Χαρακτηριστικό είναι ότι κατά τη διάρκεια της τελευταίας 15ετιας, από το 2000 έως το 2015, η αύξηση του ποσοστού της αποχής αγγίζει το 20%.
Συγκεκριμένα, στις εκλογές του 2000 η αποχή ήταν σε σχετικά χαμηλά επίπεδα καθώς άγγιζε το 25,1%, το 2004 μειώθηκε ελαφρώς στο 23,5% και από το 2007 άρχισε η πραγματική εκτόξευση: 25,85% το 2007, 29,05% το 2009, 34,88% τον Μάιο του 2012 και 37,51% τον Ιούνιο του ίδιου χρόνου. Τον Ιανουάριο του 2015 εμφανίστηκε κάμψη στο ποσοστό της αποχής, με 36,38%, η οποία όμως αποδείχθηκε πρόσκαιρη. Έτσι, στις εκλογές της 20ης Σεπτεμβρίου 2015 φτάσαμε στο 43,45%.
Σε ό, τι αφορά στην απώλεια ψήφων εξαιτίας της αποχής που επιμερίζεται στα κόμματα, προφανώς είναι εξαιρετικά παρακινδυνευμένο να αποφανθεί κάποιος ακριβώς ποια παράταξη ζημιώθηκε ή επωφελήθηκε περισσότερο.
Ενδεικτικά, πάντως και λαμβάνοντας υπ’ όψιν τη συσπείρωση των κομμάτων, ο ΣΥΡΙΖΑ έχασε 325.440 ψήφους σε σχέση με τις εκλογές του Ιανουαρίου, κάτι που μεταφράστηκε σε ποσοστό -0,87% της εκλογικής του δύναμης. Η Νέα Δημοκρατία, ενώ και αυτή απώλεσε 197.632 ψήφους, αύξησε το ποσοστό της κατά 0,28%. Εξυπακούεται ότι είναι άγνωστο το τι θα ψήφιζαν όσοι απείχαν, φαίνεται όμως εύλογο ότι η απογοήτευση από την πολιτεία του ΣΥΡΙΖΑ κατά το επτάμηνό του στην διακυβέρνηση της χώρας συνέτεινε στην αύξηση της αποχής.