ΕΚΤΥΠΩΣΗ
Εκτύπωση αυτής της σελίδας

ΚΕΠΕ: Ύφεση 5,67%-7,16% το 2020-Ανάγκη για ένα συνολικό Recovery Plan

16:58 - 26 Ιουν 2020 | Οικονομία
ΚΕΠΕ: Ύφεση 5,67%-7,16% το 2020-Ανάγκη για ένα συνολικό Recovery Plan
Στο εύρος 5,67% με 7,16% τοποθετεί την ύφεση για το 2020 το Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ).

Όπως αναφέρει το ΚΕΠΕ, οι περισσότεροι αναλυτές προχωρούν σε επανεκτίμηση της κατάστασης προβλέποντας μικρότερη ύφεση. Το σημαντικότερο στοιχείο της αλλαγής αυτής είναι η εμπιστοσύνη και αξιοπιστία που δημιουργήθηκε στη χώρα μας από τη διαχείριση της υγειονομικής και της οικονομικής κρίσης από την ελληνική πολιτεία. Εμπιστοσύνη και αξιοπιστία ήταν τα «χαμένα» όπλα της ελληνικής οικονομικής πολιτικής για δεκαετίες. Αξιοπιστία σημαίνει προσήλωση στους στόχους της πολιτικής της χώρας με ειλικρίνεια, συνέπεια, μεθοδικότητα και υπευθυνότητα. Η αξιοπιστία ενισχύει έμπρακτα την εμπιστοσύνη τόσο εντός όσο και εκτός της χώρας. Με τη σειρά της, η εμπιστοσύνη βελτιώνει τις προσδοκίες και αυτές πριμοδοτούν τις προσπάθειες της κυβέρνησης, φέρνοντας το επιθυμητό αποτέλεσμα, που δεν είναι άλλο από τη γρήγορη και σταθερή επανόρθωση της οικονομίας.

Σύμφωνα με το report του ΚΕΠΕ, τα πρώτα δείγματα γραφής συνηγορούν στην παραπάνω υπόθεση. Αντανακλώνται στην επιτυχή έξοδο της χώρας όπου δανείστηκε για 10ετές ομόλογο με επιτόκιο 1,5%4 . ∆εν είναι η πρώτη φορά που βγήκε η χώρα στις αγορές. Είναι όμως η πρώτη φορά κατά την οποία το κόστος δανεισμού είναι τόσο μικρό για ένα δεκαετές ομόλογο. Τον Μάρτιο του 2019, το αντίστοιχο επιτόκιο δανεισμού ήταν 3,9%. Άρα η εμπιστοσύνη είναι το άλφα και το ωμέγα στην οικονομία. Και αυτό είναι ένα σημαντικό μήνυμα που πρέπει να το κρατήσουμε για τους επόμενους μήνες. Οι ξένοι επενδυτές δανείζουν στις σημερινές συνθήκες την Ελλάδα με ευνοϊκό επιτόκιο. Και μάλιστα σε μια περίοδο γεωπολιτικών εντάσεων όπου η Ελλάδα απειλείται από την επιθετικότητα της Τουρκίας. Απόδειξη και αυτό του πόσο σημαντικό είναι ότι η χώρα μας είναι «δεμένη» με το ευρώ.

Ο τουρισμός επηρεάζεται αρνητικά

Ο τουριστικός τομέας αναμένεται να αντιμετωπίσει ένα από σημαντικότερα πλήγματα από τη διεθνή εξάπλωση του νέου κορωνοϊού (COVID-19), γιατί συμβάλλει σημαντικά στην ελληνική οικονομία. ∆εδομένου ότι ο δημόσιος τομέας καταλαμβάνει το 1/5 περίπου της ελληνικής οικονομίας σε όρους παραγωγής και απασχόλησης, η άσκηση επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής, σε συνδυασμό με την ταυτόχρονη άσκηση κατάλληλων κλαδικών πολιτικών, είναι εφικτό να αντισταθμίσει σημαντικό μέρος των αρνητικών επιπτώσεων της μείωσης των διεθνών ταξιδιωτικών εισπράξεων. Κατά συνέπεια, οι εκτιμήσεις του Υπουργείου Οικονομικών για ύφεση 4,7% έως 7,9% φαίνονται, με τα σημερινά δεδομένα, αρκετά βάσιμες.

