ΕΚΤΥΠΩΣΗ
Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Oι ιδεοληψίες μας, οι "ανόητοι" τεχνοκράτες και το τώρα τι κάνουμε

11:03 - 06 Μαρ 2017 | ck
Πριν μερικούς μήνες, όταν ο Α. Τσίπρας χαρακτήριζε -εμμέσως πλην σαφώς- τους P. Thomsen και M. Obstfeld "ανόητους" τεχνοκράτες, θα έπρεπε να γνωρίζει (και μάλλον το γνώριζε) ότι ολόκληρο το "κουαρτέτο" θα στρεφόταν εναντίον του για τις κατά τα φαινόμενα προεκλογικού χαρακτήρα "παροχές" του στο θέμα των συντάξεων. Δυστυχώς όμως, τα σχόλια του πρωθυπουργού έκαναν γκελ και επέστρεψαν στην κυβέρνηση -αλλά και στα κεφάλια όλων μας-, αφού οι "θεσμοί" άστραψαν και βρόντηξαν και με μεγάλο τσαμπουκά απέσυραν τα κλιμάκιά τους από την Αθήνα, αφήνοντας την δεύτερη αξιολόγηση -και τον Αλέξη- στα κρύα του λουτρού για κάποιο χρονικό διάστημα. Επιπλέον, για να "σφίξουν τα οπίσθια" και για να μην πάθει αποπληξία ο θείος Wolfgang (ο οποίος έδειχνε να βρίσκεται σε κατάσταση αμόκ), οι "θεσμοί" αποφάσισαν να "παγώσουν" την βραχυπρόθεσμη τακτοποίηση του ελληνικού δημόσιου χρέους, για την επίτευξη της οποίας η σημερινή κυβέρνηση είχε επενδύσει σημαντικά ποσά πολιτικού κεφαλαίου.

Αλλά χωρίς τακτοποίηση χρέους όσον αφορά τη βιωσιμότητα, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) "κάνει νερά". Και χωρίς το ΔΝΤ, ο Schäuble τα "παίρνει στο κρανίο". Κι από κοντά κι ο Dijsselbloom, με τις πρόσφατες δηλώσεις "συμπαράστασης" υπέρ της φτωχού συγγενή της Ευρωζώνης. Τέλεια! Οδεύουμε, κατά τα φαινόμενα, προς άλλο ένα "Βαρουφάκειο" σενάριο με τη τρέχουσα αξιολόγηση. Και μπράβο μας που είμαστε "θηρία" στη θεωρία παιγνίων... Το χειρότερο όμως είναι ότι εισερχόμαστε, για άλλη μία φορά, σε μία περίοδο περιορισμένης ρευστότητας στην οικονομία, αφού  καθίσταται πιεστική η αποπληρωμή χρέους, αρχής γενομένης με το.. "καλή χρονιά" του 2017. Βέβαια, θα καταφέρουμε να μετακυλήσουμε τα έντοκα γραμμάτια (με τι κόστος όμως αποτελεί άλλο ένα σοβαρό ζήτημα), αλλά το επόμενο ερώτημα που εγείρεται επιτακτικά είναι πώς θα καταφέρουμε να αποπληρώσουμε το σύνολο των δανειακών μας υποχρεώσεων από το καλοκαίρι του 2017 και μετά. Παρεπιπτόντως, την άνοιξη του 2017 που συνεδριάζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), θα μας επιτραπεί να συμμετάσχουμε στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (QE), αν ακόμη υφίσταται, για να πάρει επιτέλους αναπνοή η πολύπαθη και εξουθενωμένη ελληνική οικονομία, ή θα φάμε και πάλι χυλόπιτα; Ή διαζευκτικά, θα αποφασίσει η Μerkel να "μαζέψει" τον Schäuble για λόγους αποφυγής συνθηκών πίεσης στους κόλπους της Eυρωζώνης μέχρι τις γερμανικές εκλογές του Σεπτεμβρίου 2017; Αρκετά τα ερωτήματα και άγνωστες οι απαντήσεις. Αυτό το έργο, δυστυχώς, το έχουμε ξαναδεί, πρόσφατα μάλιστα (το καλοκαίρι του 2015), και η αχρείαστη επανάληψη ασφαλώς δεν είναι ευκταία.

