ΕΚΤΥΠΩΣΗ
Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Το χρέος, οι μεταρρυθμίσεις, η ανάκαμψη και το σύνδρομο Φόρεστ Γκαμπ

10:16 - 18 Μαϊ 2016 | ck
Ο Πρωθυπουργός κατάφερε πρόσφατα να περάσει ένα νέο Μνημόνιο -διότι περί μνημονίου πρόκειται- με τις ψήφους 153 βουλευτών του Ελληνικού Κοινοβουλίου.

Το επικοινωνιακό μήνυμα της κυβέρνησης των ΣΥΡΙΖAΝΕΛ είναι ότι.. "διαπραγματευτήκαμε σκληρά, τα καταφέραμε και επιτέλους αφήνουμε πίσω μας τα δύσκολα". Κρατάει νερό όμως η στάμνα; Πόση αλήθεια άραγε περιέχει αυτό το μήνυμα; Πότε επιτέλους θα επιστρέψουμε στην ανάπτυξη και θα ανακτήσουμε το χαμένο έδαφος από την αρχή της κρίσης;


Προκειμένου να απαντήσουμε στα παραπάνω ερωτήματα, πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι το έτος 2007, πριν παγιωθεί η κρίση στην Ελλάδα, το κατά κεφαλήν πραγματικό μας ΑΕΠ βρισκόταν στο επίπεδο των περίπου 23.000 Ευρώ (22.718 Ευρώ για την ακρίβεια). Στα τέλη του 2015, το κατά κεφαλή πραγματικό μας ΑΕΠ είχε υποστεί σωρρευτική απώλεια της τάξης του 25%. Eπιπλέον, οι επενδύσεις κατακρηνμίσθηκαν από το περίπου 27% του ΑΕΠ το έτος 2007, στο 9,8% του ΑΕΠ το έτος 2015 και η ανεργία "πήρε τα πάνω της" από το 8,4% το έτος 2007, στο περίπου 25% το έτος 2015. Τι πρέπει λοιπόν να γίνει έτσι ώστε να επανέλθει, σε κάποιο χρονικό σημείο στο μέλλον, ο οικονομικός μας πλούτος στο πρo της κρίσης επίπεδο και να μειωθεί επιτέλους δραστικά η ανεργία; H απάντηση περιλαμβάνει την ανάκαμψη των επενδύσεων και ειδικά των επενδύσεων από το εξωτερικό, κάτι που με τη σειρά του προϋποθέτει τη μείωση του λεγόμενου "επενδυτικού ρίσκου". To επενδυτικό ρίσκο, μετρούμενο από την διαφορά (spread) απόδοσης μεταξύ του 10ετούς ελληνικού και του αντίστοιχου γερμανικού ομολόγου, βρίσκεται τον τελευταιο καιρό μεταξύ 855 και 700 περίπου τιμών βάσης (ελπίζουμε με πτωτικές τάσεις στο μέλλον), δηλαδή περίπου 200-300 τιμές βάσης παραπάνω από το spread της 23ης Απριλίου του έτους 2010, όταν δηλαδή ο τότε πρωθυπουργός Γ. Παπανδρέου ανακοίνωνε το πρώτο Μνημόνιο, με φόντο το Καστελόριζο.


Με ποιόν λοιπόν τρόπο μπορεί να μειωθεί το spread έτσι ώστε οι διεθνείς επενδυτές θα μπορούσαν να πεισθούν και πάλι ότι η Ελλάδα αποτελεί σοβαρό τόπο για την επιτυχή τοποθέτηση (επένδυση) των κεφαλαίων τους; Για να μειωθεί το spread χρειάζεται αναβάθμιση της πιστοληπτικής μας ικανότητας από το τωρινό επίπεδο junk, σε κάποιο επίπεδο μη junk, δηλαδή κατά περίπου 4 με 6 βαθμίδες. Αυτή η αναβάθμιση θα πραγματοποιηθεί μέσω της μείωσης του χρέους και της επιτάχυνσης των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Οικονομικές μελέτες συμπεραίνουν ότι ένα εθελοντικό "κούρεμα" στο δημόσιο χρέος μας εκ μέρους των δανειστών μας από το επίπεδο του 206% του ΑΕΠ -σύμφωνα με στοιχεία του ΔΝΤ- στο επίπεδο του 166% του ΑΕΠ, με μία ταυτόχρονη ικανή βελτίωση του δείκτη κυβερνητικής αποτελεσματικότητας -ο οποίος καταγράφει τον βαθμό στον οποίο ο γραφειοκρατικός μηχανισμός διαθέτει τη δυνατότητα και την τεχνογνωσία να λειτουργεί αποτελεσματικά και χωρίς καθυστερήσεις ως προς την ποιότητα των παρεχομένων υπηρεσιών του-, θα μπορούσαν να οδηγήσουν τα ελληνικά ομόλογα σε κάποιο υψηλότερο επίπεδο, εκτός κατάταξης junk. Μ' αυτόν λοιπόν τον τρόπο θα μπορούσε να μειωθεί το επενδυτικό ρίσκο, που θα είχε ως αποτέλεσμα την επιστροφή των επενδυτών στη χώρα μας και την ενδυνάμωση της αναπτυξιακής διαδικασίας.


