ΕΚΤΥΠΩΣΗ
Εκτύπωση αυτής της σελίδας

διαΝΕΟσις: Τι πιστεύουν Έλληνες και μετανάστες για το μεταναστευτικό σήμερα

14:20 - 20 Ιαν 2020 | Ειδήσεις
διαΝΕΟσις: Τι πιστεύουν Έλληνες και μετανάστες για το μεταναστευτικό σήμερα
Από τις αρχές του 2014 μέχρι το τέλος του 2019 περισσότεροι από 2 εκατομμύρια άνθρωποι διέσχισαν τη Μεσόγειο αναζητώντας ένα καλύτερο μέλλον στην Ευρώπη, σύμφωνα με την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες. Η προσφυγική κρίση των προηγούμενων χρόνων, ωστόσο, έκανε απλά πιο πιεστικό και έντονο ένα φαινόμενο που προϋπήρχε.

Η χώρα μας τα τελευταία χρόνια υπήρξε σημείο εισόδου μεταναστών και προσφύγων, κυρίως από τις χώρες της Μέσης Ανατολής, της Ασίας και της Αφρικής. Δεν ήταν η πρώτη φορά που γινόμαστε χώρα υποδοχής. Τη δεκαετία του ’90, μετά την κατάρρευση των κομμουνιστικών καθεστώτων της ανατολικής Ευρώπης, εκατοντάδες χιλιάδες μετανάστες είχαν εισρεύσει στη χώρα αναζητώντας δουλειά και μια καλύτερη ζωή. Τότε, αντίθετα με τώρα, οι μετανάστες δεν προσπαθούσαν να ξεφύγουν από τον πόλεμο. Τότε, αντίθετα με τώρα, οι μετανάστες αντιμετώπιζαν την Ελλάδα ως τελικό προορισμό και όχι ως προσωρινό σταθμό. Εκατοντάδες χιλιάδες από εκείνους ζουν ακόμη εδώ.

Η διαΝΕΟσις μελετάει το θέμα της μετανάστευσης εδώ και μερικά χρόνια, αναγνωρίζοντας ότι πρόκειται για ένα πολύπλοκο φαινόμενο που απασχολεί πολύ τους Έλληνες πολίτες και το πολιτικό μας σύστημα, χωρίς ωστόσο να είναι καλά γνωστές όλες οι πτυχές του, πολλά από τα πραγματικά στοιχεία που το περιγράφουν, ή επιτυχημένες πολιτικές διαχείρισής του από άλλες χώρες. Σήμερα δημοσιεύει τα αποτελέσματα και τα βασικά συμπεράσματα δύο νέων ερευνών που διενεργήθηκαν μέσα στο 2019 και φέρνουν στο φως χρήσιμα δεδομένα για τη μετανάστευση στην Ελλάδα σήμερα. Η πρώτη διεξήχθη σε συνεργασία με το γερμανικό ίδρυμα Hanns Seidel και την εταιρεία ερευνών Marc τον Φεβρουάριο του 2019 σε πανελλαδικό δείγμα 1.000 ατόμων, και στοχεύει στη χαρτογράφηση των πεποιθήσεων των Ελλήνων για το θέμα. Η δεύτερη διεξήχθη το διάστημα Φεβρουαρίου-Απριλίου του 2019 από ομάδα ερευνητών υπό το συντονισμό της Επικ. Καθηγήτριας Συγκριτικής Πολιτικής στο Πανεπιστήμιο του Λάιντεν Βασιλικής Τσαγκρώνη και του Επικ. Καθηγητή Σπουδών Παγκοσμιοποίησης στο Πανεπιστήμιο του Μπράιτον Βασίλη Λεοντίτση, σε συνεργασία με την εταιρεία ερευνών ΚΑΠΑ Research σε ένα δείγμα 800 νέων και παλαιότερων μεταναστών που ζουν στη χώρα μας. Πρόκειται για μια έρευνα που δεν έχει ξαναγίνει σε τέτοια κλίμακα, καθώς καταγράφει τις απόψεις και τις στάσεις τόσο μεταναστών και προσφύγων που έφτασαν πρόσφατα εδώ, όσο και μεταναστών από παλαιότερα μεταναστευτικά κύματα, που ζουν στη χώρα μας εδώ και πολλά χρόνια.

Σύνοψη των βασικών συμπερασμάτων:

  1. Το «μεταναστευτικό πρόβλημα» σήμερα

Σήμερα στην Ελλάδα βρίσκονται περίπου 580.000 νόμιμοι μετανάστες, οι οποίοι ζουν κυρίως στα αστικά κέντραΑυτοί που ήρθαν μετά το 2015 και έχουν μείνει εδώ εκτιμάται πως φτάνουν τους 50-70.000 - οι αιτήσεις ασύλου που εκκρεμούσαν ως και τα τέλη του 2018 έφταναν τις 67.000.

Πάνω από τους μισούς νέους πρόσφυγες (35.000) είναι γυναίκες και παιδιά. Σύμφωνα με τη UNICEF τα παιδιά είναι 27.000, ενώ σύμφωνα με την καταγραφή της Ύπατης Αρμοστείας για τους Πρόσφυγες το Σεπτέμβριο του 2019, ο ακριβής αριθμός των ασυνόδευτων παιδιών ήταν 4.616.

