ΕΚΤΥΠΩΣΗ
Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Δίκτυο: Έχουν βάση οι φόβοι Σημίτη για νέο δανεισμό

13:59 - 08 Ιαν 2019 | Οικονομία
Δίκτυο: Έχουν βάση οι φόβοι Σημίτη για νέο δανεισμό
Tο ΔΙΚΤΥΟ εξέδωσε την Τρίτη το πρώτο Δελτίο Ανάλυσης κι Εκτίμησης της νέας χρονιάς και επιχειρεί να απαντήσει στο ερώτημα: 2019: Χρονιά σταθμός ή εφιάλτης; Επίσης, εκτιμά πως η εκτίμηση Σημίτη για νέο δανεισμό της Ελλάδας από τον ESM έχει βάση.

2019: Χρονιά σταθμός ή εφιάλτης;

Το νέο έτος που μετράει μόλις λίγα 24ωρα είναι έτος εκλογικό σε ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο. Από τα αποτελέσματα θα κριθεί η πορεία της Ελλάδας και της Ευρώπης για τα επόμενα χρόνια. Ειδικά για τη χώρα μας, θα φανεί αν θα αποτελέσει το 2019 τον επίλογο της δεκαετούς οικονομικής δυσχέρειας ή αν θα ανοίξει ένα ακόμα, σωρευτικά επώδυνο, κεφάλαιο διατήρησης και επέκτασής της. Αν συνεχιστεί πάντως η οικονομική πολιτική ως έχει, το πιο ενοϊκό σενάριο θα είναι ο στατικός βάλτος της μη ανάπτυξης. Κι αυτό γιατί ήδη πληθαίνουν οι τοποθετήσεις διεθνών αναλυτών, που συμπυκνώνονται στην θέση που εξέφρασε ο Έλληνας πρώην Πρωθυπουργός και καθηγητής Κ. Σημίτης, πως η προσφυγή της Ελλάδας σε νέο δανεισμό από τον ESM θα είναι αναπόφευκτη. Όσο οι πόρτες των αγορών παραμένων κλειστές η πιθανότητα αυτή μετατρέπεται σε βεβαιότητα. Εξάλλου το ΔΙΚΤΥΟ από τον περασμένο Σεπτέμβριο (Δελτίο αρ. 64) είχε κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου μιας νέας χρεοκοπίας. Ας δούμε πως αιτιολογείται αυτή η δυσμενής πρόβλεψη αλλά και ορισμένα χαρακτηριστικά ορόσημα του νέου έτους τα οποία θα διαμορφώσουν κατά κύριο λόγο την πορεία του.

Ελληνική οικονομία: To 2018 έφυγε, ζήτω το …2010!

Οι πρώτοι μήνες που βρήκαν τη χώρα μας τυπικά εκτός των προγραμμάτων στήριξης, χωρίς δηλαδή πηγή εξωτερικού δανεισμού πέραν των αγορών, παρήλθαν χωρίς να την καταστήσουν ικανή και αξιόπιστη για αυτόνομη έξοδο στις αγορές. Παρά την δεδομένη αποκατάσταση της δημοσιονομικής τάξης με τα συνεχή πλεονάσματα, οι αγορές συνεχίζουν να μην εμπιστεύονται την ελληνική οικονομία ως επενδυτικό πεδίο και μάλιστα με την διαφορά στα επιτόκια του ελληνικού και του γερμανικού δεκαετούς ομολόγου να είναι πάνω από τις 410 μονάδες βάσης. Αυτή η διαφορά του Δεκ’ 2018, είναι μεγαλύτερη από την αντίστοιχη του 2010 που κατέστησε μη βιώσιμη την έξοδο της Ελλάδας στις αγορές και ανάγκασε την χώρα μας να  προσφύγει για βοήθεια στο ΔΝΤ και τους Ευρωπαίους ετέρους. Πέρασαν 8 χρόνια υλοποίησης προγραμμάτων στήριξης, έντονης λιτότητας, ισχυρών δεσμεύσεων και κοινωνικών θυσιών, για να αξιολογείται ξανά η ελληνική οικονομία με την ίδια επισφάλεια που κρινόταν και το 2010!

