ΕΚΤΥΠΩΣΗ
Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Η απόφαση του Άρειου Πάγου για την υπόθεση Πεπόνη - Μουζακίτη

17:12 - 15 Φεβ 2012 | Ειδήσεις
Δεν υπάρχει ποινικώς αξιόλογη παρέμβαση στο έργο των οικονομικών εισαγγελέων, σύμφωνα με το πόρισμα του Άρειου Πάγου.
Η αίτηση των δύο οικονομικών εισαγγελέων Γρηγόρη Πεπόνη και Σπυρίδωνος Μουζακίτη να παραιτηθούν από τα καθήκοντα τους, αποτελεί αυθόρμητη εκδήλωση της έντονης δυσαρέσκειας τους από τη μελετώμενη νομοθετική κατάργηση τους, είναι απότοκη της επαινετής ευαισθησίας τους στην προσήλωση τους στην εκτέλεση των καθηκόντων τους και δεν προέκυψε ότι επιχειρήθηκε καμία ποινικώς αξιόλογη ή, καθ' οιονδήποτε τρόπο, υπηρεσιακά επιλήψιμη σε αυτούς παρέμβαση στο έργο τους.

Αυτό αναφέρεται συμπερασματικά στα υπομνήματα των δύο αντεισαγγελέων του Αρείου Πάγου, Φώτη Μακρή και Νικόλαου Παντελή, μετά τη διενέργεια διοικητικής και νομικής αξιολόγησης των καταγγελιών των δύο οικονομικών εισαγγελέων.

Ο φάκελος της εξέτασης των καταγγελιών των δύο οικονομικών εισαγγελέων εστάλη από τον υπουργό Δικαιοσύνης Μιλτιάδη Παπαϊωάννου και βρίσκεται στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής, μετά από ομόφωνο αίτημα των μελών της προκειμένου να λάβουν πλήρη γνώση για την υπόθεση [Βλέπε άρθρο] .

«Όταν κλήθηκαν από εμέ, ως άμεσο προϊστάμενο τους, να εξηγήσουν τους λόγους που υπέβαλαν τις παραιτήσεις τους, δήλωσαν προφορικά, αρχικά σε μένα και στη συνέχεια στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ότι οδηγήθηκαν στην κίνηση τους αυτή εξ αιτίας της επιχειρηθείσας νομοθετικής κατάργησης τους, στη συνέχεια δε κατά τρόπο ασαφή και αόριστο, αναφέρθηκαν σε διάφορα περιστατικά, θεωρώντας τα ως παρεμβάσεις στο έργο τους....», τονίζει στην αναφορά του ο αντεισαγγελέας Νικόλαος Παντελής.

Σημειώνεται ότι οι δύο οικονομικοί εισαγγελείς παραιτήθηκαν στις 28/12/2011, επικαλούμενοι, μεταξύ άλλων, το γεγονός ότι «δεν δεχόμαστε να είμαστε εισαγγελείς υπό απαγόρευση και καθ' υπαγόρευση, πολλώ μάλλον δεν δεχόμαστε να αποτελέσουμε ένα άλλοθι και μια θεσμική κολυμβήθρα του Σιλωάμ για τα πολύπλοκα οργανωμένα συμφέροντα και τους ποικιλώνυμους εκφραστές τους, που δραστηριοποιούνται και αναπτύσσονται στην γκρίζα ζώνη του οικονομικού εγκλήματος».

