ΕΚΤΥΠΩΣΗ
Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης με τα δικά του λόγια-Τρεις ξεχωριστές ιστορίες

18:52 - 08 Νοε 2017 | Πολιτική
Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης με τα δικά του λόγια-Τρεις ξεχωριστές ιστορίες
Δέκα χρόνια πριν από το θάνατό του (απεβίωσε στις 29 Μαΐου 2017), ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης είχε αρχίσει έναν κύκλο συζητήσεων-συνεντεύξεων με τον δημοσιογράφο Αλέξη Παπαχελά. Το πρώτο μέρος αυτών των αφηγήσεων κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Παπαδόπουλος και περιγράφει γεγονότα από το 1942 έως το 1974.

Το βιβλίο του Αλ. Παπαχελά «Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης με τα δικά του λόγια (Τόμος Α: 1942-1974)» (εκδ. Παπαδόπουλος) είναι μια σπάνια πολιτική κληρονομιά. Είναι η αφήγηση της μεταπολεμικής Ελλάδας στα πιο ταραχώδη χρόνια της από έναν άνθρωπο ο οποίος όχι μόνο είχε μια προνομιακή πρόσβαση στα κέντρα όπου λαμβάνονταν οι κρίσιμες αποφάσεις, αλλά πολύ συχνά τις καθόρισε ο ίδιος.

Τρεις ιστορίες ξεχωρίζουν από αυτόν τον α` τόμο:

Κεφάλαιο Καραμανλής

«Ο Καραμανλής με τη Φρειδερίκη είχαν ανάμεικτες σχέσεις, δηλαδή και καλές και κακές μαζί. Βεβαίως η Φρειδερίκη ήταν δύσκολη, υπήρχαν μερικά προβλήματα μεταξύ τους, αλλά όχι μείζονα προβλήματα, ώστε να δημιουργήσουν πολιτική κρίση. Η ρήξη ήταν πάλι σχετική, μη γελιόμαστε, η ρήξη ήταν σχετική με την όλη ατμόσφαιρα, γιατί, όπως θυμάστε, η ρήξη έγινε διότι ο Καραμανλής ζήτησε από τη Φρειδερίκη να μην πάει στο Λονδίνο. Η συμβουλή αυτή εδόθη διότι ήμαστε βέβαιοι ότι στο Λονδίνο θα γινόντουσαν επεισόδια. Ηταν εκεί η Μπέτυ Αμπατιέλου, η γυναίκα του Αμπατιέλου, παλαιού στελέχους του Κομμουνιστικού Κόμματος, είχε κυνηγήσει τη Φρειδερίκη και σε προηγούμενο ταξίδι, θα δημιουργούσε επεισόδια και ο Καραμανλής είχε δίκιο που της έδωσε τη συμβουλή να μην πάει».

«Εκεί επήλθε η ρήξη και ο Καραμανλής σηκώθηκε και έφυγε. Εδώ υπάρχει ένα πρόβλημα, γιατί φεύγει ο Καραμανλής; Φταίει ο χαρακτήρας του Καραμανλή; Βέβαια είπε ότι δεν μπορούσε να έρθει σε ρήξη με τον βασιλέα… Ομως δεν θα ετίθετο θέμα θρόνου, δεν θα ετίθετο θέμα θρόνου, σίγουρα, δεν επρόκειτο ο Καραμανλής να θέσει καθεστωτικό ζήτημα. Θα μπορούσε κάλλιστα να δεχτεί να πάει η Φρειδερίκη στο Λονδίνο, αφού επέμενε τόσο πολύ, δεν θα χαλούσε και ο κόσμος να πήγαινε, ε εντάξει, έκανε μια υποχώρηση, δεν είναι προς θάνατον. Ενας πρωθυπουργός πρέπει να έχει το δικαίωμα να συμβουλέψει αλλά δεν είναι και τόσο απόλυτο. Δηλαδή δεν είναι τόσο ξεκάθαρο, όπως ήταν η διαφωνία του Βασιλιά Κωνσταντίνου με τον Παπανδρέου, που αρνείτο να τον ορκίσει υπουργό Εθνικής Αμύνης, αργότερα το 1965. Ο Καραμανλής συμβούλεψε τη βασίλισσα να μην πάει, αν η βασίλισσα πήγαινε τι επιχείρημα συνταγματικό θα επικαλείτο αυτός;… Νομίζω ότι η ρήξη ήταν βαθύτερη και το περιστατικό αυτό ήταν η αφορμή. Ο Καραμανλής ήξερε ότι με το Παλάτι πλέον δεν μπορούσε να τα πάει καλά. Ηδη σας έχω πει ότι ο Καραμανλής, μέσα του, δεν ήταν ποτέ πολύ καλά στις σχέσεις του με το Παλάτι, παλιός σοσιαλιστής, άνθρωπος από αγροτική οικογένεια, του έβγαινε αυτή η αντίφαση, είχε μέσα του πολλά απωθημένα, πολλά κόμπλεξ» (…)