Αλλά στο σημείο αυτό τα πράγματα δυστυχώς περιπλέκονται, διότι αντιμετωπίζουμε το "κατσίκωμα" του κ. Σόιμπλε, που προς το παρόν αποκλείει κάθε κουβέντα περί "κουρέματος" του ελληνικού δημόσιου χρέους. Και όπως γνωρίζουμε, ο Σόιμπλε είναι σε θέση να επιβάλλει τη θέση του αυτή τόσο στους Κοινοτικούς Θεσμούς, όσο και στο Διοικητικό Συμβούλιο του ΔΝΤ (στελέχη του οποίου, από καιρό και με εξαιρετική επιμονή, ζητούν το εθελοντικό από τους Ευρωπαίους "κούρεμα" του ελληνικού χρέους). Το Eurogroup λοιπόν αποκλείει -τουλάχιστον προς το παρόν- το εθελοντικό "κούρεμα" του χρέους. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, για την ελάφρυνση του χρέους μας, οι Ευρωπαίοι (διάβαζε η Γερμανία και οι δορυφόροι της) προτείνουν την αύξηση του χρόνου αποπληρωμής ή/και τη μείωση του κόστους εξυπηρέτησης του χρέους, έναντι της πιό δραστικής λύσης του "κουρέματος" (έτσι ώστε να μη χρειαστεί να απευθυνθούν στα κοινοβούλιά τους για την απαραίτητη έγκριση μίας τέτοιας λύσης). Φυσικά, οι προτεινόμενες από τους Ευρωπαίους συγκεκριμένες λύσεις αναμφίβολα θα παράξουν σημαντική απώλεια χρόνου. Αντ' αυτών, ένα γενναιόδωρο "κούρεμα" του ελληνικού δημόσιου χρέους θα ήταν σε θέση από μόνο του να οδηγήσει -σύμφωνα με οικονομετρικές εκτιμήσεις- σε αύξηση του κατά κεφαλήν ελληνικού ΑΕΠ μέχρι και 20%, ως το έτος 2022. Η συγκεκριμένη πάντως αύξηση, αν και σημαντική, δεν θα ήταν σε θέση να καλύψει τις σωρρευτικές απώλειες της τάξης του 25% της περιόδου 2008-2015. Ελλείψει λοιπόν ενός γενναίου "κουρέματος" χρέους (εκτός της περίπτωσης αλλαγής πορείας των Γερμανών όσον αφορά την μελλοντική διαχείρηση του ελληνικού χρέους), οι διαρθρωτικές αλλαγές αναγκαστικά θα κληθούν να φέρουν το κύριο βάρος επιστροφής της ελληνικής οικονομίας στην ανάπτυξη. Μέχρι σήμερα όμως, η βελτίωση της κυβερνητικής αποτελεσματικότητας δεν έχει προχωρήσει, επειδή οι εκάστοτε ελληνικές κυβερνήσεις αρνήθηκαν -και εξακολουθούν να αρνούνται πεισματικά- να αντιμετωπίσουν το πελατειακό κράτος, τον νεποτισμό και την ευνοιοκρατία, που αποτελούν χρόνια τροχοπέδη στη διαδικασία της οικονομικής ανάπτυξης στην Ελλάδα.
Λαμβάνοντας υπ' όψιν όλα τα παραπάνω, είναι λογικό να βγάλουμε το συμπέρασμα ότι η επιστροφή μας στο προ της κρίσης του 2008 οικονομικό επίπεδο δεν θα λάβει χώρα κατά τα αμέσως επόμενα χρόνια -όπως η κυβέρνηση συχνά διακηρύσσει-, αλλά, κατά πάσα πιθανότητα, θα απαιτήσει πολύ μεγαλύτερο χρονικό διάστημα για να γίνει πραγματικότητα. Οσο για τη σύντομη κατάργηση των capital controls και την προβλεπόμενη από τον Τσίπρα επιστροφή μας στις αγορές το 2017, μάλλον θα πρέπει να κρατάμε μικρό καλάθι. Χωρίς να παραβλέπονται οι ευθύνες των προηγούμενων κυβερνήσεων όσον αφορά τις πρακτικές τους, ορισμένοι ανέμεναν -ίσως αφελώς, ίσως γιατί η ελπίδα πεθαίνει τελευταία- από τη κυβέρνηση του.. "πρώτη φορά η αριστερά στην εξουσία" να πατάξει την ευνοιοκρατία, όπως αρχικά είχε υποσχεθεί. O ΣΥΡΙΖΑ όμως προτίμησε να την αποδεχθεί και να την συντηρήσει, ερμηνεύοντας τη θεωρία της "ηθικής υπεροχής" ως.. "ευκαιρία" για να "πατσίσει" τα ρουσφέτια στον δημόσιο τομέα (η προστασία του οποίου αποτελεί άμεση προτεραιότητά του, εις βάρος του ταλαίπωρου ιδιωτικού), τα θαλάσσωσε με τη "διαπραγμάτευση" Μπαρουφάκη που οδήγησε στα capital controls, τσάντισε το ΔΝΤ (που όπως φαίνεται μας υποστηρίζει, τουλάχιστον όσον αφορά την ελάφρυνση του χρέους) και προσπάθησε να καλύψει τα πάντα με τις δικαιολογίες της απειρίας και της αυταπάτης. Οπως όμως είναι γνωστό, οι πολιτικοί σπάνια αυταπατώνται. Απλώς ψεύδονται διότι λατρεύουν την εξουσία και τη νομή της.


