθεί άμεσα τόσο με τον ρυθμό οικονομικής μας ανάπτυξης όσο και με την βελτίωση στην ποιότητα των θεσμών και κανονισμών μας, (5) Θα μπορούσαμε επιπροσθέτως να πετύχουμε την ίση μεταχείριση όλων των επενδυτών που απείχαν από το PSI -όπως οι εθνικές κεντρικές τράπεζες και η ΕΚΤ- βάσει χρονοδιαγράμματος διαρθρωτικών αλλαγών ή ενός επενδυτικού σχήματος και (6) Σίγουρα θα πρέπει να διαπραγματευτούμε την μεταφορά των χρημάτων που χρησιμοποιήθηκαν για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών στο ESM. Oι ρήτρες ανάπτυξης και άλλοι όροι θα αποτελέσουν τα "διακοσμητικά κερασάκια" στο πακέτο.

Υπάρχει ακόμα και το ενδεχόμενο της ανταλλαγής μέρους του χρέους με ομόλογα (ενδεχόμενο με μικρή ομολογουμένως πιθανότητα πραγματοποίησης, λόγω της αναμενόμενης αντίδρασης από αρκετά κράτη μέλη της Eυρωζώνης, περιλαμβανομένης και της Γερμανίας). 

 

Τέλος, αξίζει να σημειώσουμε ότι το ελληνικό χρέος έχει και ένα σημαντικό πλεονέκτημα ως προς το προφίλ του. Αν και κοντά στο 175% του ΑΕΠ, ο υπολογισμός αυτός δεν θα πρέπει να θεωρείται απόλυτα ορθός και ακριβής. Γιατί δεν είναι σωστό να διαιρούμε την ονομαστική αξία του χρέους -που είναι πληρωτέο σε 30 ή περισσότερα χρόνια- και να χρησιμοποιούμε το τωρινό ΑΕΠ. Αν κάνουμε τον υπολογισμό της παρούσας αξίας του χρέους ως προς το σημερινό ΑΕΠ, τότε το χρέος είναι κάτω του 90%. Αυτό το ποσοστό είναι χαμηλότερο από το ίδιο ποσοστό της Ιταλίας και της Ισπανίας. Η Ιταλία, επί παραδείγματι, πρέπει να αναχρηματοδοτήσει όλο το χρέος της μέσα σε 4-6 χρόνια, ενώ η Ελλάδα έχει πάνω από 18. Θα μπορούσαμε ενδεχομένως να πετύχουμε και την αλλαγή του τρόπου υπολογισμού του χρέους, κάνοντας χρήση διεθνώς παραδεκτών χρηματοοικονομικών εργαλείων και μεθόδων που το μειώνουν λογιστικά. Πάντως, πάνω απ' όλα, θα πρέπει να θυμόμαστε ότι ακόμη και με ένα νέο "κούρεμα" στο ελληνικό χρέος, αν δεν υπάρξουν ανάπτυξη και μεταρρυθμίσεις, πολύ σύντομα το χρέος θα ξαναγίνει μη βιώσιμο. Η εδραίωση της σταθερότητας στην οικονομία, ένα σωστό μείγμα φορολογικής πολιτικής και η υλοποίηση τωναναγκαίων μεταρρυθμίσεων -κυρίως στον δημόσιο τομέα- είναι δυνατόν να οδηγήσουν σε ανάπτυξη και ακολούθως σε αύξηση των φορολογικών εσόδων (λόγω διεύρυνσης της φορολογικής βάσης), να αποκαταστήσουν τη σχέση ισορροπίας μεταξύ των αναμενόμενων πρωτογενών πλεονασμάτων και του μεγέθους δημόσιου χρέους και τελικά να επαναφέρουν την βιωσιμότητά του, με ρυθμούς ίσως αργούς, αλλά και ομαλούς. H επιβολή ενδεχομένως νέων αντιαναπτυξιακών φόρων, η ανακοίνωση πολιτικών που συγκρούονται μεταξύ τους και οδηγούν σε φυγή παραγωγικών πόρων, αλλά και η ενδεχόμενη αναβολή της υλοποίησης των μεταρρυθμίσεων, θα δώσουν σίγουρα τη χαριστική βολή σε μια οικονομία που κάνει διαρκώς ελιγμούς ενάντια στη διεθνή πρακτική εδώ και χρόνια. Όλα τα παραπάνω, στην ουσία και από πρακτικής πλευράς, σημαίνουν πως η έμφαση στη χώρα μας πρέπει να δοθεί στην ανάπτυξη, σε συνδυασμό με τις απαραίτητες δομικές μεταρρυθμίσεις/διαρθρωτικές αλλαγές. Γιατί εκεί ακριβώς βρίσκεται η λυδία λίθος του ελληνικού χρέους και όχι στην ατέρμονη "κουρεματολογία" που παρατηρούμε να λαμβάνει χώρα τον τελευταίο καιρό, τόσο στην ελληνική, όσο και στην ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή.  

 


Υστερόγραφο:

 
Έχω την εντύπωση, ιδιαίτερα τώρα τελευταία, ότι οι Ευρωπαίοι και οι Αμερικανοί -και όχι μόνο- μας παρακολουθούν σαν κάτι ανάμεσα σε τσίρκο και κωμικοτραγική ατραξιόν. Μπορεί να μην είναι γενικά παραδεκτό, αλλά όσο και να μην το πιστεύουν μερικοί, οι περισσότεροι Ευρωπαίοι και οι Αμερικανοί είναι βαθιά φιλέλληνες. Και μάλλον μας συμπαθούν ακόμα περισσότερο βλέποντας τι έχουμε τραβήξει στα χέρια των προσώπων που επιλέγαμε να μας κυβερνούν όλα αυτά τα χρόνια. Έχουν γίνει άλλωστε απίστευτες -πιθανώς και εγκληματικές- χοντράδες απ' όλες τις πλευρές και για μεγάλο χρονικό διάστημα, ας μην τοξεχνάμε. Xαλάλι μας λοιπόν το "τζέρτζελο". Κάτι καλό μπορεί να βγεί τελικά απ' όλο αυτό το "χάπενινγκ" (όπως λέμε και στα χωριά μας..). Γιατί, όπως είχε πεί και ο εμπνευστής της Ευρωπαϊκής ενοποίησης Ρομπέρ Σουμάν: "Η Ευρώπη οδεύει προς την ολοκλήρωσή της μέσω διαδοχικών κρίσεων". Αργά ή γρήγορα λοιπόν, όλο και κάποιο φώς θα αρχίσει να φαίνεται στο βάθος του τούνελ για την Ελλάδα..
Copyright © 1999-2024 Premium S.A. All rights reserved.