ΕΚΤΥΠΩΣΗ
Εκτύπωση αυτής της σελίδας

ΟΚΕ: Το νέο ασφαλιστικό σύστημα αγνοεί βασικές αρχές

19:33 - 05 Ιουλ 2010 | Πολιτική
Αγνοεί τις βασικές αρχές, αρχές που περιλαμβάνονται και στη Γνώμη της, και που πρέπει να διέπουν το ασφαλιστικό σύστημα της χώρας το Σχεδίου Νόμου «Νέο Ασφαλιστικό Σύστημα και συναφείς διατάξεις. Ρυθμίσεις στις Εργασιακές Σχέσεις», που εστάλη από το Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, σύμφωνα με την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή (Ο.Κ.Ε.)
Κατά τη σημερινή συνεδρίαση της Ολομέλειας, στην οποία παρέστη ο κ. Ανδρέας Λοβέρδος, Υπουργός Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, ο οποίος, αφού έλαβε υπόψη του τόσο την εισήγηση, όσο και τις ομιλίες του Προέδρου της Ο.Κ.Ε. και των άλλων Μελών της, έδωσε τις δικές του απαντήσεις και δεσμεύτηκε ότι στο μείζον θέμα της εγγύησης του κράτους για τις κύριες και επικουρικές συντάξεις θα υπάρξει δέσμευση αύριο στη Βουλή.

Συγκεκριμένα, και όσον αφορά τη γενική αξιολόγηση για το νέο ασφαλιστικό σύστημα οι βασικότερες παρατηρήσεις είναι οι ακόλουθες:

1.       Επί της βασικής- αναλογικής σύνταξης.

Το παρόν Σχέδιο Νόμου εισάγει στο ελληνικό σύστημα κοινωνικής ασφάλειας τη βασική και την αναλογική σύνταξη. Η βασική σύνταξη - του ποσού των 360 ευρώ - γίνεται για την πλειοψηφία των συνταξιούχων το σημαντικότερο και βασικότερο κομμάτι της σύνταξής τους, ενώ δεν διευκρινίζεται από το Σχέδιο Νόμου εάν οι δικαιούχοι της βασικής «σύνταξης» θα απολαμβάνουν παροχών υγείας. Με τον προτεινόμενο συνδυασμό βασικής και αναλογικής σύνταξης δεν δίδονται κίνητρα για ασφάλιση, όπως επίσης και οι προτεινόμενες ρυθμίσεις δεν συμβάλλουν στην ανάπτυξη ασφαλιστικής συνείδησης, ούτε στην καταπολέμηση της αδήλωτης εργασίας, που σήμερα είναι το μεγάλο ζητούμενο.

Παράλληλα, από τις διατάξεις του Σχεδίου Νόμου διαφαίνεται καθαρά ότι το Κράτος απεμπολεί την ευθύνη του καταρχάς για την επικουρική ασφάλιση. Πέραν όμως τούτου γίνεται φανερό ότι το Κράτος αποποιείται την ευθύνη του ακόμα και για την αναλογική και κάθε ασφαλιστική σύνταξη, αφού (σύμφωνα με το άρθρο 37) από 1.1.2015 το κράτος αναλαμβάνει την χρηματοδότηση της βασικής σύνταξης, αλλά πουθενά δεν ορίζεται τι θα συμβεί αν δεν υπάρχουν στους φορείς κοινωνικής ασφάλισης τα αναγκαία ποσά για την καταβολή των συντάξεων.

Η πρόβλεψη αυτή - σε συνδυασμό με την παράλειψη αναφοράς της εγγύησης των συντάξεων από το Κράτος - προκαλεί εύλογα το φόβο σχετικά με το μέλλον των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων σε περίπτωση που οι φορείς κοινωνικής ασφάλισης δεν έχουν την απαραίτητη για την ικανοποίησή τους χρηματοδότηση. Ο ίδιος φόβος ισχύει για την αρχή της τριμερούς χρηματοδότησης και για τα ποσοστά επί του ΑΕΠ για τη χρηματοδότηση των ασφαλιστικών φορέων, που επίσης δεν επαναβεβαιώνονται με το υπό κρίση Σχέδιο Νόμου.

Στα παραπάνω προστίθεται και η σημαντικότατη μείωση των συντάξεων που ήδη νομοθετήθηκε, δηλαδή η κατάργηση της 13ης και 14ης σύνταξης και η αντικατάστασή τους με πολύ μικρότερα ποσά επιδοματικής φύσης. Και η προτεινόμενη, εξάλλου, βασική σύνταξη ανασφάλιστων καταβάλλεται (όπως προβλέπει το άρθρο 2 παρ. 1) για 12 μήνες. Από αυτές τις ρυθμίσεις προκύπτει η βούληση του νομοθέτη ότι η επιλογή για κατάργηση της 13ης και 14ης σύνταξης έχει μόνιμο χαρακτήρα.