Στην αναφορά του προς τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ο οποίος είχε διατάξει σχετική προκαταρκτική εξέταση, ο αντεισαγγελέας Φώτης Μακρής, που διενήργησε διοικητική εξέταση, σημειώνει μεταξύ άλλων:

Για τους λόγους της παραίτησης τους

«... Από την ανάληψη των καθηκόντων τους κατέβαλαν συνεχείς και επίπονες προσπάθειες κατ' αρχήν για την οργάνωση και στελέχωση της υπηρεσίας τους. Παρά τις διαβεβαιώσεις, όμως, των αρμοδίων, οι νόμιμες απαιτήσεις τους δεν ικανοποιήθηκαν σε μεγάλο βαθμό... Και ενώ ύστερα από πολύμηνες προσπάθειες κατάφεραν να λειτουργήσουν και να αποδώσουν το αναμενόμενο ανακριτικό τους έργο, από το Υπουργείο Οικονομικών έλαβαν e mail το οποίο προέβλεπε την αντικατάσταση τους...

Οι ανωτέρω αιφνιδιάστηκαν και έχοντας υπόψη τις άοκνες προσπάθειες που κατέβαλαν για την οργάνωση του γραφείου τους, την ευσυνείδητη εκτέλεση των εισαγγελικών τους καθηκόντων, σε συνδυασμό και με την άποψή τους ότι οι διαλαμβανόμενοι στην αιτιολογική έκθεση λόγοι δεν είναι νομικά επαρκώς θεμελιωμένοι, έσπευσαν και υπέβαλαν της παραίτηση τους...

Ο λόγος που υπαγόρευσε την υποβολή της αιτήσεώς τους έχει ως γενεσιουργό αιτία αποκλειστικά και μόνο την μελετώμενη από το υπουργείο Οικονομικών νομοθετική τροπολογία που αποσκοπεί στην αντικατάσταση τους ...

Ερμηνεύθηκε από αυτούς ότι ενδεχομένως η δράση τους ενόχλησε κάποιους επιχειρηματικούς παράγοντες του τόπου ή διάφορους αξιωματούχους, οι οποίοι θορυβηθέντες δρομολόγησαν την κατάργηση τους...».

Για τις καταγγελίες τους περί παρεμβάσεων στο έργο τους, ο κ. Μακρής επικαλείται την αίτηση τους στις 2/1/2012 και τις καταθέσεις τους, σημειώνοντας:

«...Δεν τις εκτίμησαν ότι έχουν κάποια ποινική αξία... δεν τις εξέλαβαν ως σοβαρές, αλλά ως επουσιωδέστατες και αδιάφορες εκδηλώσεις, δεν τις έλαβαν καν υπόψη τους στην εκτέλεση των καθηκόντων τους ως "ατελέσφορες" και δεν προέρχονται από πρόσωπα που συνεργάσθηκαν υπηρεσιακά μαζί τους, αλλά από εξωθεσμικούς παράγοντες». Όπως επίσης, αναφέρει ο κ. Μακρής στο υπόμνημά του, συγκεκριμένα τις εστιάζουν σε τρεις από τις υποθέσεις που ασχολήθηκαν: Των CDS, της λίστας μεγαλοοφειλετών του δημοσίου και των καταγγελιών σχετικά με οικονομικές ατασθαλίες σε ορισμένο χρηματοπιστωτικό οργανισμό.

Για την υπόθεση των CDS, ο κ. Μακρής αναφέρει:

«...Κατά την επίσκεψη τους στον υπουργό Δικαιοσύνης, στον οποίο είχαν προσέλθει για οργανωτικά θέματα της υπηρεσίας τους τον Οκτώβριο του 2011, ο υπουργός και ο γενικός γραμματέας τους παρακάλεσαν για την όσο το δυνατό σύντομη περάτωση της υπόθεσης....Το ίδιο συνέστησαν και ο Εισαγγελέας του ΑΠ και ο επόπτης αντιεισαγγελέας Νικόλαος Παντελής... Ο Εισαγγελέας του ΑΠ συμβούλευσε τον κ. Πεπόνη να είναι προσεκτικός, διότι οι έρευνές του, έθιγαν οικονομικά συμφέροντα ή και πρόσωπα με επιρροή στο δημόσιο βίο και οποιαδήποτε άστοχη ενέργεια του δεν θα μπορούσε να περάσει απαρατήρητη....».