«Ο Καραμανλής συνεργάστηκε μεν μαζί μου μέχρι τέλους αλλά ποτέ δεν ξέχασε τον Ανένδοτο Αγώνα. Τον είχε μέσα του, και όπως είπαμε δεν ήταν άνθρωπος που συγχωρούσε» (…)

«Ο Καραμανλής ήταν ένας άνθρωπος που πρώτα απ’ όλα δεν είχε καμία αίσθηση του χιούμορ, καμία. Δεν έχω δει άνθρωπο στη ζωή μου ο οποίος να έχει λιγότερο χιούμορ από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή· έπειτα ο Καραμανλής δεν είχε ψυχικά περιθώρια, κανένα περιθώριο» (…)

«Τα αισθήματα του Καραμανλή απέναντί μου ήταν πάντοτε ανάμεικτα. Υπήρχαν ζητήματα από το παρελθόν. Από παλιά, όταν με ήθελε να πάω μαζί του, και εγώ είπα δεν πάω σε καμία περίπτωση, γιατί εγώ ήθελα να φτιάξω το Κέντρο. Και από παλαιότερα ακόμη, από το ’50, από τη δεκαετία του ’50, επί Παπάγου, όταν ήταν υπουργός Δημόσιων Εργων, και εγώ είχα πει: “Θέλω να σας ανατρέψουμε και να έρθουμε εμείς”. Δεν μου συγχώρησε ποτέ ο Καραμανλής τον Ανένδοτο Αγώνα. Ο Καραμανλής δεν ήταν άνθρωπος ο οποίος συγχωρούσε, ήταν υπ’ αυτήν την έννοια εκδικητικός, θυμόταν και δεν ξεχνούσε και δεν συγχωρούσε εύκολα. Τον Ανένδοτο Αγώνα δεν μου τον συνεχώρησε. Δεν μου το είπε βέβαια, το αισθανόμουνα. Ταυτόχρονα, ωστόσο, είχε οπωσδήποτε εκτίμηση και συμπάθεια προς εμένα και απόδειξη ήταν ότι τον επηρέαζα τρομερά, είχα άνετη επικοινωνία μαζί του, δεν είχα εγώ ποτέ πρόβλημα συνεργασίας με τον Καραμανλή. Ημουν ο μόνος υπουργός που του μιλούσε στον ενικό, ακόμα και στα Υπουργικά Συμβούλια»…

Ο Γέρος και ο Ανδρέας

«Ο Γέρος δεν είχε διαφορετική γνώμη από μας για τον Ανδρέα. Οι σχέσεις του Ανδρέα με τον πατέρα του ήταν περίεργες. Είναι ένα πράγμα το οποίο πάντοτε με απασχολούσε. Ο Γέρος απέναντι στον Ανδρέα είχε ανάμεικτα αισθήματα, από τη μία τον περιφρονούσε και τον έκρινε πάρα πολύ αυστηρά και από την άλλη τον αγαπούσε, τον αγαπούσε σαν παιδί του και ήταν λογικό να τον αγαπά. Κάτι άλλο τον επηρέαζε τρομερά, η οικογένεια και τα εγγόνια. Και έπαιζε ρόλο και η γυναίκα του Ανδρέα τότε, η Μαργαρίτα… έπαιζε ρόλο… για τον οποίον δεν θέλω να μιλήσω. Ο Ανδρέας τον εξεβίαζε συναισθηματικά, χωρίς αμφιβολία» (…)

