ΕΚΤΥΠΩΣΗ
Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Alpha Bank: Εκροή καταθέσεων και κρατική αφερεγγυότητα ευθύνονται για τη μείωση της τραπεζικής χρηματοδότησης

18:24 - 12 Ιαν 2012 | Συνεντεύξεις
Alpha Bank: Εκροή καταθέσεων και κρατική αφερεγγυότητα ευθύνονται για τη μείωση της τραπεζικής χρηματοδότησης
Οι ελληνικές τράπεζες δανείζονται από την ΕΚΤ και την ΤτΕ όχι για να κερδοσκοπήσουν αλλά για να καλύψουν της ανάγκες ρευστότητας
"Οι τράπεζες αποτελούν τον βασικό παράγοντα σταθερότητας που στηρίζει την εγχώρια επιχειρηματικότητα και συμβάλλει στην χρηστή διαχείριση της εγχώριας αποταμίευσης στη χειμαζόμενη ελληνική οικονομία τα τελευταία έτη. Αποτελούν τον κύριο μηχανισμό που είναι διαθέσιμος και μπορεί να συμβάλλει ουσιαστικά στην ανάκαμψη, την ανάπτυξη και την έξοδο της ελληνικής οικονομίας από την μεγάλη κρίση στην οποία βρίσκεται σήμερα. Για να μπορέσουν οι τράπεζες να επιτελέσουν αυτόν τον ρόλο, η κυβέρνηση οφείλει να διαφυλάξει με κάθε πρόσφορο τρόπο την φερεγγυότητα και την ακεραιότητα του τραπεζικού συστήματος", αναφέρουν στο τελευταίο οικονομικό δελτίο οι αναλυτές της Alpha Bank.

Σύμφωνα με την Alpha, oι εξελίξεις στην τραπεζική χρηματοδότηση συνδέονται με τον αποκλεισμό αρχικά των ελληνικών τραπεζών από τις διεθνείς αγορές χρήματος και κεφαλαίου και, στη συνέχεια, με τη μεγάλη μείωση των ιδιωτικών καταθέσεων και των καταθέσεων του δημοσίου στις τράπεζες, χωρίς μάλιστα ουσιαστική υπαιτιότητα των τελευταίων οι οποίες διαχειρίζονταν με αποτελεσματικότητα και σύνεση τα οικονομικά τους.

Η αδυναμία ελέγχου της δημοσιονομικής εκτροπής και της κρίσης δημοσίου χρέους και οι ανεξέλεγκτες συζητήσεις περί χρεοκοπίας του ελληνικού δημοσίου και περί εξόδου της χώρας από το ευρώ οδήγησαν, εκτός των άλλων, και σε σταδιακή μείωση των καταθέσεων στις ελληνικές τράπεζες, από τα € 237,3 δις στο τέλος του 2009, στα € 172,8 δις στο τέλος Νοεμ.’11. Ιδιαίτερα στο 3μηνο Σεπτ.-Νοεμ.’2011, η πτώση των καταθέσεων στις ελληνικές τράπεζες κατά € 15,7 δις οφείλεται: (1) στην ανεξέλεγκτη δραματική υποβάθμιση των προοπτικών ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας από την Τρόικα όχι μόνο για το 2012-2013, αλλά ακόμη και για το 2016-2030, και (2) στην πολύ μεγάλη καθυστέρηση που σημειώθηκε όσον αφορά την καταβολή της 6ης δόσης, ύψους € 8,0 δις του δανείου των € 110 δις στη χώρα μας.
Η δόση καταβλήθηκε τον Δεκ.’11 αντί για τον Σεπτ.’11 υποχρεώνοντας το ελληνικό δημόσιο να αποσύρει όλες τις καταθέσεις του από τις ελληνικές τράπεζες για να εξυπηρετήσει τις τρέχουσες υποχρεώσεις του, ενώ ταυτόχρονα σημειώθηκε εκροή ιδιωτικών καταθέσεων ύψους € 15,7 δις, περιορίζοντας αναλόγως τις δυνατότητες χρηματοδότησης του δημοσίου και του ιδιωτικού τομέα. Επιπλέον, η συνεπαγόμενη χειροτέρευση του οικονομικού και επενδυτικού κλίματος στη χώρα, λόγω των ανωτέρω πρακτικών, οδήγησαν στην επαναφορά της οικονομικής δραστηριότητας στη χώρα σε ταχεία πτώση στο 4ο 3μηνο.’11, από τη σαφή ανάκαμψη που είχε σημειωθεί σε πολλούς τομείς του ιδιωτικού τομέα της οικονομίας στο 3ο 3μηνο.’11.