Για την υπόθεση των μεγαλοοφειλετών του Δημοσίου:

Αφού σημειώνει ότι ο κ. Πεπόνης παρήγγειλε προκαταρκτική εξέταση μετά από δημοσιεύματα με καταγγελίες του τέως υφυπουργού Οικονομικών Δ. Κουσελά, ο κ. Μακρής αναφέρει: «...Για την ορθότητα της ενέργειάς του αυτής, του εξέφρασαν επιφυλάξεις τόσο ο επόπτης αντιεισσαγγελέας, όσο και ο εισαγγελέας του ΑΠ, εξηγώντας του ότι θα ήταν φρονιμότερο πρώτα να πάρει στα χέρια του τη λίστα των μεγαλοοφειλετών και ύστερα να παραγγείλει προκαταρκτική εξέταση, μήπως η παραγγελία του αυτή κριθεί ως πρόωρη».

Για τις καταγγελίες σχετικά με οικονομικές ατασθαλίες σε χρηματοπιστωτικό οργανισμό :

«Ο κ. Πεπόνης αναφέρει ότι στις 30/11/11 τον επισκέφθηκε στο γραφείο του γνωστό και έγκριτο δημόσιο πρόσωπο (δημοσιογράφος) και τον πληροφόρησε ότι γνωστός μεγαλοοικονομικός παράγων του εξέφρασε απειλές για το πρόσωπό του, εξαιτίας του ότι εκτυλίσσεται και εκκρεμεί στα χέρια του συγκεκριμένη προκαταρκτική εξέταση που άπτεται ευθέως του αντικειμένου της επαγγελματικής του δραστηριότητας» και ότι «ο διοικητής της Υ/Δ Ηλεκτρονικού Εγκλήματος της ΕΛΑΣ ήταν δικός του άνθρωπος και παρακολουθούσε τις κινήσεις του κατά πόδας».

Το περιστατικό αυτό, το οποίο θεώρησε ως ιδιαίτερα σοβαρό, το ανακοίνωσε στους προϊσταμένους του και τον αρχηγό της ΕΛΑΣ προς λήψη μέτρων για την προσωπική του ασφάλεια κατά τη διεξαγωγή της υπηρεσιακής του αποστολής.

Επίσης, αναφέρει ότι κατά το τελευταίο δεκαήμερο του Νοεμβρίου 2011, κάθε χρόνο βρισκόταν με το συνάδελφο του στο γραφείο του Αντιεισαγγελέα του ΑΠ Νικόλαου Παντελή, επόπτη τους, τους επισκέφθηκε κάποιος συνταξιούχος Αεροπαγίτης και τους ζητούσε πληροφορίες για την πορεία της διεξαγομένης προκαταρκτικής εξέτασης.

Στην αξιολόγηση των επικαλούμενων παρεμβάσεων, ο κ. Μακρής εκτιμά πως «οι επικαλούμενες παρεμβάσεις δεν συνιστούν ούτε ποινικά αξιόλογες, ούτε καθ' οιονδήποτε τρόπο υπηρεσιακά επιλήψιμες συμπεριφορές» και η κρίση αυτή επιστηρίζεται στα εξής:

Η σύσταση προς σύντομη περάτωση της προκαταρκτικής εξέτασης για τα CDS, που έγινε σε αυτούς από τον Υπουργό και τον Γενικό Γραμματέα του Υπουργείου Δικαιοσύνης, τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και τον επόπτη τους, βρίσκεται μέσα στα πλαίσια των καθηκόντων τους, καθώς μπορούν σε υποθέσεις εξαιρετικής σημασίας να ζητήσουν τη διενέργεια της ανάκρισης και της εισαγωγής της υπόθεσης στο ακροατήριο κατά απόλυτη προτεραιότητα.