«Δυσφορία απέναντι στον Ανδρέα υπήρχε. Διότι δεν άρεσε σε κανέναν. Η κυβέρνησις του Γεωργίου Παπανδρέου λειτουργούσε καλά ως κυβέρνηση. Και το Υπουργικό Συμβούλιο λειτουργούσε και το μικρό Υπουργικό Συμβούλιο προπαντός λειτουργούσε άψογα, τέλεια. Και δεν μας άρεσε, κανενός δεν άρεσε να υπάρχει μια παραεξουσία δίπλα μας. Να ‘ρχεται ο Ανδρέας να αλλάζει τα μυαλά του μπαμπά του. Κι εκεί που παίρναμε μια απόφαση να βγαίνει το αντίθετο. Δεν άρεσε σε κανέναν. Εκείνη την εποχή οι βουλευτές είχαν πολύ περισσότερη οντότητα και οι υπουργοί ακόμα πιο πολύ από ό,τι σήμερα, που δυστυχώς δεν έχουν. Δεν ήσαν τότε σαν μαριονέτες. Κι έτσι τα πράγματα έβραζαν, είχαν αρχίσει να βράζουν, αλλά ακόμη δεν είχαμε φθάσει σε πιο αποφασιστικές ενέργειες εναντίον του Ανδρέα» (…)

«Ο Ανδρέας εγύρευε την αφορμή για να παίξει το παιχνίδι του αντιαμερικανισμού, συνειδητά ο Ανδρέας επεδίωκε αυτόν τον ρόλο γιατί ήξερε ότι ήταν αβανταδόρικος εσωτερικά, πολύ πέραν των όσων επίστευε. Πιθανώς να ήθελε και να ξεπλύνει τον εαυτό του από μία κατηγορία που του απέδιδαν πολλοί, εμείς ποτέ δεν τα είπαμε αυτά τα πράγματα, αλλά πολλοί κατηγόρησαν τον Ανδρέα ως άνθρωπο των Αμερικανών. Εγώ δεν πιστεύω ότι ο Ανδρέας είχε ύποπτους δεσμούς με την Αμερική, είχε όμως σίγουρα την αμερικανική υπηκοότητα και είχε την αμέριστη υποστήριξη των Αμερικανών, μιας μερίδας των Αμερικανών».

Η δικτατορία                   

«Αναποφασιστικότητα διέκρινε την πλευρά του βασιλέως, ακόμα και στο θέμα της δικτατορίας. Ας έκαναν τουλάχιστον οι πολιτικοί τη δικτατορία, να μην την κάνει ο Παττακός. Από την πλευρά τη δική του μιλάω τώρα, από την πλευρά του Κωνσταντίνου. Διαρκώς εναβάλλετο, πήγαινε έτσι, πήγαινε αλλιώς. Ηταν σαφές ότι όλο αυτό το παιχνίδι ήταν χαλαρό, με την έννοια, με την έννοια ότι δεν υπήρχε ένας κεντρικός εγκέφαλος ο οποίος το διηύθυνε. Και γι’ αυτό απέτυχε τελικά και επικράτησαν οι συνταγματάρχες. Ενώ λογικά αν το έβλεπες, ως ένα κομπιούτερ, πιθανότητες είχε ο Παπαδόπουλος να κυβερνήσει τη χώρα; Υποθέτω όσες είχες να κερδίσεις το πρώτο λαχείο του εθνικού στόλου. και όμως τα καταφέρανε οι λεβέντες αυτοί όλοι, με την αναποφασιστικότητά τους, με τα λάθη τους, να τον κάνουν κυρίαρχο» (…)