Τα μη εξηπηρετούμενα δάνεια θα αυξηθούν

Με δεδομένη τη δυσχέρεια στην ιδιωτική οικονομία, σε επίπεδο οικονομικής πολιτικής ως κύριος αντισταθμιστικός παράγοντας μπορεί να αναδειχθεί η αύξηση των κρατικών δαπανών για τη στήριξη της πραγματικής οικονομίας. Στην περίπτωση της χώρας μας, όπως αναφέρει το ΚΕΠΕ, αυτό μπορεί να σημαίνει μείωση των απαιτούμενων πρωτογενών πλεονασμάτων του Κρατικού Προϋπολογισμού για όσο διάστημα απαιτείται, προκειμένου να στηριχθεί η οικονομία υπό τις έκτακτες συνθήκες ανοικοδόμησής της. Η σχετικά μικρή επίδραση του ύψους του δημοσίου χρέους στην αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕ∆) αποτελεί ένα ενθαρρυντικό μήνυμα προς τους υπεύθυνους χάραξης μιας περισσότερο παρεμβατικής πολιτικής στήριξης των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών. Επιπλέον, ο ρόλος του δημοσιονομικού ισοζυγίου και του ελλείμματος του Κρατικού Προϋπολογισμού σχετικά με την εξέλιξη των ΜΕ∆ θα πρέπει να εκτιμηθεί σε συνδυασμό με την προσδοκώμενη θετική επίδραση των δημοσίων δαπανών στη στήριξη του εισοδήματος και του ΑΕΠ, τα οποία αποτελούν τον κύριο παράγοντα επίδρασης στα μη εξυπηρετούμενα δάνεια.

Από την άλλη πλευρά, η χρηματοοικονομική ευρωστία των τραπεζικών ιδρυμάτων, όπως τουλάχιστον αυτή αντανακλάται στη διατήρηση ισχυρής κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών, αποτελεί τη δεύτερη σημαντική γραμμή άμυνας για την ανάσχεση νέων μη εξυπηρετούμενων δανείων όλων των κατηγοριών στο μέλλον, καθώς συμβάλλει στη διαφύλαξη της εμπιστοσύνης στο τραπεζικό σύστημα και στη χρηματοοικονομική σταθερότητα γενικότερα. Τέλος, η αρνητική επίπτωση που θα έχουν πιθανές δυσμενείς μεταβολές στις τιμές των ακινήτων στα στεγαστικά ΜΕ∆ είναι αναμενόμενη αλλά μικρή, ενώ η αύξηση των παρεχόμενων κινήτρων προς τα πιστωτικά ιδρύματα για την ενίσχυση της πιστωτικής επέκτασης προς την οικονομία θα έχουν βραχυπρόθεσμα ευεργετική, αν και μικρή, επίδραση στη μείωση ή συγκράτηση της αύξησης των ΜΕ∆.

Επομένως, τον κύριο μοχλό στήριξης της οικονομίας και ανάσχεσης των ΜΕ∆ πρέπει να αποτελέσει η αύξηση των κρατικών δαπανών ως βασικός στυλοβάτης του εισοδήματος σε περιόδους κρίσης, με την παράλληλη μέριμνα για διατήρηση της χρηματοοικονομικής ευρωστίας των τραπεζών ως την αναγκαία γέφυρα για την «επόμενη μέρα» της ελληνικής οικονομίας.

Η καθημερινότητα των εργαζομένων, των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων θα αλλάξει

Συνολικά, το ποσοστό των εργαζομένων που θα μπορούσαν να εργαστούν από το σπίτι διαμορφώνεται στο 32,8%. Ωστόσο, το ενδεχόμενο επέκτασης της εργασίας από το σπίτι στη μετά-κορωνοϊό εποχή απαιτεί προσεκτικά βήματα, καθώς μπορεί να διευρύνει τις υφιστάμενες ανισότητες μεταξύ καλών και λιγότερο καλών θέσεων εργασίας, ενώ μπορεί να βλάψει την αποτελεσματική απασχόληση κάποιων εργαζομένων. Η παραγωγικότητα της εργασίας από το σπίτι δεν είναι αναγκαστικά και μόνιμα η ίδια με αυτή στον τόπο εργασίας. Χρειάζεται ορθολογική ρύθμιση της εργασίας από το σπίτι λαμβάνοντας υπόψη, πέρα από τη γνώμη των εμπλεκομένων, τα διαρθρωτικά χαρακτηριστικά και τη λειτουργία των επιμέρους αγορών εργασίας. Ο βαθμός επέκτασης της εργασίας από το σπίτι εξαρτάται και από τις τεχνολογικές δυνατότητες της χώρας, οι οποίες, αν και βελτιώνονται, σε ορισμένες γεωγραφικές περιοχές παραμένουν ακόμη περιορισμένες.