Οι ανωτέρω διαπιστώσεις είναι ιδιαίτερα ανησυχητικές και ικανές να προκαλέσουν πολύ μεγάλη φτώχεια στους ηλικιωμένους της χώρας και να κλονίσουν την κοινωνική ειρήνη. Παράλληλα, η εμφαινόμενη «απομάκρυνση» της κρατικής εγγύησης από τη χρηματοδότηση της κοινωνικής ασφάλισης, μετατρέπει την κοινωνική ασφάλεια σε κοινωνική «ανασφάλεια» και, κατά τη Γνώμη της Ο.Κ.Ε., σε αυτό έγκειται και το πιο αρνητικό σημείο και η πεμπτουσία της επιχειρούμενης μεταβολής.

2.       Επί των νέων ορίων ηλικίας.

Με τις μεταβολές των ορίων ηλικίας επέρχονται πολύ σημαντικές αυξήσεις στα όρια συνταξιοδότησης εντός πολύ μικρού χρονικού διαστήματος. Με τον τρόπο αυτό επέρχονται δραστικές παρεμβάσεις στις ώριμες προσδοκίες των ασφαλισμένων. Ακόμα και εάν υπήρχε ανάγκη για αλλαγές, τόσο βίαιες ανατροπές ανατρέπουν ώριμες προσδοκίες και φυσικά τον οικογενειακό προγραμματισμό, καθώς πλήττουν την αξιοπιστία της κοινωνικής ασφάλισης. Με τις μεταβολές που επήλθαν στην Επιτροπή της Βουλής βελτιώνεται οριακά η κατάσταση αλλά επί της ουσίας το πρόβλημα εξακολουθεί να υπάρχει.

3.       Επί των εξαιρέσεων από τις επερχόμενες μεταβολές.

Το υπό κρίση Σχέδιο Νόμου επιφέρει τις δυσμενέστερες ανατροπές και τις αμεσότερες μεταβολές των τελευταίων δεκαετιών στο ασφαλιστικό σύστημα και, ταυτόχρονα, εισάγει εξαιρέσεις. Έτσι λ.χ. εισάγεται εξαίρεση των ασφαλισμένων στο ΕΤΑΠ-ΜΜΕ από τον υπολογισμό της σύνταξης με βάση τις αποδοχές όλου του ασφαλιστικού βίου. Η Ο.Κ.Ε. θεωρεί ότι οι εξαιρέσεις αυτές χρήζουν αιτιολόγησης.

Επιπροσθέτως, το Σχέδιο Νόμου δεν αίρει τις στρεβλώσεις και τις αδικίες που έχουν δημιουργηθεί από θεσμοθετημένους πόρους της Κοινωνικής Ασφάλισης (εισφορές και κοινωνικοί πόροι). Κατά την Ο.Κ.Ε. η βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος πρέπει να διασφαλιστεί ενιαία, στα πλαίσια της ευρύτερης κοινωνικής αλληλεγγύης και της δίκαιης αναδιανομής του εισοδήματος.

Όσον αφορά, τέλος, τις ρυθμίσεις στις εργασιακές σχέσεις που περιλαμβάνονται στο Σχέδιο Νόμου και σύμφωνα με την πλειοψηφούσα άποψη στην Ο.Κ.Ε., οι εν λόγω διατάξεις δεν θα έπρεπε να προταθούν σε μία τόσο δύσκολη συγκυρία, στην οποία οι μισθωτοί και οι συνταξιούχοι πλήττονται βαρύτατα και δυσανάλογα. Απεναντίας, θα έπρεπε να υπάρχει πραγματική μέριμνα για την εξάλειψη του ολοένα και αυξανόμενου φόβου που βιώνουν σήμερα οι εργαζόμενοι. Οι διατάξεις του Σχεδίου Νόμου για τα εργασιακά ζητήματα επιβαρύνουν μονομερώς τους εργαζόμενους, περιορίζοντας συνταγματικώς κατοχυρωμένα δικαιώματά τους. Παράλληλα δεν προβλέπουν κανένα αντιστάθμισμα για τις επιβαρύνσεις που επέρχονται, ενώ δεν θα συμβάλλουν τελικά στην ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της χώρας.

Επισυνάπτεται το πλήρες κείμενο της Γνώμης.

Copyright © 1999-2024 Premium S.A. All rights reserved.