«Η πληροφορία που παρασχέθηκε στον κ. Πεπόνη από γνωστό δημόσιο πρόσωπο ότι κάποιος μεγαλοοικονομικός παράγοντας εξέφρασε απειλές κατά του προσώπου του, αφήνεται στην κρίση του αν τις θεωρεί ως σοβαρές, πράγμα που το αρνείται, να υποβάλει εναντίον του έγκληση για το κατ' έγκληση διωκόμενο έγκλημα της απειλής...».

«Η πληροφορία που παρασχέθηκε, επίσης, στον ανωτέρω, ότι ο Υποδιοικητής Η/Ε της ΕΛΑΣ παρακολουθεί τις τηλεφωνικές του επικοινωνίες, γεγονός που συνιστά την αυτεπαγγέλτως διωκόμενη αξιόποινη πράξη της παραβίασης του απορρήτου των τηλεφωνημάτων και της προφορικής συνομιλίας, αν είναι πεπεισμένος ότι είναι αληθινή, πράγμα το οποίο, βεβαίως, διαρρήδην το απορρίπτει, να του συσταθεί να την ανακοινώσει χωρίς χρονοτριβή στον αρμόδιο εισαγγελέα με γραπτή αναφορά...».

«...Η αναζήτηση πληροφοριών για διενεργούμενη από αυτόν προκαταρκτική εξέταση, που καταθέτει ότι έλαβε χώρα από συνταξιούχο Αρεοπαγίτη, δεν συνιστά καμία αξιόποινη πράξη, ούτε οποιαδήποτε υπηρεσιακά επιλήψιμη συμπεριφορά».

Και ο αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου καταλήγει συμπερασματικά στο υπόμνημα του:

«Η αίτηση τους (για παραίτηση) αποτελεί αυθόρμητη εκδήλωση της έντονης δυσαρέσκειας τους από τη μελετώμενη νομοθετική κατάργηση τους, ότι είναι απότοκη της επαινετικής ευαισθησίας τους στην προσήλωση τους στην εκτέλεση των καθηκόντων τους και ότι δεν προέκυψε ότι επιχειρήθηκε καμία ποινικώς αξιόλογη ή καθ' οιονδήποτε τρόπο υπηρεσιακά επιλήψιμη σ΄ αυτούς παρέμβαση στο έργο τους».

Υπόμνημα αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Νικόλαου Παντελή

Από την πλευρά του, ο αντεισαγγελέας Νικ. Παντελής, στην αναφορά του προς τον κ. Μακρή, αφού τονίζει ότι ως επόπτης των δύο οικονομικών εισαγγελέων είχε «καθημερινή σχεδόν επαφή και συνεργασία μαζί τους από το πρώιμο στάδιο που ξεκίνησαν οι προσπάθειες στελέχωσης του νεοσύστατου αυτού θεσμού», αναφέρει:

Για το θέμα των CDS

Ο κ. Γρηγόρης Πεπόνης ζητούσε εγγράφως στις 12/7/2011, τη σύμφωνη γνώμη του για τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης με αφορμή δημοσιεύματα της εφημερίδος "Ελευθεροτυπία", «στο οποίο γινόταν λόγος ότι ο αδελφός του τότε πρωθυπουργού Αντρίκος Παπανδρέου, συμμετείχε στο ΔΣ εταιρίας η οποία είχε επενδύσει σε χρηματοοικονομικά προϊόντα, η απόδοση των οποίων εξαρτιόταν άμεσα από την επέλευση πιστωτικού γεγονότος (πτώχευσης) της χώρας, τα γνωστά ασφάλιστρα κινδύνου....».

Όπως αποκαλύπτει ο κ. Παντελής, την ίδια μέρα εγγράφως έδωσε τη συγκατάθεση του «με την προφορική σύσταση ότι η υπόθεση αυτή, λόγω της φύσης της, πρέπει να διεκπεραιωθεί κατά προτεραιότητα».