 

H τυχόν παράταση των διαπραγματεύσεων κρύβει μία σειρά κινδύνων:

A) Με το να μην υπάρχει συμφωνία ως τα μέσα Μαρτίου 2017 (που μάλλον δεν θα υπάρξει - είναι ήδη πολύ αργά για να επιτευχθεί), η επόμενη συνεδρίαση της ΕΚΤ για τον καθορισμό της νομισματικής πολιτικής θα είναι στις 27 Απριλίου. Η καθυστέρηση επιβαρύνει ήδη τις τράπεζες και τη δυνατότητά τους να τροφοδοτήσουν με ρευστό τις επιχειρήσεις και την οικονομία. Αν χαθεί και η 27η Απριλίου, το επόμενο παράθυρο για την ένταξη στην ποσοτική χαλάρωση θα ανοίξει στις 8 Ιουνίου, 2017. Αυτό σημαίνει ότι ο στόχος για ανάπτυξη 2,7% του ΑΕΠ και αντιστοίχως για αυξημένα φορολογικά έσοδα το 2017 τίθεται σε κίνδυνο.

B) Τυχόν αποχώρηση του ΔΝΤ θα δυσκολέψει την προώθηση των μεσοπρόθεσμων μέτρων για το χρέος, καθώς μία σειρά από χώρες (όπως, γιά παράδειγμα, η Αυστρία, η Ολλανδία και η Σλοβακία) θα αρνηθούν -στο πλαίσιο του Eurogroup- κάθε συζήτηση. Επιπλέον, οι αγορές εμπιστεύονται (καλώς ή κακώς) την κρίση του ΔΝΤ ως προς τη βιωσιμότητα των προγραμμάτων και κατ' επέκταση της χώρας. Χωρίς σφραγίδα από το Ταμείο, η επιστροφή στις αγορές γίνεται δυσκολότερη.

Γ) Η διαπραγματευτική θέση της Ελλάδας θα επιδεινώνεται όσο πλησιάζουμε στον Ιούλιο και στην υποχρέωση να αποπληρωθούν τα ομόλογα της ΕΚΤ και άλλες υποχρεώσεις, συνολικού ύψους 6,2 δισ. ευρώ. Επίσης, το πολιτικό πλαίσιο θα έχει αλλάξει. Αν η χώρα φτάσει στο σημείο να διαπραγματεύεται την ύστατη ώρα προ του φάσματος της αθέτησης πληρωμών, δεν είναι βέβαιο ότι θα έχει τα ίδια στηρίγματα που είχε το 2015. Τότε είχαν παρέμβει η Γαλλία και οι Ηνωμένες Πολιτείες γιά την παραμονή της Ελλάδας στην Eυρωζώνη απέναντι στον Schäuble, που έβαλε στο τραπέζι το Grexit. Σήμερα όμως οι πολιτικές ισορροπίες στη Γαλλία (ενόψει της ανόδου των εθνικιστών και του ευρωσκεπτικισμού) και στις ΗΠΑ (λόγω Donald Trump) έχουν ήδη αρχίσει να διαφοροποιούνται δραστικά, ενώ ο Wolfgang Schäuble έχει αγριέψει ακόμη περισσότερο λόγω των επερχόμενων γερμανικών εκλογών.

