Τις τελευταίες ημέρες γίναμε μάρτυρες ενός πρωτόγνωρου σε έκταση φαινομένου στο χρηματοπιστωτικό περιβάλλον. Μεμονωμένες κατηγορίες καταθετών έχοντας καταληφθεί από φοβικά σύνδρομα σε σχέση με το ενδεχόμενο χρεοκοπίας της ελληνικής οικονομίας και επανόδου της δραχμής, εξετάζουν το ενδεχόμενο απόσυρσης των καταθέσεών τους από τις ελληνικές τράπεζες και μεταφοράς τους στο εξωτερικό (σε άλλες χώρες της Ε.Ε. με πρώτη την Κύπρο, στην Ελβετία κλπ.), συχνά δε με την προτροπή των επαγγελματιών-συμβούλων τους. Ορισμένοι δε θεωρούν ασφαλέστερη επιλογή τη διακράτηση των διαθεσίμων τους σε «ασφαλές σημείο» της κατοικίας τους ή σε τραπεζική θυρίδα (!) ταυτίζοντας τα χαρτονομίσματα με τα υψηλής αξίας κοσμήματα που ευλόγως επιθυμούμε να προστατεύσουμε από πιθανή κλοπή. Ετσι, μετά το φαινόμενο υψηλού βαθμού αποστροφής προς τον επενδυτικό κίνδυνο που συνεπάγεται η τοποθέτηση σε μετοχές ελληνικών εταιρειών και ελληνικά ομόλογα, τώρα σημαντικοί θύλακες καταθετών (δηλαδή επενδυτών που δεν επιθυμούν την ανάληψη οποιοδήποτε κινδύνου στις τοποθετήσεις τους) θεωρούν ότι οι καταθέσεις τους μπορεί να μην είναι απολύτως ασφαλείς ή να διαβρωθούν αν επανέλθει η δραχμή εξαιτίας της πιθανολογούμενης υποτίμησης.
Πιστεύω ότι όλα τα παραπάνω συνιστούν μια πρωτοφανή αρνητική υπερβολή σε βάρος της ελληνικής οικονομίας, για τα γενεσιουργά αίτια της οποίας ωστόσο φέρουμε εμείς οι ίδιοι την ευθύνη, καθώς τον περασμένο Νοέμβριο γνωστοποιήσαμε αιφνιδίως στις αγορές τη δραματική δημοσιονομική εκτροπή μας. Έτσι, οι αγορές ανέπτυξαν τους τελευταίους μήνες περιρρέουσα ατμόσφαιρα επικείμενης στάσης πληρωμών του ελληνικού κράτους μέσω της έκρηξης των spreads των ελληνικών ομολόγων, προκαλώντας έτσι τη διαμόρφωση του μηχανισμού στήριξης ύψους 110 δισ. ευρώ για την Ελλάδα και περαιτέρω 750 δισ. ευρώ για λοιπές χώρες της ευρωζώνης. Στη συνέχεια, ωστόσο, έπρεπε να υπάρξουν συνθήκες ηρεμίας στις αγορές, τα spreads να έχουν επανέλθει σε ομαλά επίπεδα (κάτω από 300 μ.β.) και να έχουν σημειωθεί σημαντικές τοποθετήσεις τόσο σε ελληνικά ομόλογα όσο και σε μετοχικούς τίτλους. Όμως τις τελευταίες εβδομάδες συνέβη το αντίθετο, καθώς τα spreads των δεκαετών ομολόγων κινούνται στις 550-600 μ.β. και ο Γενικός Δείκτης του Χ.Α. έφτασε μέχρι τις 1.400 μονάδες (όσο το καλοκαίρι του 1998!) διαμορφώνοντας κεφαλαιοποίηση ύψους 23% ως προς το ΑΕΠ. Αντί λοιπόν ο μηχανισμός στήριξης να διαμορφώσει συνθήκες εμπιστοσύνης για το μέλλον της ελληνικής οικονομίας, συνεχίζει το κλίμα χαμηλής αξιοπιστίας οδηγώντας ακόμη και καταθέτες σε απόσυρση των χρημάτων τους. Γιατί άραγε;
Επισημαίνω τρεις λόγους .Πρώτον, γιατί υπάρχει σκεπτικισμός ως προς την ικανότητα της χώρας να εκπληρώσει τους όρους τους μνημονίου που έχει υπογράψει με τη γνωστή τρόικα (ΕΕ, ΕΚΤ, ΔΝΤ).Παρά τις κυβερνητικές διαβεβαιώσεις ότι όλα βαίνουν καλώς, είναι εύλογο να υπάρχει αμφισβήτηση για την τελική έκβαση ενός τόσο δυσχερούς εγχειρήματος (επίτευξη ελλείμματος κάτω από 3% μέχρι το 2014). Όμως, ουδείς μπορεί να είναι κατηγορηματικός για την πορεία των βασικών παραδοχών που θα το καθορίσουν (ρυθμός μεγέθυνσης, επίπεδο επιτοκίων, ύψος πρωτογενούς ελλείμματος/πλεονάσματος του προϋπολογισμού). Έτσι, το όποιο σενάριο διατυπώνεται εκφράζει ουσιαστικά το διαφορετικό βαθμό αισιοδοξίας του συντάκτη του. Επιπλέον όμως, αν θεωρήσει κανείς ότι οι ισχυρές χώρες της ευρωζώνης Γερμανία και Γαλλία θα συνεχίσουν να περιφρουρούν την ευρωζώνη καθώς δεν έχουν καλύτερη εναλλακτική στρατηγική (π.χ. επάνοδος της Γερμανίας στο μάρκο), η Ελλάδα θα τυγχάνει διαχρονικής προστασίας, αφού τυχόν κατάρρευσή της θα απειλήσει το σύνολο της ευρωζώνης. Είναι αυτονόητο ότι η προστασία αυτή θα συνυφαίνεται με την αυστηρή διαχειριστική παρακολούθηση.