«...Ο κ. Πεπόνης», συνεχίζει ο κ. Παντελής, «με πληροφόρησε ότι την ανέθεσε στον Αντιεισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών Αριστείδη Κορέα, με τον οποίο βέβαια, ούτε εγώ, ούτε από όσο γνωρίζω, οποιοσδήποτε άλλος από την Εισαγγελία του ΑΠ είχε οποιαδήποτε επαφή, διαρκούσης της έρευνας...».

«Ο κ. Πεπόνης με πληροφόρησε ότι υπήρχε κάποιος μάρτυρας ο οποίος προτίθετο να καταθέσει, παρέχοντας σημαντικές πληροφορίες, σχετικά με την υπόθεση αυτή, έθετε, όμως, ως όρο, στο αρχικό τουλάχιστον στάδιο, να τηρηθεί η ανωνυμία του...Του είπα να ενεργήσει όπως ο ίδιος έκρινε, χωρίς οποιαδήποτε περαιτέρω ανάμειξη μου. Αργότερα και ενόσω η προκαταρκτική αυτή εξέταση βρισκόταν σε εξέλιξη, μου ανακοίνωσε ότι ο υπουργός Δικαιοσύνης τον είχε παρακαλέσει προφορικά να επισπευσθούν οι όποιες υπηρεσιακές ενέργειες, σε σχέση με την υπόθεση αυτή, επειδή, εξαιτίας της ευρείας δημοσιότητας της οποίας είχε τύχει από τα διεθνή μέσα ενημέρωσης, ο τότε πρωθυπουργός της χώρας αντιμετωπιζόταν με δυσπιστία από τους ηγέτες των άλλων χωρών στις διεθνείς διασκέψεις, που γίνονταν με αντικείμενο την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης στη χώρα μας, επειδή ο αδελφός του εμφανιζόταν να τελεί, υπό δικαστική έρευνα ως ύποπτος συμμετοχής στο ΔΣ εταιρίας, η οποία είχε επενδύσει στη χρεοκοπία της χώρας...».

«...Το πρώτο δεκαήμερο του Νοεμβρίου ή το τελευταίο του Οκτωβρίου, ρώτησα τον κ. Πεπόνη αν είχε ληφθεί κατάθεση του μάρτυρα για τον οποίο μου είχε μιλήσει. Μου απάντησε αρνητικά και τότε του είπα ότι έπρεπε το ταχύτερο δυνατό να ληφθεί κατάθεσή του, γιατί δεν ήταν δυνατόν μια έρευνα τόσο σοβαρή, να εξαρτάται από την διάθεση του όποιου μάρτυρα να εξεταστεί ή όχι. Η απάντηση του ήταν πως το ζήτημα επρόκειτο να τακτοποιηθεί άμεσα. Και ενώ έτσι είχαν τα πράγματα, το μεσημέρι της 22ας Δεκεμβρίου, ο κ. Πεπόνης με επισκέφθηκε στο γραφείο μου για να θέσει υπόψη μου την τελική μορφή σχεδίου νόμου που επρόκειτο να εισηγηθεί ο ίδιος σχετικά με την τροποποίηση του άρθρου 99 του πτωχευτικού κώδικα...Εκεί μου ανακοίνωσε ότι η έρευνα για τα CDS είχε οδηγηθεί σε αδιέξοδο και ότι σκόπευε τις επόμενες μέρες να την θέσει στο αρχείο....».

Την πρόθεσή του αυτή ανακοίνωσε και στον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, λέγοντας χαρακτηριστικά ότι «αυτή είχε οδηγηθεί σε δικονομικό αδιέξοδο».

Ο κ. Παντελής διαβεβαιώνει στο υπόμνημά του ότι όλες οι συναντήσεις του κ. Πεπόνη με τον Εισαγγελέα του ΑΠ έγιναν παρουσία του και δεν σχετίζονταν με την ερευνώμενη υπόθεση.