Αφορμή για τα ανωτέρω δόθηκε ασφαλώς από τη μεγάλη υστέρηση στον τομέα της είσπραξης των καθαρών εσόδων του ΤΠ και των εσόδων από εισφορές στα ασφαλιστικά ταμεία στο 1ο 6μηνο.’11 (αλλά και στους επόμενους μήνες), καθώς και από τη μεγάλη πτώση του καταγεγραμμένου ΑΕΠ στο ίδιο 6μηνο. Οι εξελίξεις αυτές χρησιμοποιήθηκαν από την Τρόικα για να αμφισβητηθεί η ικανότητα της χώρας για ανάπτυξη και δημοσιονομική προσαρμογή. Ωστόσο, η ανωτέρω υστέρηση των εσόδων ήταν το αποτέλεσμα αφενός των σημαντικών αστοχιών του φορολογικού νόμου του Απριλίου του 2010 και αφετέρου της συνεχιζόμενης αδράνειας των υπηρεσιών είσπραξης των ληξιπρόθεσμων και μη φορολογικών απαιτήσεων του δημοσίου σε ολόκληρη τη 2ετία 2010-2011. Η υστέρηση αποκαταστάθηκε με νέα σημαντικά και επώδυνα μέτρα που συμβάλουν πράγματι στην αναγκαία αύξηση των εσόδων από τον Δεκ.’11.

Η κάλυψη των απωλειών ρευστότητας που αντιμετωπίζουν οι ελληνικές τράπεζες, τόσο λόγω της μείωσης των καταθέσεών τους όσο και λόγω της ρευστοποίησης (χωρίς δυνατότητες αναχρηματοδότησης) των υποχρεώσεών τους στην διατραπεζική αγορά και στις αγορές ομολόγων, κατέστη δυνατή μέσω προσφυγής στο Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών (ΕΣΚΤ), δηλαδή στην ΕΚΤ και στην Τράπεζα της Ελλάδος.

Οι σημερινές ανάγκες χρηματοδότησης από το ΕΣΚΤ, ανέρχονται, με στοιχεία τέλους Νοεμ.2011, σε € 116,25 δις περίπου, και εκτιμώνται σε € 125 δις στο τέλος του 2011. Για να εξασφαλίσουν αυτά τα χρήματα οι ελληνικές τράπεζες χρειάζονται € 290 δις περίπου σε ενέχυρα που είναι απαραίτητα για το δανεισμό των τραπεζών χωρών της ΖτΕ από το ΕΣΚΤ. Η σχετικά μικρή χρηματική απόδοση των ενεχύρων οφείλεται στη δραματική πιστοληπτική υποβάθμιση του ελληνικού δημοσίου, που συνεπάγεται αυτομάτως και την υποβάθμιση των ελληνικών τραπεζών, τα τελευταία χρόνια. Από τα ενέχυρα αυτά, το ελληνικό δημόσιο έχει παράσχει περίπου € 70 δις κυρίως σε εγγυήσεις για την έκδοση τραπεζικών ομολόγων που χρησιμοποιούνται από τις τράπεζες ως ενέχυρα για την χρηματοδότησή τους από την ΕΚΤ με € 35 δις περίπου. Η υπόλοιπη χρηματοδότηση των ελληνικών τραπεζών από το ΕΣΚΤ εξασφαλίζεται με ενεχυρίαση δανείων και τιτλοποιηθέντων στοιχείων του ενεργητικού τους. Από τα ανωτέρω προκύπτει σαφώς ότι το ελληνικό δημόσιο δεν έχει δώσει στις τράπεζες ούτε ένα Ευρώ, παρά μόνο εγγυήσεις για ενέχυρα για τα οποία οι τράπεζες πληρώνουν προμήθεια. Οι εγγυήσεις αυτές δεν συνεπάγονται δαπάνη αλλά έσοδα για τον κρατικό προϋπολογισμό και δεν λογίζονται στο δημόσιο χρέος.

