ΕΚΤΥΠΩΣΗ
Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Τι ψάχνουν οι διεθνείς κολοσσοί στην ελληνική βιομηχανία τροφίμων Κύριο

10:43 - 27 Μαϊ 2021 | ΤΡΟΦΙΜΑ & ΠΟΤΑ
Τι ψάχνουν οι διεθνείς κολοσσοί στην ελληνική βιομηχανία τροφίμων
Έντονη κινητικότητα με εξαγορές και ραγδαίο μετασχηματισμό καταγράφεται το τελευταίο διάστημα στην ελληνική μεταποίηση και δη στον κλάδο των τροφίμων. Ουσιαστικά, η χώρα βλέπει έναν δυναμικό της κλάδο, μετά από μια δεκαετή δύσκολη πορεία εν μέσω μνημονίων, πειραμάτων εγχώριας συγκέντρωσης, να διεθνοποιείται και να γίνεται πεδίο ανάπτυξης σχεδίων μεγάλων παικτών.

Έτσι, χθες (26/5) μετά από σχεδόν τέσσερα χρόνια φλερταρίσματος και με δεδομένη τη βούληση του όμιλο Olayan να αποεπενδύσει, η εμβληματική εταιρία Chipita άλλαξε χέρια. Κι αυτό μετά από μια σειρά αλλαγών στο σχήμα ιδιοκτητών από όπου πέρασαν η MIG, η ΔΕΛΤΑ και, βέβαια, ο Mr. Chipita ο Σπ. Θεοδωρόπουλος.

Όπως ανακοινώθηκε χθες, το τίμημα της εξαγοράς ανέρχεται σε περίπου δύο δισεκατομμύρια δολάρια και υπόκειται σε ορισμένες προσαρμογές κατά την ολοκλήρωση της συναλλαγής. Το εν λόγω τίμημα χρηματοδοτήθηκε μέσω ενός συνδυασμού έκδοσης νέου δανεισμού και υφιστάμενων ρευστών διαθεσίμων. Η Mondelēz International εκτιμά ότι η συναλλαγή θα συμβάλλει στην άμεση αύξηση των κερδών ανά μετοχή. Βέβαια, η συναλλαγή τελεί υπό την έγκριση αρχών ανταγωνισμού και την πλήρωση τελικών όρων, ενώ στο πλαίσιο της συμφωνίας δεν περιλαμβάνεται η εταιρεία Π.Γ. ΝΙΚΑΣ ΑΒΕΕ και τα δικαιώματα μειοψηφίας στην κοινοπραξία της Chipita στην Ινδία.

Σύμφωνα με την πολυεθνική, η απόκτηση της Chipita αποτελεί ένα ακόμα βήμα στη συνεχή επέκταση της Mondelēz International σε γρήγορα αναπτυσσόμενες κατηγορίες της αγοράς των σνακ. Το 2021, η εταιρεία απέκτησε την Grenade, μια κορυφαία εταιρεία προϊόντων υψηλής διατροφικής αξίας στο Ηνωμένο Βασίλειο, την Gourmet Food Holdings, μια κορυφαία Αυστραλιανή εταιρεία τροφίμων στην ελκυστική κατηγορία των premium μπισκότων και κράκερ, και την Hu, μια εταιρεία στην κατηγορία του well-being σνακ στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής.

Το μήνυμα

Από την πλευρά του, σε μια έντονα συναισθηματικά φορτισμένη επιστολή προς τους εργαζόμενους της Chipita,  ο κ. Σπύρος Θεοδωρόπουλος έδωσε ουσιαστικά το στίγμα των αλλαγών στην εταιρία που, όμως, μπορεί να πει κανείς ότι αποτυπώνουν και το κλίμα συνολικά και το κλίμα εξελίξεων στην ελληνική μεταποίηση.