Η ελληνική κυβέρνηση χρέωσε επιπόλαια την υψηλή απόδοση των ελληνικών ομολόγων στην ιταλική κρίση του φθινοπώρου, η οποία όμως παρήλθε πολύ σύντομα, με αποκλιμάκωση των αποδόσεων των ιταλικών ομολόγων και με τα αντίστοιχα ελληνικά να μένουν ανεπηρέαστα.

Εκτός από την βασική αιτία της ελληνικής ιδιαιτερότητας, την οποία είχε περιγράψει ο επικεφαλής του ESM Κ. Ρέγκλινγκ τον Ιούνιο 2017, επιβεβαιώνεται η εκτίμησή μας πως τα αίτια της αναξιοπιστίας της ελληνικής οικονομίας παραμένουν αμιγώς εγχώρια και αφορούν την ασκούμενη οικονομική πολιτική. Ως επιπλέον επιβαρυντικά χαρακτηριστικά των μηνών που πέρασαν από τον «συμβολικό» προηγούμενο Αύγουστο, προστίθεται η επιλογή της κυβέρνησης να διοχετεύσει το μεγαλύτερο μέρος του πλεονάσματος σε άμεσες χρηματικές παροχές προς στοχευμένες κοινωνικές ομάδες, με κύρια πηγή την υψηλή, άμεση και έμμεση φορολογία. Αν συνυπολογίσουμε σε αυτές και μια σειρά δικαστικών αποφάσεων που αφορούν την καταβολή υπέρογκων μισθοδοτικών δαπανών του δημοσίου (ύψους περίπου 10 δισεκ. Ευρώ), κινδυνεύει να ισοπεδωθεί πλήρως ο,τι με τόσο κόπο και αιματηρές θυσίες χτίστηκε κατά την δεκαετία υλοποίησης των προγραμμάτων στήριξης. Η χώρα πληρώνει υψηλότατο κόστος σταθερότητας και αξιοπιστίας, σε επιλογές οι οποίες ενισχύουν την κατανάλωση και τις εισαγωγές, με αδύναμους έως ανύπαρκτους μηχανισμούς ελέγχου της κοινωνικής τους αναγκαιότητας και ταυτόχρονα παρατηρείται τεράστια υστέρηση στις δημόσιες επενδύσεις και σε αναπτυξιακές πολιτικές που θα «γεννήσουν» θέσεις εργασίας και θα επιταχύνουν την υγιή οικονομική ανάκαμψη. Η κυβέρνηση προσφέρει ένα γεύμα με ψάρι, αντί για την βάρκα, τον εξοπλισμό και την εκπαίδευση για ψάρεμα, ώστε η κοινωνία να παράγει και η οικονομία να αναπτύσσεται.

Και βρεγμένοι και …δαρμένοι

Πέραν των σημαντικών περιπτώσεων άνισης και αντιπαραγωγικής ανακατανομής που συνεπάγεται η επιδοματική πολιτική, αν υπολογίσουμε το ύψος των έμμεσων φόρων αλλά και αμετάβλητες νομοθετικές παρεμβάσεις στο συνταξιοδοτικό σύστημα, μεγάλο μέρος αυτών των παροχών «κατάσχεται» ξανά από τα εισοδήματα, ακόμα και των πιο αδύναμων κοινωνικών ομάδων. Σύμφωνα με τα στοιχεία φορολογικής πολιτικής που δημοσιεύει η ΑΑΔΕ, το 2018 το 58,42% επί των φορολογικών εσόδων προήλθε από έμμεσους φόρους όταν το 2014 το ποσοστό αυτό ήταν 53,76%. Με την αύξηση δηλαδή κατά 5% περίπου της μαζικής και κάθετης φορολογίας «επί δικαίων και αδίκων» επί κυβερνήσεως ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, στην ουσία η κυβέρνηση απορροφά και επαν-εισπράττει την όποια κοινωνική βοήθεια φαίνεται να προσφέρει. Αντίστοιχα, με την εφαρμογή του επαν-υπολογισμού των προσωπικών διαφορών 2 εκατ. Συνταξιούχων όλων των ταμείων (πλην του ΟΓΑ) με βάση τον νόμο Κατρούγκαλου πραγματοποιήθηκαν άμεσες μειώσεις από 37 έως και 487 ευρώ, με βάση τα σχετικά ενημερωτικά σημειώματα που απεστάλησαν εντός του περασμένου Δεκεμβρίου. Εν προκειμένω παρατηρούμε δηλαδή την άσκηση μιας οικονομικής πολιτικής που και τα λάθος μηνύματα στέλνει σε επενδυτές, αγορές και δανειστές αλλά και στην ουσία συνεχίζει να επιβαρύνει και ναι υπονομεύει περεταίρω τα εισοδήματα των πολιτών, ακόμα και των πιο αδύναμων!