 

Σύμφωνα με αναφορές έγκυρων εντύπων, η ιδέα του "κοινωνικού μερίσματος" φαίνεται ότι ανήκε στον γενικό γραμματέα δημοσιονομικής πολιτικής του υπουργείου οικονομικών. Όχι ότι έχει ιδιαίτερη σημασία ποιός το σκαρφίστηκε, αλλά, στο σημείο αυτό, σίγουρα υπάρχει μία τραγική ειρωνία: "Πυροβολούμε" εναντίον των "ανόητων" τεχνοκρατών του "κουαρτέτου", αλλά οι δικοί μας τεχνοκράτες (όπως, για παράδειγμα, ο "κιμπάρης και γαλαντόμος" γενικός γραμματέας του υπουργείου οικονομικών που κατέβασε τη καταπληκτική ιδέα, καθώς και οι πολιτικοί του προϊστάμενοι με όλους τους "ειδικούς" συμβούλους τους) θα μπορούσαν ενδεχομένως να είχαν προετοιμάσει καλύτερα το έδαφος για να αποφύγουμε την οργή των "σκληρών" από την ομάδα των δανειστών μας. Από την άλλη μεριά, η όλη διαπραγμάτευση φαίνεται να έχει "κολλήσει" στο νούμερο 3,5% απαίτησης ελληνικών πρωτογενών πλεονασμάτων σε βάθος δεκαετίας. Σύμφωνα με δημοσιεύματα γερμανικών εφημερίδων, o υπουργός οικονομικών της Γερμανίας W. Schäuble επιθυμεί, για την Ελλάδα, πρωτογενή πλεονάσματα -στα οποία δεν συμπεριλαμβάνονται οι τόκοι εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους- από το 2018 και για τα επόμενα δέκα χρόνια, στο επίπεδο του 3,5% του ΑΕΠ, παρά τις έντονες αντιδράσεις στελεχών του ΔΝΤ που χαρακτηρίζουν ανοιχτά την επίτευξη ενός τέτοιου στόχου ως μη ρεαλιστική. Aλλά οι Γερμανοί εξακολουθούν να πιέζουν με πείσμα προς όλες τις κατευθύνσεις για πλεόνασμα της τάξης του 3,5% του ελληνικού ΑΕΠ σε μεσομακροπρόθεσμο επίπεδο.

 

H όποια εμμονή πάντως σε ένα τέτοιου μεγέθους πλεόνασμα πρέπει να θεωρείται εντελώς παράλογη. Και τούτο διότι, μελετώντας τα στατιστικά στοιχεία από τη βάση δεδομένων του ΔΝΤ, προκύπτει θετική συσχέτιση μεταξύ ρυθμού ανάπτυξης και πρωτογενούς πλεονάσματος. H αιτιότητα όμως βρίσκεται από το ΑΕΠ στο πλέονασμα. Όχι αντίστροφα. Με άλλα λόγια, η εμμονή Schäuble σε πρωτογενές πλεόνασμα της τάξης του 3,5% του ελληνικού ΑΕΠ θα "στραγγαλίσει" χωρίς καμία αμφιβολία την όποια πιθανότητα οικονομικής ανάπτυξης για την Ελλάδα μεσοπρόθεσμα. Άρα το πρωτογενές πλεόνασμα της τάξης του 3,5% του ελληνικού ΑΕΠ δεν θα έπρεπε να αποτελεί επιθυμητό στόχο - και σίγουρα δεν αποτελεί ρεαλιστικό και επιτεύξιμο στόχο σε βάθος δεκαετίας. Πράγματι, σύμφωνα με τη βάση δεδομένων του ΔΝΤ, από το έτος 1991 μέχρι και το έτος 2021, τόσο η Ευρωζώνη, όσο και οι αναδυόμενες αγορές -ως σύνολα- ουδέποτε κατάφεραν να καταγράψουν πρωτογενές πλεόνασμα της τάξης του 3,5% του ΑΕΠ. Ακόμη και η -προτεσταντικής εργασιακής ηθικής- Γερμανία κατάφερε να επιτύχει πλεόνασμα της τάξης του 3,5% μόνο ένα έτος, το 2000. Εδώ λοιπόν τίθεται επιτακτικά το ερώτημα: Aφού οι άλλοι δεν πέτυχαν (και εξακολουθούν να μην επιτυγχάνουν) πλεόνασμα στο 3,5% του ΑΕΠ, για ποιό λόγο πιέζουν εμάς να το πετύχουμε; Η λογική απάντηση είναι ότι είτε δεν μας εμπιστεύονται πλέον, είτε ότι μας έχουν βαρεθεί και επιθυμούν να μας αναγκάσουν να φύγουμε μόνοι μας από το ευρώ, εκτός εάν αποδεχθούμε κάποια καινούργια -γερμανικής έμπνευσης- "συμφωνία", συνεχίζοντας έτσι μία σειρά διαδοχικών ελληνικών μνημονίων που θα περιέχουν όλο και πιό βαρείς όρους.

