ΕΚΤΥΠΩΣΗ
Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Η "εθνική ασφάλεια" στη χώρα του "πέρα βρέχει"

11:42 - 06 Φεβ 2006 | Πολιτική
Σε ζητήματα παρακολουθήσεων, τηλεφωνικών ή … λάιβ, η –πικρή- ελληνική εμπειρία διδάσκει ότι δεν πρέπει να αποδίδει κανείς ιδιαίτερη πίστη στις επίσημες ανακοινώσεις. Όπου υπεισέρχεται η «εθνική ασφάλεια» (πολλώ μάλλον η «υπερεθνική», της οποίας οι ανάγκες προσδιορίζονται από τους ασκούντες την ουσιαστική πολιτική επικυριαρχία στο «κυρίαρχο» κράτος), αφθονούν οι αποδείξεις ότι μικρή σημασία αποδίδουν οι αρχές στο τί λέει ο νόμος και ότι, κατά συνέπεια, η εκάστοτε κυβερνητική εκδοχή των γεγονότων μπορεί να είναι αληθινή, μπορεί όμως και όχι: το ότι είναι «επίσημη» δεν την καθιστά άνευ ετέρου και αξιόπιστη.
Οι πιθανές αιτίες, για τις οποίες η κυβέρνηση παραδέχθηκε το «σκάνδαλο» των υποκλοπών και υπέδειξε ότι το αμαρτωλό τρίγωνο των παρακολουθήσεων γειτνιάζει χαρακτηριστικά με αγγλοσαξωνικές πρεσβείες, έχουν ήδη εκτεθεί, ώστε δεν χρειάζεται επανάληψη. Εκείνο που αξίζει, ίσως, να σημειωθεί είναι πως τίποτε δεν διαβεβαιώνει ότι η απαρχή των υποκλοπών ταυτιζόταν απολύτως με όσα προέκυψαν (ή γνωστοποιήθηκαν) κατά την αποκάλυψή τους. Ο ίδιος ο αφετηριακός χρόνος τους, λίγο πριν από τη διοργάνωση των Ολυμπιακών, όταν οι μυστικές υπηρεσίες, εγχώριες και ξένες, αφήνονταν να «αλωνίζουν» στο όνομα μιάς ασφάλειας υπεράνω κάθε νόμου, μπορεί να υποδεικνύει ότι οι ελληνικές αρχές (ή πάντως οι ελληνικές «υπηρεσίες») δεν ήταν τόσο αθώες του αίματος. Όσο για τη συνέχεια, υποδηλώνει βεβαίως ότι ξένες υπηρεσίες συνέχισαν ανεξέλεγκτες τη δράση τους, μπορεί όμως και να αφήνει ένα μικρό περιθώριο κάποιας … ιδιωτικής πρωτοβουλίας: σε ένα κράτος, όπου το προϊόν παρανόμων υποκλοπών τροφοδοτεί αποκαλύψεις και «καθάρσεις», δεν μπορεί κανείς να αποκλείσει το ενδεχόμενο «μαγαζιών» τροφοδοσίας κασσετών σε όποιον έχει να καταβάλει το αντίτιμο. Εξοικειωμένη με το περιβάλλον αυτό η κοινή γνώμη δηλώνει – όπως στη σφυγμομέτρηση της «Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας»- κατά 80% πως δεν θεωρεί ασφαλές κανένα τηλέφωνο. Τί, όμως, πράττει αυτή η «κοινή γνώμη» για να αποτρέψει τη συστηματική παραβίαση του απορρήτου των επικοινωνιών; Και, αν αυτή υπνώττει ή έχει χαυνωθεί από το πλήθος των τηλεοπτικών εξυγιαντών, τί πράττουν οι δικαστικοί προασπιστές της νομιμότητας, προκειμένου να συγκρατήσουν την πλημμύρα των κασσετών (ή έστω των cd) ; Η μεν κοινή γνώμη, όποια είναι και όπως μετριέται, μάλλον … χαίρεται. Ο προβληματισμός για τον οχετό υποκλοπών, τις κρυφές κάμερες και τον χύδην στιγματισμό ανθρώπων περιορίζεται σε ελάχιστους «ευαίσθητους» ή «εναλλακτικούς». Οι πολλοί πριμοδοτούν σε τηλεθέαση όσους μεταδίδουν τα προϊόντα της παρανομίας. Οι δε δικαστικές αρχές, εκπρόσωποι των οποίων κατά καιρούς διακηρύσσουν τις ευρύτερες εξυγιαντικές προθέσεις τους (υπερβαίνοντας ενίοτε τη συνταγματική τους δικαιοδοσία, που περιορίζεται στην εφαρμογή των νόμων – και δεν εκτείνεται στη θέσπισή τους), όχι μόνο δεν κινούνται να κολάσουν εκείνους που μεταδίδουν τους καρπούς των «κοριών», όχι μόνο δεν τους καλούν να καταθέσουν πού βρήκαν τα όσα δημοσιοποιούν και ποιά σκιώδης «πηγή» τους τα προμηθεύει, αλλά χρησιμοποιούν τις κασσέτες για τα «εξυγιαντικά» τους έργα. Σε μία χώρα, όπου ο νόμος για το απόρρητο των συνδιαλέξεων κουρελιάζεται από τους τηλεοπτικούς σταρ και τους εισαγγελείς που τους ακολουθούν, αντί να τους διώκουν… Σε μία χώρα, όπου η νομιμότητα μένει γράμμα κενό και η πλειοψηφία χειροκροτεί, αντί να ανησυχεί... Σ’ αυτή τη χώρα φυσικό είναι να ομολογεί η κυβέρνηση πως «κάποιοι» παρακολουθούσαν τον πρωθυπουργό, χωρίς να αισθάνεται πως με μόνη την παραδοχή αυτή διασύρει κάθε έννοια κυριαρχίας της. Φυσικό, επίσης, είναι να κοροϊδεύει κατάφατσα τον πολίτη, λέγοντας πως επί έντεκα μήνες περίμενε την εισαγγελική προκαταρκτική εξέταση, που με τη σειρά της χρειάστηκε τόσους μήνες για να …διαπιστώσει ότι διαπράχθηκε ποινικό αδίκημα, ώστε να ασκήσει –επιτέλους- ποινική δίωξη. Όσο για τον «μέσο» πολίτη, πέρα βρέχει. Πρόθυμος να ακούει αδιαμαρτύρητα τις κασσέτες των καναλιών (και της ΕΥΠ;), βέβαιος ότι (μπορεί να) παρακολουθείται, αλλ’ έτοιμος να το δεχθεί ως μοιραίο, εξαντλεί την …αντίστασή του στις σφυγμομετρήσεις. Οκτώ στους δέκα δηλώνουμε πως κανένα τηλέφωνο δεν είναι ασφαλές. Υπερήφανοι που το εκφράσαμε, επιστρέφουμε σπίτι να ακούσουμε την επόμενη κασσέτα. Δημήτρης Καστριώτης
Copyright © 1999-2024 Premium S.A. All rights reserved.