Μέσα απ' αυτά που βιώνουμε, μπορούμε άραγε να πιστέψουμε ότι υπάρχει κάποια ελπίδα γι' αυτή τη χώρα, τους πολίτες της και το είδος των πολιτικών που την κουμαντάρουν; Η λογικότερη απάντηση είναι μάλλον όχι, τουλάχιστον σε βραχυμεσοπρόθεσμο χρονικό ορίζοντα. Όπως λένε όμως οι ευρωκράτες, "είμαστε στο σωστό δρόμο, αλλά έχουμε πολύ μεγάλη απόσταση να διανύσουμε". Εντάξει λοιπόν, κάτι είναι κι αυτό. Αλλωστε, στην εποχή μας, η πεζοπορία συνιστάται εντόνως και από τους θεράποντες του Ασκληπιού. Ας προσπαθήσουμε λοιπόν όλοι μας να μιμηθούμε τον συμπαθέστατο Φόρεστ Γκαμπ. Το σύνδρομό του δεν πρόκειται να μας βλάψει. Δεν έχουμε άλλωστε τίποτα να χάσουμε, αφού, έτσι κι αλλιώς, δεν μας έχουν απομείνει και πολλές άλλες εναλλακτικές.

 

 

 

Υ.Γ.
Μία αναβάθμιση της Ελλάδας από τους οίκους αξιολόγησης πιθανώς θα διευκόλυνε την ένταξη της χώρας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, κάτι που σε αυτή τη φάση αναμένεται να έχει θετική συμβολή στη περαιτέρω ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας. Είναι όμως εντελώς αδιανόητο να συντηρούμε την αυταπάτη ότι μπορούμε να επιτύχουμε διατηρήσιμο πρωτογενές πλεόνασμα της τάξης του 3,5% του ΑΕΠ για τα αμέσως επόμενα χρόνια και ιδιαίτερα κάτω από τις παρούσες ασφυκτικές οικονομικές συνθήκες, ακόμη κι αν η κυβέρνηση έχει θέσει ως στόχο της το φορολογικό "ξεπάτωμα" των επιχειρηματιών, των ελεύθερων επαγγελματιών, των μισθωτών και των συνταξιούχων. Καλό θα ήταν επίσης να θυμόμαστε ότι οι υπερβολικοί φόροι (τους οποίους η κυβέρνηση προτίμησε αντί της στοχευμένης περιστολής των δημοσίων δαπανών) οδηγούν, ceteris paribus, στη μείωση του εθνικού εισοδήματος και στο "φρενάρισμα" της οικονομικής ανάπτυξης. Η επιλογή μη ρεαλιστικών στόχων και η καλλιέργεια μη ρεαλιστικών προσδοκιών καταδεικνύουν ότι ούτε εμείς, αλλά ούτε και οι Ευρωπαίοι εταίροι μας μαθαίνουμε εύκολα από τα λάθη του παρελθόντος και φυσικά το γεγονός αυτό αποτελεί σοβαρό ανασταλτικό παράγοντα στην εύρεση σταθερής λύσης του ελληνικού προβλήματος, ώστε να πάψουμε επιτέλους να κυνηγάμε την ουρά μας.

Copyright © 1999-2024 Premium S.A. All rights reserved.