 

Και τούτο επειδή εξακολουθούμε να μην προωθούμε τις απαραίτητες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις -που τόσο καιρό κουβεντιάζουμε, αλλά που μονίμως καθυστερούμε, αν όχι σαμποτάρουμε- οι οποίες θα μπορούσαν να ενισχύσουν την αξιοπιστία μας, αλλά και να τονώσουν την ανάπτυξή μας. Για ποιές διαρθρωτικές αλλαγές όμως μιλάμε; Σύμφωνα με τη βάση δεδομένων της Παγκόσμιας Τράπεζας (The World Bank Group), και επί συνόλου 215 κρατών, η Ελλάδα κατατάσσεται, σε θέματα ποιότητας θεσμών και κανονισμών (τα οποία καταγράφουν την ικανότητα του κράτους να δημιουργεί/εφαρμόζει πολιτικές οι οποίες παροτρύνουν την ανάπτυξη του ιδιωτικού τομέα) στο εξηκοστό-έκτο εκατοστιαίο σημείο. Μας ξεπερνάνε δηλαδή όλες οι υπόλοιπες χώρες της Ευρωπαϊκής Περιφέρειας (Ιρλανδία, Ιταλία, Ισπανία και Πορτογαλία). Τι οφείλουμε λοιπόν να πράξουμε από την δεινή θέση στην οποία έχουμε περιέλθει; Το ΔΝΤ απαιτεί να ληφθούν από την ελληνική πλευρά πρόσθετα μέτρα της τάξης των 3,6 δισεκατομμυρίων ευρώ. Χωρίς να γίνεται αναφορά στους οικονομετρικούς υπολογισμούς και στις τεχνικές αναλύσεις που υποστηρίζουν την πρόταση που ακολουθεί, αν το μείγμα παραμείνει όπως ήταν και προηγουμένως, δηλαδή 80% αύξηση των φορολογικών εσόδων και 20% μείωση των δημόσιων δαπανών, το αποτέλεσμα θα είναι περαιτέρω ύφεση και ξεχαρβάλωμα της οικονομίας, με μεγάλη πιθανότητα να επέλθει το "μοιραίο" γρηγορότερα παρά αργότερα. Θα πρόκειται όντως για τεράστιο από πλευράς μας λάθος, γιατί δεν διαθέτουμε πλέον την πολυτέλεια του χρόνου και της ευρωπαϊκής υποστήριξης (στο γερμανικό κοινοβούλιο, καθώς και στα κοινοβούλια των χωρών-δορυφόρων της Γερμανίας, ακούν Ελλάδα και βγάζουν σπυριά).