Σήμερα, η Chipita αλλάζει σελίδα και προχωράει μπροστά. Από σήμερα, η εταιρεία μας, γίνεται κομμάτι μιας μεγάλης και εξαιρετικά επιτυχημένης "οικογένειας” της εταιρείας Mondelez. Η διεθνής εταιρεία Mondelez, μια από τις κορυφαίες εταιρείες σνάκ στον κόσμο, αναγνώρισε στην εταιρεία Chipita την υψηλή αξία που παράγει διαχρονικά στις αγορές, τόσο της Ελλάδας όσο και των χωρών που δραστηριοποιείται.

Είναι ένας ακόμη μεγάλος σταθμός στην πολύ επιτυχημένη διαδρομή που όλοι μαζί έχουμε πετύχει. Στην Mondelez, βρήκαμε τον κατάλληλο συνεργάτη που θα προσφέρει σημαντική αξία σε εσάς και όλους τους ενδιαφερόμενους. Γιατί ως μέλος της Mondelez θα πετύχουμε ακόμη περισσότερα, να φέρουμε τα αγαπημένα προϊόντα σε όλο και περισσότερους καταναλωτές, να επεκτείνουμε την προϊοντική μας γκάμα σε πολύ μεγαλύτερο εύρος και να κατακτήσουμε ακόμη περισσότερες αγορές» ανέφερε ένας οραματικός και τολμηρός επιχειρηματίας που σίγουρα αφήνει μια σημαντική παρακαταθήκη δράσης, άξια μελέτης.

Βέβαια η πολυαναμενόμενη εξέλιξη στην Chipita δεν είναι η μόνη των τελευταίων μηνών όπου βλέπουμε να διεθνοποιείται ένα δυναμικό κομμάτι της Ελληνικής παραγωγής.

Οι εξελίξεις

Ο λόγος, βέβαια, για έναν άλλο μεγάλο παίκτη στα τρόφιμα, τη Vivartia, που εξαγοράστηκε από το πολυπράγμων επενδυτικό σχήμα CVC. Υπενθυμίζεται ότι  το προσφερθέν τίμημα για το 100% του μετοχικού κεφαλαίου της Vivartia ανήλθε στο ποσό των 175 εκατομμυρίων ευρώ, από το οποίο το τίμημα που αναλογεί στο ποσοστό 92,08% του μετοχικού κεφαλαίου της Vivartia κυριότητος της MIG ανέρχεται στο ποσό των 161,135 εκατομμυρίων και καταβλήθηκε ολοσχερώς. Παράλληλα, βέβαια, το CVC Capital ανέλαβε και τις δανειακές υποχρεώσεις της Vivartia, αποτιμώντας έτσι την αξία της επιχείρησης στο επίπεδο των 620 εκατομμυρίων ευρώ. Επιπλέον, το CVC έχει συγκαλέσει την ερχόμενη Πέμπτη γενική συνέλευση των μετόχων της Vivartia (η ίδια ελέγχει πλέον το 100% των δικαιωμάτων ψήφου) με θέμα αύξηση κεφαλαίου της τάξεως των 75 εκατομμυρίων ευρώ, την οποία και θα καλύψει η ίδια, ποσό με το οποίο θα αποπληρωθεί σημαντικό μέρος των τραπεζικών υπερχρεώσεων, της τάξεως των 170 εκατομμυρίων, του βραχίονα της εστίασης. Επίσης, το σχήμα CVC μπήκε στη Δωδώνη με ένα deal που σύμφωνα με τραπεζικές πηγές εκτιμάται στα επίπεδα των 135 εκατ. με 150 εκατ. ευρώ.