Αναφέρει επίσης, ότι «ο εισαγγελέας του ΑΠ τον συμβούλεψε να είναι προσεκτικός κατά την άσκηση των καθηκόντων του, διότι οι υπηρεσιακές του ενέργειες έθιγαν οικονομικά συμφέροντα ή και πρόσωπα με επιρροή στην δημόσια και οικονομική ζωή, τα οποία ανέμεναν την όποια λάθος κίνηση του, για να τον βλάψουν υπηρεσιακά. «Σε κάθε περίπτωση», διευκρινίζει, «ο εισαγγελέας του ΑΠ ουδέποτε και καθ' οιονδήποτε τρόπο προέτρεψε το Γρ. Πεπόνη να κλείσει την υπόθεση των CDS, δηλαδή να την περαιώσει με ευνοϊκό τρόπο για τον ελεγχόμενο, παραβλέποντας τα όποια αποδεικτικά στοιχεία είχαν συγκεντρωθεί...».

Για την υπόθεση Κουσελά

Όπως αναφέρει ο κ. Παντελής, μετά τις καταγγελίες που είδαν το φως της δημοσιότητας, του κ. Κουσελά ότι απομακρύνθηκε από την κυβέρνηση, επειδή παράγοντες του υπουργείου Οικονομικών ήταν απρόθυμοι να κινηθούν κατά των μεγαλοοφειλετών, ο κ. Πεπόνης τον επισκέφθηκε στο γραφείο του και του ανακοίνωσε ότι παρήγγειλε προκαταρκτική εξέταση.

«Με δεδομένο ότι μια τέτοια προκαταρκτική εξέταση δεν μπορούσε να αφορά τον νυν υπουργό Οικονομικών, διότι τότε έπρεπε να κινηθεί ο νόμος περί ευθύνης υπουργών, ρώτησα τον κ. Πεπόνη ποιον αφορούσε η εξέταση. Μου απάντησε ότι στρεφόταν κατά μη πολιτικών προσώπων και ειδικότερα κατά υπηρεσιακών παραγόντων του υπουργείου Οικονομικών και ότι απώτερος στόχος του ήταν να πάρει στα χέρια του το κατάλογο των 3.800 μεγαλοοφειλετών, τον οποίο αρνιόταν μέχρι τότε το υπ Οικονομικών να δώσει στη δημοσιότητα επικαλούμενο κωλύματα από τον ισχύοντα νόμο περί προσωπικών δεδομένων...».

Πιο κάτω αναφέρει, ότι ο εισαγγελέας του ΑΠ, που, μάλλον, όπως λέει, έμαθε από τα ΜΜΕ την προκαταρκτική εξέταση, του εξέφρασε την δυσφορία του για την σπουδή με την οποία είχε ενεργήσει ο κ. Πεπόνης, βασιζόμενος μόνο στην ειδησεογραφία παρά το ότι υπήρχε κίνδυνος να διαψεύσει ο κ. Κουσελάς το γεγονός, όπως και έγινε. Ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ανέφερε δε ότι αν ήθελε τη λίστα ο κ. Πεπόνης θα έπρεπε να απευθύνει αίτημα στο υπ. Οικονομικών και αν η απάντηση ήταν αρνητική και αφού επιβεβαιώνονταν οι καταγγελίες, τότε θα μπορούσε να παραγγείλει προκαταρκτική εξέταση χωρίς τον κίνδυνο να εκτεθεί...».

Για τις απειλές που ισχυρίζεται ο κ. Πεπόνης ότι δέχθηκε από παράγοντα της οικονομικής ζωής του τόπου, ο κ. Παντελής επιβεβαιώνει ότι του το ανέφερε και ότι ο ίδιος του συνέστησε να ζητήσει ενισχυμένη αστυνομική προστασία, ενέργεια στην οποία είχε ήδη προβεί.
Τελευταία τροποποίηση στις 17:28 - 15 Φεβ 2012
Copyright © 1999-2024 Premium S.A. All rights reserved.