 

Tα μέτρα που είναι αναγκαίο να παρθούν πρέπει να ληφθούν αντίστροφα. Συγκεκριμένα, ας προσπαθήσουμε να εκπλήξουμε τους δανειστές μας και τις διεθνείς αγορές θετικά, λαμβάνοντας μέτρα με στοχευμένη επίπτωση 100% επί των δημοσίων δαπανών. Ας σημειωθεί ότι η δημοσιονομική προσαρμογή μέσω μειώσεων στις δαπάνες προκαλεί μικρότερη ζημιά στην ελληνική οικονομία. Η ζημιά μάλιστα αναμένεται να είναι μικρότερης διάρκειας σε σχέση με αυτή που προκαλείται από τις συνεχείς φορολογικές αυξήσεις, που αποδεδειγμένα παράγουν αρνητικά αποτελέσματα για τις επενδύσεις και την ανάπτυξη. Οι διεθνείς αγορές δεν θα μας δανείσουν ποτέ -με λογικά επιτόκια- τα κεφάλαια που χρειαζόμαστε για την ανακύκλωση του χρέους, γιατί γνωρίζουν ότι η βασική στρέβλωση της οικονομίας μας, δηλαδή ο υπερμεγέθης και αναποτελεσματικός δημόσιος τομέας, συνεχίζει να παραμένει άθικτος. Ο λόγος είναι ότι, στο επίπεδο ανάπτυξης που βρίσκεται σήμερα η Ελλάδα, δεν μπορεί να γίνει διεθνώς ανταγωνιστική απασχολώντας στο Δημόσιο το 15% του συνόλου των εργαζομένων, με ετήσιο κόστος 11% του ΑΕΠ και με το Δημόσιο να συμμετέχει στη συνταξιοδοτική δαπάνη με 11% του ΑΕΠ, την ίδια στιγμή που ο ευρωπαϊκός μέσος όρος κυμαίνεται στο περίπου 2,5%. Ή λοιπόν αυτά τα δεδομένα θα αλλάξουν σύντομα με πρωτοβουλία μας, ή θα αλλάξουν μέσα από μία βίαιη πτώχευση. Η άποψή μας βασίζεται στην -αισιόδοξη ομολογουμένως- υπόθεση ότι έχουμε τη δυνατότητα να φτάσουμε σε μία γενικά αποδεκτή κοινωνική συμφωνία στην Ελλάδα, ώστε να αποφευχθεί το χειρότερο κακό.

 

Τα επιπρόσθετα μέτρα θα πρέπει να επιβαρύνουν τις ίδιες πηγές από τις οποίες προέρχεται η στρέβλωση της οικονομίας μας. Δηλαδή, τη δημόσια απασχόληση, τις αμοιβές των δημοσίων υπαλλήλων και τις συντάξεις. Με ποιά αναλογία θα κατανεμηθούν δεν είναι δική μας δουλειά να υποδείξουμε. Ας το αποφασίσουν οι πολιτικοί, η κυβέρνηση, ή εναλλακτικά μία οικουμενική κυβέρνηση ή το συμβούλιο των πολιτικών αρχηγών. Αλλά, στο σημείο αυτό, θα πρέπει επίσης να γίνει κατανοητό ότι, ενώ με τα μέτρα αυτά θα μας δινόταν η ευκαιρία να κερδίσουμε χρόνο και να βγούμε στις αγορές για τη χρηματοδότηση του χρέους και της οικονομίας, τα μέτρα αυτά δεν θα ήταν επαρκή -από μόνα τους- για να κερδίσουμε τη μάχη της ανταγωνιστικότητας. Οι απαιτούμενες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις ώστε να καταστεί η χώρα μας διεθνώς ανταγωνιστική και φιλική στις εγχώριες και ξένες επενδύσεις σίγουρα ξεπερνούν αυτές που αναφέρονται στην "εργαλειοθήκη" του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ). Αλλά, εν όψει της αβελτηρίας της παρούσας κυβέρνησης και των συντηρητικών διακηρύξεων της αξιωματικής αντιπολίτευσης, χρειάζεται μεγάλο θάρρος για να ελπίζει κανείς στην ανάδειξη μίας εθνικής ηγεσίας και μίας κοινωνικής συμμαχίας αντάξιας των προκλήσεων που αντιμετωπίζουμε.