Σε κάθε περίπτωση, οι ελληνικές τράπεζες δανείζονται από την ΕΚΤ και την τράπεζα της Ελλάδος όχι για να κερδοσκοπήσουν αλλά για να καλύψουν της ανάγκες ρευστότητας που αντιμετωπίζουν αποκλειστικά και μόνο λόγω της αυξημένης αφερεγγυότητας του ελληνικού δημοσίου. Η ΕΚΤ και η Τράπεζα της Ελλάδος υποκαθιστούν τη λειτουργία της διατραπεζικής αγοράς της Ζώνης του Ευρώ, η οποία είναι ουσιαστικά κλειστή όχι μόνο για τις ελληνικές τράπεζες αλλά και για τις τράπεζες πολλών χωρών της περιφέρειας της Ευρώπης. Οι Ευρωπαϊκές τράπεζες αντί να δανείζουν η μία την άλλη τοποθετούν τα πλεονάσματά τους σε ρευστότητα στην ΕΚΤ (οι τοποθετήσεις αυτές ξεπέρασαν τα € 500 δις την προηγούμενη εβδομάδα) και η ΕΚΤ, μέσω των Κεντρικών Τραπεζών που συνιστούν το ΕΣΚΤ, καλύπτει τις ανάγκες ρευστότητας εκείνων των τραπεζών που έχουν ανάγκη.
Όπως προκύπτει σαφώς από τους ισολογισμούς των τραπεζών, με τη χρηματοδότηση που λαμβάνουν οι τράπεζες από την ΕΚΤ και την Τράπεζα της Ελλάδος (€ 116,24 δις), τις καταθέσεις των ιδιωτών (€ 172,8 δις) και με τα ίδια κεφάλαια των τραπεζών, καλύπτονται η χρηματοδότηση του ιδιωτικού τομέα (€ 250 δις στο
τέλος του Νοεμ.’11) και οι τοποθετήσεις των τραπεζών σε ομόλογα και έντοκα γραμμάτια του ελληνικού δημοσίου (περίπου € 50 δις). Επιπλέον των ανωτέρω, τελευταία, ορισμένες τράπεζες σχεδιάζουν ρευστοποίηση επενδύσεών τους στο εξωτερικό για να καλύψουν ένα μέρος των αναγκών τους σε ρευστότητα και σε ίδια κεφάλαια. Η πρακτική αυτή, εάν λάβει διαστάσεις, θα στερήσει τις τράπεζες και την Ελλάδα από δραστηριότητες που θα μπορούσαν να συμβάλλουν στην ανάπτυξή τους στο μέλλον.

Αντίθετα, το ελληνικό δημόσιο κατέχει σήμερα προνομιούχες μετοχές των ελληνικών τραπεζών από τις οποίες απολαμβάνει τόκο 10% ετησίως και ως εκ τούτου στον Τακτικό Προϋπολογισμό του 2011 καταγράφονται έσοδα ύψους € 894 εκατ., που πλήρωσαν οι Τράπεζες και συνέβαλλαν ουσιαστικά στην εκτέλεση του Π2011. Ας μη ξεχνάμε βέβαια και τις αλλεπάλληλες έκτακτες εισφορές που επιβάρυναν το τραπεζικό σύστημα της χώρας τα τελευταία χρόνια.
Η Χρηματοδότηση της Οικονομίας: Η τραπεζική χρηματοδότηση προς το σύνολο του εγχώριου ιδιωτικού τομέα (επιχειρήσεις, ελεύθεροι επαγγελματίες και νοικοκυριά) στην Ελληνική οικονομία υποχώρησε κατά -2,4% σε ετήσια βάση το Νοέμ.’11. Μάλιστα, η καθαρή μηνιαία ροή της χρηματοδότησης προς τον εγχώριο ιδιωτικό τομέα ήταν αρνητική κατά € 1,3 δισ. το Νοέμ.’11, αναβιβάζοντας τη συνολική μείωση της χρηματοδότησης σε € 6,4 δισ. στο 11μηνο.’11.