Τα μόνιμα βαρίδια

Στα παραπάνω δείγματα μη συμμόρφωσης στις απαιτήσεις αξιοπιστίας, ώστε να θεωρείται η ελληνική οικονομία πεδίο πρόσφορο για δανεισμό και ξένες επενδύσεις, συνυπολογίζονται και ορισμένα προβλήματα που «παγιώθηκαν» από το 2015 και μετά:

  1. Οι δεσμεύσεις για υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα πάνω από τον ρυθμό ανάπτυξης του ΑΕΠ
  2. Η οριακή κατάσταση των ελληνικών τραπεζών και οι συνεχείς κεφαλαιακές ανάγκες μέχρι την διευθέτηση του ζητήματος των κόκκινων δανείων, μαζί με τους κεφαλαιακούς ελέγχους που παραμένουν.
  3. Ο κίνδυνος να προσφύγει το δημόσιο στην άντληση πόρων από το λεγόμενο «κεφαλαιακό μαξιλάρι» ή cash buffer των 30 δισεκ. για χρήση πέραν από εξόφληση δανείων του ΔΝΤ. Κάτι το οποίο θα στείλει εξαιρετικά αρνητικό μήνυμα στις αγορές.
  4. Η απροθυμία για τομές και μεταρρυθμίσεις που θα ενισχύσουν το επιχειρηματικό κλίμα και θα προσελκύσουν επενδυτικά κεφάλαια.
  5. Το κλίμα πολιτικής αστάθειας που προκαλεί η ακραία και διχαστική πολιτική αντιπαράθεση, η οποία δεν επιτρέπει στους εξωτερικούς παρατηρητές την μακροπρόθεσμη προσέγγιση της ελληνικής οικονομίας.

Η εκτίμηση μας είναι πως ο μόνος τρόπος απαλλαγής από τις εγκατεστημένες αυτές παθογένειες, είναι η αντιμετώπιση των κύριων και πραγματικών αιτιών που προκάλεσαν το βάθος και την ένταση της διεθνούς οικονομικής κρίσης στην χώρα μας, στο βαθμό που δεν συνέβη και καμία άλλη χώρα της Ευρωζώνης. Όσο οι ουσιαστικές λύσεις αναβάλλονται τόσο το ρολόι θα μηδενίζεται και θα επιστρέφουμε ξανά και ξανά σε έναν φαύλο κύκλο λιτότητας και χρεοκοπίας.

 

