Σύμφωνα με την ανακοίνωση της ΕΛΣΤΑΤ, ο πληθυσμός στόχος της έρευνας ήταν τα άτομα ηλικίας 18-64 ετών και το ποσοστό απόκρισης σε αυτήν ανήλθε στο 97,4%.
Οι κύριοι στόχοι της έρευνας ήταν οι ακόλουθοι:
- Να εξεταστεί κατά πόσο τα άτομα που έχουν μικρά παιδιά ή φροντίζουν εξαρτώμενους συγγενείς (ασθενείς, υπερήλικες κ.λπ.) αντιμετωπίζουν εργασιακά προβλήματα (ή δεν μπορούν να εργαστούν) εξαιτίας της έλλειψης κατάλληλων υπηρεσιών φροντίδας.
- Να μελετηθεί η ευελιξία που προσφέρεται στον εργασιακό χώρο για να αντιμετωπίζονται τα προβλήματα που προκύπτουν από τις οικογενειακές υποχρεώσεις.
- Να εκτιμηθεί το ποσοστό των ατόμων που διακόπτουν την επαγγελματική τους σταδιοδρομία λόγω οικογενειακών υποχρεώσεων, καθώς και ο αριθμός των ατόμων που επωφελούνται από τη νομοθεσία για τις γονικές άδειες.
Οι κύριες διαπιστώσεις της έρευνας είναι οι ακόλουθες:
- Η φροντίδα παιδιών και συγγενών αφορά κυρίως στις γυναίκες, αλλά, επίσης, συμβάλλουν και οι άνδρες, ενώ διαφέρει ανάλογα με την ηλικία και την εθνικότητα.
- Οι υπηρεσίες παιδικής φροντίδας χρησιμοποιούνται από περίπου ένα στα τρία νοικοκυριά, καθώς η φροντίδα των παιδιών πραγματοποιείται κυρίως από τους ερωτηθέντες ή και τους/τις συζύγους/συντρόφους τους. Επίσης, σημαντική είναι η συμβολή από φίλους και συγγενείς (κυρίως παππούδες/γιαγιάδες).
- Η επίδραση της φροντίδας των παιδιών στην απασχόληση είναι περιορισμένη και διαφέρει μεταξύ ανδρών και γυναικών.
- Οι ρυθμίσεις εργασίας ποικίλλουν: η αλλαγή της έναρξης και λήξης του χρόνου εργασίας είναι ευκολότερη από τη λήψη ημερών άδειας. Οι περισσότερες γυναίκες που εργάζονταν διέκοψαν την εργασία τους και η πλειονότητά τους χρησιμοποίησε τόσο άδειες μητρότητας όσο και γονικές άδειες.