 

Από το 2010 και μετά, το βιοτικό μας επίπεδο στην Ελλάδα υποβαθμίζεται συστηματικά. Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι το "ξεφούσκωμα" ήταν το φυσικό επακόλουθο της υπερχρέωσης μετά το πάρτι των φτηνών δανείων, αλλά και του οργίου "φεσώματος" από τον δημόσιο τομέα, με τις ευλογίες φυσικά των πατρικίων της πολιτικής που ανταποκρινόντουσαν θερμά στις απαιτήσεις των πληβείων οπαδών τους. Μ' αυτά και με τ' άλλα πάντως, μέσα σε μία επταετία γίναμε γενικά πολύ φτωχότεροι. Οι πολιτικοί μας, μέχρι στιγμής τουλάχιστον, αποδείχθηκαν "ολίγοι" όσον αφορά την διαχείρηση της κρίσης και για να προασπίσουν τα συμφέροντα ενός σάπιου πολιτικού κατεστημένου που τους κάλυπτε -και εν μέρει εξακολουθεί να τους καλύπτει- επέτρεψαν την καταστροφή του ιδιωτικού τομέα της οικονομίας (που παρήγαγε πλούτο, λειτουργούσε εν πολλοίς με ανταγωνιστικά κριτήρια, διατητούσε υψηλά επίπεδα παραγωγικότητας και πλήρωνε και τους μισθούς του δυσλειτουργικού δημόσιου τομέα), προστατεύοντας αποκλειστικά τα "κεκτημένα" του ευρύτερου δημόσιου τομέα της ελληνικής οικονομίας που ανέκαθεν θεωρούσαν "αμπέλι" τους και από τον οποίον αντλούσαν και εξακολουθούν να αντλούν ψήφους ("Μόνο ΠΑΣΟΚ, δεν υπάρχει τίποτ' άλλο" - από το πράσινο, το γαλάζιο και παντός άλλου χρώματος "ΠΑΣΟΚ" που ευδοκίμησε και ευδοκιμεί στη χώρα της φαιδράς πορτοκαλέας).

 

Eν τω μεταξύ, όλες οι ενδείξεις -που πολλαπλασιάζονται τον τελευταίο καιρό με λογαριθμικούς ρυθμούς- είναι ότι ο ορίζοντας μίας ανοικτής πτώχευσης, η οποία θα συνοδεύεται από επιστροφή στη -νέα (;)- δραχμή και που ενδεχομένως θα διακυβεύσει τη θέση της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, έχει ήδη αρχίσει να γίνεται ορατός "διά γυμνού οφθαλμού". Tο ενδεχόμενο αυτό σίγουρα δεν θα μπορούσε να μας αφήνει αδιάφορους, γιατί οι συνέπειες δεν αφορούν μόνο την κοινωνική συνοχή, αλλά ενέχουν και σοβαρούς γεωπολιτικούς κινδύνους για τη χώρα λόγω της ύπαρξης εκτεταμένης πολιτικής αστάθειας στη περιοχή μας, καθώς και των σοβαρών πολιτικών ανακατατάξεων διεθνώς. Κάτω λοιπόν από αυτές τις συνθήκες, δεν διαθέτουμε πλέον την πολυτέλεια να πορευόμαστε ελαφρά και επιπόλαια. Η Ελλάδα έχει μεγάλο πρόβλημα, το οποίο μάλλον δεν πρόκειται να λυθεί από τους δανειστές μας και μόνο. Πρόκειται κυρίως για θέμα νοοτροπίας, που δυστυχώς δεν είναι εύκολο να αλλάξει από τη μία μέρα στην άλλη και που αποτελεί τροχοπέδη στην ικανότητά μας να προσαρμοζόμαστε γρήγορα στις αλλαγές των συνθηκών που επικρατούν γύρω μας. Προτού λοιπόν μας προλάβει μία άτακτη χρεοκοπία, έστω και από ατύχημα, καλό θα ήταν να συμφωνήσουμε και να απαιτήσουμε από την κυβέρνηση, αλλά και από τα κόμματα της αντιπολίτευσης που ενδεχομένως είναι διατεθημένα να συνεργαστούν, να προχωρήσει/προχωρήσουν προς την κατεύθυνση των σκέψεων που εκθέσαμε παραπάνω, γιατί τα περιθώρια που διαθέτουμε έχουν στενέψει υπερβολικά και δεν επιτρέπουν οποιαδήποτε πρόσθετη χρονοτριβή. Και δεδομένου ότι το πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα εξαρτάται από παράγοντες οι οποίοι είναι αδύνατον να προβλεφθούν επακριβώς, το τι θα γίνει τελικά θα εξαρτηθεί από την ύπαρξη ή μη πολιτικής βούλησης και διάθεσης συναίνεσης από τις πολιτικές ηγεσίες, αλλά και από την ευθυκρισία, τις αντοχές, τη θέληση και το αίσθημα προσωπικής ευθύνης όλων μας.