Επίσης, είναι σκόπιμο να λαμβάνονται υπόψη και οι αλληλεπιδράσεις από την απόφαση για εργασία από το σπίτι. Για παράδειγμα, η ευρεία εφαρμογή της εργασίας από το σπίτι για κάποια επαγγελματική ομάδα ενδέχεται να απαιτεί και την παραμονή στο σπίτι για άλλα μέλη του νοικοκυριού. Σε άλλες περιπτώσεις, η εργασία από το σπίτι μπορεί να έχει σημαντικά αμοιβαία οφέλη για τους εργαζόμενους και τους εργοδότες και να βοηθήσει στην επαγγελματική ενσωμάτωση ατόμων με κινητικά προβλήματα, καθώς και να διευρύνει την περίοδο λοχείας. Εντούτοις, είναι απαραίτητο το κόστος της (εξοπλισμός, αυξημένες λειτουργικές δαπάνες σπιτιού λόγω μεγαλύτερης παραμονής) να το επωμίζεται ο εργοδότης. Επιπλέον, είναι αναγκαίο να γίνεται αυστηρή τήρηση του ωραρίου εργασίας και αυτό να μην διευρύνεται με το πρόσχημα της παραμονής στο σπίτι, ενώ ουσιαστική σημασία έχουν και οι συνθήκες υγιεινής και ασφάλειας στο σπίτι.

Όπως κάθε τι καινούργιο, έτσι και η εργασία από το σπίτι, που αποτελεί μια εκδήλωση ευκαμψίας στην αγορά εργασίας, έχει πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα. Εφόσον υπάρξει πολιτική βούληση μπορεί να διαμορφωθεί το αναγκαίο νομικό πλαίσιο, το οποίο να διασφαλίζει τα δικαιώματα του εργαζόμενου και να μην δυσχεραίνει την επιλογή εργασίας από το σπίτι για τις επιχειρήσεις. Η πρόσφατη εμπειρία έδειξε ότι η εργασία από το σπίτι σε ακραίες περιστάσεις, όπως η πανδημία του κορωνοϊού COVID-19, είναι απαραίτητη τόσο για ψυχολογικούς όσο και για οικονομικούς λόγους.

Ο δρόμος μπροστά μας: το σχέδιο των μεταρρυθμίσεων

Σημαντικό χαρακτηρίζεται να μην «χαθεί» ούτε ένα ευρώ από τα χρήματα του πακέτου στήριξης της ΕΕ που αντιστοιχούν στη χώρα μας. Αυτό σημαίνει ότι ο κρατικός μηχανισμός πρέπει να είναι έτοιμος να διαχειρισθεί ένα συνολικό Recovery Plan. Όμως δεν φτάνει η απορροφητικότητα, όπως σημειώνεται, χρειάζεται και αποτελεσματικότητα.

Το αναγκαίο Recovery Plan της χώρας πρέπει να υποστηρίζει το δόγμα που λέει: «παράγω και εξάγω».

Όπως αναφέρει το ΚΕΠΕ η κυβέρνηση έχει τη χρυσή ευκαιρία-πρόκληση να προχωρήσει στον μετασχηματισμό του παραγωγικού μοντέλου της χώρας ενισχύοντας τον πρωτογενή και δευτερογενή τομέα. Να αναδείξει την τοπική παραγωγή, ώστε να περιορίσουμε την εξάρτησή μας από άλλες χώρες και ειδικά από αυτές που είναι μακριά από το γεωγραφικό μήκος και πλάτος στο οποίο βρισκόμαστε. Και αυτό μπορεί να γίνει τονώνοντας τον πρωτογενή τομέα με νέες τεχνολογίες και ιδέες.

Έπειτα, να ρίξουμε το βάρος μας στη μεταποίηση, που μπορεί να παίξει τον ρόλο του πολλαπλασιαστή της αξίας της παραγωγής μας.

«Η ελληνική παραγωγή με όλες τις εκφάνσεις της θα μπορούσε να αποτελεί τον εναλλακτικό προμηθευτή σε ένα μοντέλο αγοράς που πλέον αλλάζει από την ταχύτητα παράδοσης στην ασφαλή παράδοση. Για να το πετύχουμε αυτό όμως πρέπει να δούμε καίρια ζητήματα, όπως τα ενεργειακά ή/και τα εργασιακά (π.χ. ασφαλιστικές κρατήσεις) κόστη. Θέματα που συζητάμε εδώ και χρόνια, που έχουν να κάνουν με την ανταγωνιστικότητα της χώρας και που μια εθνική στρατηγική για την επίλυσή τους μόνο όφελος μπορεί να φέρει στη χώρα» καταλήγει το σχετικό κείμενο που υπογράφει ο Πρόεδρος του ∆.Σ. και επιστημονικός διευθυντής του ΚΕΠΕ καθηγητής Παναγιώτης Λιαργκόβας.

Τελευταία τροποποίηση στις 17:02 - 26 Ιουν 2020
Copyright © 1999-2024 Premium S.A. All rights reserved.