Δεύτερον, γιατί ο στοιχηματισμός στη χρεοκοπία των χωρών του ευρωπαϊκού νότου (οι πλέον αδύναμοι κρίκοι της αλυσίδας του ευρώ) συνεχίζεται μέσω της αγοράς πιστωτικών παραγώγων CDS και έχει επεκταθεί και προς το ευρώ. Έτσι, αν και τα δημοσιονομικά δεδομένα των ΗΠΑ είναι δυσμενέστερα της Ε.Ε., το δολάριο πέτυχε το τελευταίο διάστημα την ανατίμησή του έναντι του ευρώ (ακόμη και κάτω του 1,20) εκτρέφοντας προσδοκίες για ισοτιμία 1 προς 1. Η Ευρωπαϊκή Ένωση οφείλει να αντιδράσει αυξάνοντας το βαθμό συνεννόησης και συντονισμού των μελών μεταξύ τους και χτίζοντας ένα νέο Μάαστριχτ που θα έχει ενεργότερη δημοσιονομική πολιτική (αναιμική μέχρι τώρα) μέσω της οικονομικής διακυβέρνησης, εντατικότερη νομισματική πολιτική (δραστηριοποίηση της ΕΚΤ στις αγορές κατά το πρότυπο της Federal Bank των ΗΠΑ) και αποτελεσματικότερη εποπτεία των αγορών ώστε να σταματήσει η κερδοσκοπική ασυδοσία ακόμη και εναντίον κρατών. Όμως, τα πρόσφατα μέτρα της κ. Μέρκελ για περικοπές δημοσίων δαπανών δεν επιτρέπουν μεγάλη αισιοδοξία για το τελικό αποτέλεσμα συντονισμένης δράσης της Ε.Ε. καθώς η Γερμανία παραμένει προσηλωμένη στην αυστηρή δημοσιονομική ορθοδοξία.
Τρίτον, γιατί η παραπληροφόρηση στη χώρα μας προσλαμβάνει τις τελευταίες ημέρες πρωτοφανή έξαρση για τα συμβαίνοντα στην οικονομία. Δεδομένου του αυξημένου ενδιαφέροντος του κόσμου (όλοι έχουμε έστω και μικρές καταθέσεις) το θέμα απασχολεί το σύνολο του τύπου και των ΜΜΕ. Πρωινές και βραδινές εκπομπές υψηλής ακροαματικότητας ασχολούνται με σενάρια οσονούπω επανόδου στη δραχμή, στάσης πληρωμών από τις τράπεζες και «κουρέματος» του χρέους. Άτομα δε στην καλύτερη περίπτωση ανεπαρκούς οικονομικής κατάρτισης εκφέρουν γνώμη για τα παραπάνω στο όνομα της ελευθερίας της έκφρασης…Βιώνουμε, μερικώς τουλάχιστον, τον αντίποδα της χρηματιστηριακής παράκρουσης του 1999 οπότε οι πάντες είχαν αυτοανακηρυχθεί σε επενδυτικούς συμβούλους που προσωρινά δικαιώνονταν όσο συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις λειτουργίας των αγορών ως αυτοεκπληρούμενες προφητείες. Με δεδομένο λοιπόν το συνεχιζόμενο χαμηλό βαθμό επενδυτικής παιδείας στη χώρα μας, πρέπει να υπάρξει ένας υψηλός βαθμός συνέγερσης των αρμοδίων ( ενδεικτικά αναφέρω: Κυβέρνηση, πολιτικός κόσμος, τραπεζίτες, Τράπεζα της Ελλάδος, ΕΣΡ κοκ.) ώστε να σταματήσει η παραπληροφόρηση περί το ασφαλές των καταθέσεων. Πρέπει σε όλους να γίνει αντιληπτή η εθνική διάσταση του θέματος. Αν δε η κ. Μέρκελ έκανε διήμερο υπουργικό συμβούλιο για να ανακοινώσει τις κατά την κρίση της σημαντικές περικοπές δαπανών, εμείς τί πρέπει να κάνουμε;