 

Με το σύνολο των παραγόντων που προαναφέρονται να κινούνται σε ένα περιβάλλον αβεβαιότητας και ελλειπούς πληροφόρησης, γίνεται φανερό γιατί η εύρεση ικανοποιητικής λύσης στο ελληνικό πρόβλημα καθίσταται ιδιαίτερα περίπλοκη. Περίπλοκη όμως δεν σημαίνει και ανέφικτη. Γι' αυτό κι αξίζει να το προσπαθήσουμε με όλες μας τις δυνάμεις, ώστε να μη μας απονεμηθεί ο τίτλος της μόνης χώρας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EE) και της Ευρωζώνης που δεν κατάφερε ποτέ να βγεί απ' τα μνημόνια και τελικά.. "τ' άφτυσε". Παρά τους τριγμούς και τις δοκιμασίες που έχει υποστεί το ευρωπαϊκό οικοδόμημα τον τελευταίο καιρό, τα παιδιαρίσματα και τα καπρίτσια των πολιτικών (εγχώριων και μη), τα προβλήματα δημοκρατικής νομιμοποίησης της γραφειοκρατίας των Βρυξελλών και τις δυσκολίες διαχείρησης των οικονομικών κρίσεων εντός της ΕE -και ιδιαίτερα εντός της Eυρωζώνης- λόγω έλλειψης προόδου από πλευράς σύσφιξης πολιτικών δεσμών (δημοσιονομικών και τραπεζικών περιλαμβανομένων) των κρατών-μελών, η Ελλάδα έχει αποκομίσει (στη βάση κόστους-οφέλους) σημαντικά κέρδη από τη συμμετοχή της στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι κατά τη διάρκεια της τελευταίας τριακονταπενταετίας. Χωρίς αμφιβολία, η τελευταία οικονομική κρίση έχει αλλάξει ριζικά τα δεδομένα της ελληνικής οικονομίας και έχει αρχίσει να κλονίζει την εμπιστοσύνη ενός σημαντικού τμήματος των πολιτών στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Μετά όμως τις διαδοχικές δοκιμασίες, τις φοροκαταιγίδες, τη φτωχοποίηση που έχουμε υποστεί τα τελευταία χρόνια και την εξαντλητική προσπάθειά μας να παραμείνουμε στον σκληρό ευρωπαϊκό πυρήνα ως ισότιμα μέλη του κλαμπ, δεν θα ήταν κρίμα να τα "παίζαμε" στη μέση του αγώνα; Υποπτευόμαστε ότι η απάντηση στο παραπάνω ερώτημα διευκολύνεται σε μεγάλο βαθμό αν εξεταστούν με προσοχή ο αριθμός και η ποιότητα των εναλλακτικών επιλογών που διαθέτουμε υπό τις παρούσες συνθήκες.

Copyright © 1999-2024 Premium S.A. All rights reserved.