Υποτιμώντας την εκπαίδευση υπονομεύεται η ανάπτυξη – Δείκτης ECI

Το ΔΙΚΤΥΟ κατά την 5ετή λειτουργία του έχει διεξοδικά παρουσιάσει προτάσεις και μεταρρυθμίσεις που μπορούν να αναμορφώσουν το παραγωγικό μοντέλο της Ελλάδας και να οδηγήσουν στην ανάπτυξη. Οι προτάσεις αυτές δεν περιορίζονται μόνο στο πεδίο της οικονομικής πολιτικής αλλά σε μια σειρά από παρεμβάσεις σε διάφορους τομείς με κυρίαρχο αυτόν του Εκπαιδευτικού Συστήματος. Ένας συγκριτικός δείκτης αξιολόγησης των οικονομιών παγκοσμίως που αποτυπώνει αυτήν την επιτακτική ανάγκη διασύνδεσης του εκπαιδευτικού συστήματος με τις αναπτυξιακές ανάγκες της χώρας είναι ο δείκτης οικονομικής πολυπλοκότητας του Παρατηρητηρίου Οικονομικής Πολυπλοκότητας του ΜΙΤ (Economic Complexity Index - ECΙ), τον οποίο εξηγεί σε κείμενο του στα ελληνικά ο ομ. Καθηγητής ΕΜΠ Μ. Σακελλαρίου.[1] Σύμφωνα με τον συγκεκριμένο δείκτη, ο οποίος μετρά τη συμμετοχή κάθε χώρας στο παραγόμενο παγκόσμιο προϊόν με βάση τις οικονομικές δραστηριότητες που στηρίζονται στην γνώση και την καινοτομία, η θέση της Ελλάδας απέχει πολύ από τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ειδικά του Ευρώ. Είναι δε πολύ κοντά στη μηδενική τιμή του δείκτη και στις χώρες με αρνητική βαθμολόγηση. Η κατάταξή μας το 2014 ήταν στην 46η θέση, της Βουλγαρίας στην 38η και της Τουρκίας στην 42η. Το 2016 (έκθεση του 2017) η θέση της Ελλάδος ήταν στην 58η! Η τελευταία θέση πριν από τις αρνητικές τιμές του δείκτη! Η Βουλγαρία ήταν στην 42η θέση και η Τουρκία στην 43η. Η Πορτογαλία ήταν στην 36η, η Ισπανία στην 30η και η Εσθονία στην 25η θέση επί συνόλου 127 χωρών.

Μάρτης – γδάρτης και κριτής

Όλα τα παραπάνω θα συνυπολογιστούν από ετέρους και δανειστές στο προσεχές διάστημα, προκειμένου να καθορίσουν την στάση τους απέναντι στην χώρα μας, μετά το πρώτο αρκετά χαλαρωτικό και γενναιόδωρο διάστημα Αυγούστου-Δεκεμβρίου.

Συγκεκριμένα:

  • Στη συνεδρίαση του EuroWorking Group (EWG) στις 10 Ιανουαρίου, θα αποτιμηθεί η εκτέλεση του προϋπολογισμού του 2018 μαζί με τις εκκρεμότητες που απορρέουν από το πρόγραμμα ενισχυμένης εποπτείας.
  • Μετά το πρώτο Eurogroup του 2019, ακολουθεί η επαναφορά των «θεσμών» στην Αθήνα στις 21 Ιανουαρίου. Υπό το φίλτρο των δανειστών αναμένεται να περάσουν οι κυβερνητικές παροχές των περασμένων ημερών καθώς και ο κίνδυνος εκτροχιασμού από τις δικαστικές αποφάσεις καταβολής αναδρομικών. Η ατζέντα των διαπραγματεύσεων περιλαμβάνει ακόμα όσα ζητήματα μετέθεσε η κυβέρνηση για το τέλος της τετραετίας: τα κόκκινα δάνεια, τις αλλαγές στο δημόσιο, τις ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις του ελληνικού κράτους και τις ιδιωτικοποιήσεις (από τις εισπράξεις των οποίων θα καλυφθεί μέρος των δανειακών υποχρεώσεων που έχει φέτος η Ελλάδα).
  • Στις 27 Φεβρουαρίου 2019 θα δοθούν στην δημοσιότητα τα συμπεράσματα της αξιολόγησης από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και η έκθεση των θεσμών θα συζητηθεί στο Eurogroup της 12ης Μαρτίου, το οποίο θα αφορά κυρίως το ελληνικό ζήτημα.
  • Από την συγκεκριμένη έκθεση θα εξαρτηθεί αν θα εκταμιευθούν ή όχι τα κέρδη που  αποκόμισαν η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) και οι εθνικές κεντρικές τράπεζες της ευρωζώνης από τα ελληνικά ομόλογα, ύψους 600 εκατ. ευρώ.

Με δεδομένο το απαγορευτικό σήμα για τις αγορές, το οποίο δύσκολα θα αρθεί πριν τον Μάρτιο, για τους λόγους που αναφέραμε παραπάνω, η διαπραγμάτευση των επόμενων μηνών θεωρείται εξαιρετικά κρίσιμη για την χρηματοδότηση της οικονομίας και πιθανότατα να επηρεάσει άμεσα και να δρομολογήσει τις πολιτικές εξελίξεις.

Copyright © 1999-2024 Premium S.A. All rights reserved.