Είναι προφανές, λοιπόν, ότι η αγορά αλλάζει και πλέον στο τρόφιμο, το σνακ αλλά και τα βασικά είδη διατροφής συγκεντρώνεται το «παιχνίδι». Μετά από μια ισχυρή δοκιμασία από την κρίσης οι ελληνικές εταιρίες βρίσκονται σε ένα κρισιμο σταυροδρόμι επιβίωσης. Εκεί, όπως φαίνεται, αντέχουν όσοι έχουν ισχυρό ταμείο, καλό προϊόν αλλά και κατάλληλες στρατηγικές εξωστρέφειας.  Και τέτοιες υπάρχουν όπως πχ η ΦΑΓΕ, η ΚΡΙ-ΚΡΙ, τα Ελληνικά Γαλακτοκομεία (Όλυμπος), η ΜΕΒΓΑΛ (που έχει περάσει σε μια φάση νέας στρατηγικής και έχει ενδιαφέρον να φανεί πως θα διαμορφώσει τις σχέσεις της με τη Vivartia, που μετέχει στο μετοχικό της σχήμα), η ΙΟΝ (βασικός αντίπαλος της Mondelez), η εταιρία Παπαδοπούλου και πολλές άλλες οι οποίες έχουν αποδείξει ότι ξέρουν να παλεύουν.

Το «δια ταύτα»

Γιατί όμως οι εξελίξεις επιταχύνονται εσχάτως. Προφανώς κομβικό ρόλο σε αυτό παίζουν οι τράπεζες που ξεκαθαρίζουν το χαρτοφυλάκιό τους και αναζητούν «ζεστό» χρήμα ώστε να καλύψουν τις απαιτήσεις κεφαλαιακής επάρκειας. Δεύτερος λόγος είναι ότι πολλές ελληνικές εταιρίες αντιμετωπίζουν μεγάλο ζήτημα με το κόστος χρήματος σε σχέση με πολυεθνικούς γίγαντες. Έτσι, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες δεν είναι εύκολο πάντα να κινηθούν και να αντέξουν στις πιέσεις στις τιμές, στην αξιοποίηση καινοτόμων μεθόδων παραγωγής, νέων προϊόντων, επενδύσεων. Αναπόφευκτα, επιλέγουν να ενταχθούν σε μεγαλύτερα πολυεθνικά σχήματα ειδικά όταν οι δεν υπάρχουν και διάδοχα σχήματα που θα τρέξουν τις εν λόγω επιχειρήσεις.

Άλλος ένας λόγος, δηλαδή,  είναι ότι πολλές οικογενειακές επιχειρήσεις δεν μπορούν εύκολα να μετεξελιχθούν με βάση τα νέα δεδομένα εταιρικής διακυβέρνησης κι έτσι υπό το φόβο συρρίκνωσης περνούν σε ομίλους. Σε όλα αυτά μπορεί να προσθέσει κανείς και το ότι οι αξίες, ειδικά σε εταιρίες με υψηλό δανεισμό, στην Ελλάδα, είναι «κτυπημένες» και, άρα, είναι στο στόχαστρο fund που βλέπουν ευκαιρίες για αποκόμιση κερδών όπως και το ότι οι μεγάλοι διεθνείς παίκτες έχουν μεγαλύτερη ευχέρεια να αντιμετωπίσουν κρίσεις όπως τώρα, αλλά και να ανοιχτούν στις διεθνείς αγορές, που είναι και το μεγάλος στοίχημα μια και η Ελλάδα αποτελεί μια περιφερειακή μικρή αγορά.

Κοντολογίς, η επόμενη μέρα φέρνει μεγάλες αλλαγές στο παραγωγικό μοντέλο με τους ισχυρούς Ελληνικούς ομίλους απέναντι σε μεγάλους πολυεθνικούς παίκτες σε ένα αγώνα που απαιτεί ευρηματικότητα και αντοχές. Η ιστορία έχει δείξει ότι τα Ελληνικά Success Story υπάρχουν και μπορούν να οδηγήσουν σε ένα νέο κύκλο εξελίξεων για την ελληνική επιχειρηματικότητα.

Γιώργος Αλεξάκης

Τελευταία τροποποίηση στις 13:14 - 27 Μαϊ 2021
Copyright © 1999-2024 Premium S.A. All rights reserved.