«Εγώ γνωρίζοντας ότι θα γίνει δικτατορία, λογικό θα ήταν να μην κοιμάμαι στο σπίτι μου. Είχα δε και παλιά εμπειρία αντιστασιακή από την εποχή της γερμανικής κατοχής, αλλά είχα χαλάσει με την πάροδο του χρόνου, όπως είπα, είχα καλομάθει, είχα γίνει αστός. Θυμούμαι όμως ότι η Μαρίκα, η γυναίκα μου, τρεις μέρες πριν, στο κρεβάτι που κοιμόμασταν μαζί, σηκώθηκε, κάθισε σταυροπόδι και μου λέει: “Δεν μπορώ να σε καταλάβω. Ή απατεώνας είσαι ή δεν ξέρεις τι λες και τι κάνεις. Πώς είναι δυνατόν να είσαι πεπεισμένος ότι θα γίνει δικτατορία και να κοιμάσαι σπίτι σου;”. Εκείνο το βράδυ μάλιστα που έγινε η δικτατορία, επρόκειτο να παίξω πόκα, βλέπετε τα πράματα στη ζωή πώς έρχονται; Η Μαρίκα μουρμούριζε για την πόκα, είπα δεν βαριέσαι, δεν πάω. Αν είχα πάει στην πόκα τα πράγματα μπορεί να ήσαν τελείως διαφορετικά. Εκείνο το οποίο εμένα με ενδιέφερε ήταν να μη πιαστώ. Ημουν ο μόνος άνθρωπος ο οποίος θα μπορούσε ενδεχομένως να κάνει κάτι ανασχετικό αυτής της δικτατορίας, όπως έγινε. και γιατί; Στην Κρήτη εκείνη την εποχή έλειπε ο στρατιωτικός διοικητής, ο στρατηγός –δεν θυμάμαι το όνομά του, είναι εύκολο να το βρούμε–, επιτελάρχης όμως ήταν ο Κώστας Τζανετής, ένας συνταγματάρχης φίλος μου, πολύ καλός, πάρα πολύ καλός, ο οποίος έκανε απεγνωσμένα τηλεφωνήματα εκείνη τη νύχτα για να ρωτήσει τι να κάνει. Γιατί ουσιαστικά αυτός θα αποφάσιζε αν προσχωρεί η Κρήτη, δεν προσχωρεί, εμένα με είχαν πιάσει, εάν δεν με είχαν πιάσει θα μπορούσα να αξιοποιήσω τον Τζανετή και επίσης είχα τότε χρηματοδοτήσει το Πολεμικό Ναυτικός, ως υπουργός Συντονισμού, για να αγοράσει κάτι τορπιλακάτους, ταχύπλοες, επικεφαλής των οποίων ήταν ένας ναύαρχος πάρα πολύ δικός μου. Σκεφτόμουν λοιπόν ότι θα μπορούσα να πάρω μια τορπιλάκατο, να πάω στην Κρήτη και να βοηθήσω να μην πέσει η Κρήτη. Δεν έγινε τίποτε απ’ όλα αυτά διότι πιάστηκα με τις πιτζάμες. Εσπασαν την πόρτα, μπήκαν μέσα. Αυτοί ήξεραν ότι εγώ ήμουν σκληρό καρύδι. Είναι περίεργο, διότι εγώ υποτίθεται ότι ήμουν προδότης. Υποτίθεται ότι ήμουν ο άνθρωπος ο οποίος είχα ταχθεί εναντίον της Δεξιάς, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Στην πραγματικότητα ήμουν ο υπ’ αριθμόν ένα αντίπαλος της χούντας. Για έναν πάρα πολύ απλό λόγο, με υπολόγιζαν. Και πρόσφατα που είδα τον Παττακό, πάρα πολύ γέρο πια, και τον ρώτησα “Μα γιατί είχατε αυτή τη λύσσα”, μου λέει “Εσένα σε φοβόμαστε”».

Τελευταία τροποποίηση στις 19:06 - 08 Νοε 2017
Copyright © 1999-2024 Premium S.A. All rights reserved.