Αυτές οι αρνητικές εξελίξεις στον τομέα της τραπεζικής χρηματοδότησης του ιδιωτικού τομέα της οικονομίας, αντανακλούν τη μεγαλύτερη κρίση που βιώνει στην μεταπολεμική της ιστορία η ελληνική οικονομία. Ωστόσο, μια απλή σύγκριση με τις εξελίξεις σε τομείς που σχετίζονται και προσδιορίζουν την πιστωτική επέκταση καταδεικνύει ότι οι τράπεζες εξακολουθούν να στηρίζουν με όλες τους τις δυνάμεις τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά, παρά το αντίξοο περιβάλλον στο οποίο λειτουργούν.

Πιο συγκεκριμένα:
α) Η πτώση της πιστωτικής επέκτασης ήταν -2,4% σε ετήσια βάση στο τέλος Νοεμ.’11, αλλά η πτώση του καταγεγραμμένου ονομαστικού ΑΕΠ ήταν -3,8%,
με αποτέλεσμα να αυξάνει η χρηματοδότηση του ιδιωτικού τομέα ως προς το επίπεδο οικονομικής δραστηριότητας ακόμη και το 2011.
β) Η τραπεζική πιστωτική επέκταση προς τη βιομηχανία ήταν θετική κατά 0,5% στο τέλος Νοεμ.’11, με πτώση, ωστόσο, της βιομηχανικής
παραγωγής κατά περισσότερο από 9,0%.
γ) Η τραπεζική χρηματοδότηση προς το εμπόριο σημείωσε πτώση κατά -6,0%, ενώ η πτώση των πωλήσεων διαρκών καταναλωτικών αγαθών υπερβαίνει το -20% το 2011 και η πτώση των πωλήσεων αυτοκινήτων το -29,8%.
δ) Η τραπεζική χρηματοδότηση στις κατασκευές ήταν μειωμένη κατά -3,0%, ενώ η πτώση του κύκλου εργασιών στον τομέα των κατασκευών στο 3ο 3μηνο.’11 εκτιμήθηκε από την ΕΛΣΤΑΤ στο -21,2%.
ε) Η τραπεζική χρηματοδότηση για στεγαστικά δάνεια μειώθηκε κατά -2,7%, ενώ οι επενδύσεις σε κατοικίες μειώθηκαν κατά -25,0%.

Επιπλέον, οι τράπεζες εξακολουθούν να στηρίζουν χρηματοδοτικά τις οικονομικές μονάδες παρά τη μεγάλη αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων προς τις επιχειρήσεις και για στεγαστικά και καταναλωτικά δάνεια σε 11,2%, 11,9% και 24% αντίστοιχα τον Ιούν.’11, από 8,8%, 10,3% και 20% αντίστοιχα τον Δεκ.’10. Περιττό δε να λεχθεί ότι αυτά τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια έχουν αυξηθεί ακόμη περισσότερο στο τέλος του 2011 και ότι θα ήταν σε πολύ υψηλότερα επίπεδα αν οι τράπεζες δεν είχαν επιδοθεί σε μια άνευ προηγουμένου προσπάθεια ρυθμίσεων και αναδιαρθρώσεων των δανειακών υποχρεώσεων των πελατών τους, επιδιώκοντας τη σημαντική ελάφρυνση των αναγκών εξυπηρέτησης αυτών των δανείων στην τρέχουσα περίοδο της βαθειάς οικονομικής ύφεσης.
Τελευταία τροποποίηση στις 14:50 - 13 Ιαν 2012
Copyright © 1999-2024 Premium S.A. All rights reserved.