Από τους πρόσφυγες που βρίσκονται σήμερα στην Ελλάδα 11.400 ζουν στα πέντε hotspots που υπάρχουν στη Λέσβο, τη Σάμο, την Κω, τη Χίο και τη Λέρο, 2.000 στο προσφυγικό κέντρο Κάρα Τεπέ στη Λέσβο και σε σπίτια στα 5 νησιά του Αιγαίου, 20.000 ζουν σε δομές υποδοχής στην ηπειρωτική Ελλάδα (Ανδραβίδα, Σκαραμαγκάς κ.ά.), 25.000 ζουν σε ξενοδοχεία ή διαμερίσματα, ή φιλοξενούνται από ελληνικές οικογένειες ή ΜΚΟ, ενώ ένας άγνωστος αριθμός διαμένει σε παράνομους καταυλισμούς ("Ελαιώνας" Μόριας κ.α.) ή σε καταλήψεις.

Αυτή δεν είναι μια λειτουργική ή βιώσιμη κατάσταση. Τα hotspots, ειδικά της Λέσβου και της Σάμου, είναι ακατάλληλα για τη στέγαση τόσων ανθρώπων, τα κρούσματα βίας είναι συχνά, ευάλωτες ομάδες όπως τα ηλικιωμένα άτομα, οι γυναίκες ή οι ασυνόδευτοι ανήλικοι μένουν χωρίς υποστήριξη, οι συνθήκες υγιεινής είναι απαράδεκτες και η πρόσβαση για δημοσιογράφους ή ερευνητές που θέλουν κα καταγράψουν ή να αξιολογήσουν την κατάσταση είναι προβληματική. 

Η στάση των Ελλήνων

Είναι γνωστό ότι η ελληνική κοινωνία δεν είναι θετική απέναντι στο φαινόμενο της μετανάστευσης. Στην έρευνα που εκπονήθηκε σε συνεργασία με το ίδρυμα Hanns Seidel και την εταιρεία ερευνών Marc στις αρχές του 2019, μολονότι οι Έλληνες αξιολογούσαν το μεταναστευτικό ως πέμπτο σημαντικότερο πρόβλημα (πίσω από την οικονομία, την ανεργία, την ασφάλεια και το τότε επίκαιρο θέμα της συμφωνίας των Πρεσπών), παρ’ όλα αυτά εξέφραζαν αρκετά σαφείς και έντονες απόψεις γι’ αυτό.

Για παράδειγμα, το 56% των ερωτηθέντων πιστεύουν ότι ο αντίκτυπος της ύπαρξης μεταναστών στην ελληνική οικονομία είναι αρνητικός. Το 58% θεωρούν ότι η παρουσία μεταναστών στην Ελλάδα "αποτελεί κίνδυνο αλλοίωσης της εθνικής μας ταυτότητας". Το 79% πιστεύουν ότι η παρουσία των μεταναστών δεν συμβάλλει στην επίλυση του δημογραφικού. Το 53% πιστεύουν ότι η παρουσία τους αυξάνει την εγκληματικότητα.

3 στους 4 θεωρούν ότι οι μετακινήσεις των προσφύγων προς την Ελλάδα είναι ένα φαινόμενο μονιμότερο και όχι προσωρινό, και μάλιστα το 54% πιστεύουν ότι στο μέλλον θα έρχονται περισσότεροι πρόσφυγες και μετανάστες. Σχεδόν 40% δεν γνωρίζουν τη συμφωνία Τουρκίας - Ε.Ε. για τη μείωση των μεταναστευτικών ροών, κι από αυτούς που τη γνωρίζουν, το 80% τη θεωρούν αναποτελεσματική.

  1. Τι Πιστεύουν Οι Μετανάστες

Την άνοιξη του 2019 η ΚΑΠΑ Research πραγματοποίησε προσωπικές συνεντεύξεις με 800 μετανάστες που ζουν στη χώρα μας για χρονικό διάστημα που κυμαίνεται "από εδώ και λίγους μήνες" μέχρι "εδώ και πολλές δεκαετίες, από τέσσερις διαφορετικές εθνοτικές ομάδες: 171 Αλβανούς με μέσο χρόνο διαμονής στην Ελλάδα τα 22 χρόνια, 202 Γεωργιανούς με μέσο όρο διαμονής τα 11 χρόνια, 206 Αφγανούς με μέσο όρο διαμονής τους 20 μήνες και 205 Σύρους με μέσο όρο διαμονής τους 8 μήνες.

Οι μετανάστες του μεταναστευτικού κύματος της δεκαετίας του ’90 φαίνεται να έχουν ενταχθεί επιτυχώς στην ελληνική κοινωνία και στην αγορά εργασίας. Δηλώνουν γενικά ικανοποιημένοι από τη ζωή τους, εμφανίζουν σχετικά χαμηλά ποσοστά ανεργίας. Αυτή η ένταξη, όμως, δεν οφειλόταν σε πολιτικές των ελληνικών κυβερνήσεων, σε μέτρα ή σε προγράμματα ένταξης. Επιτεύχθηκε κυρίως χάρη στη δική τους πρωτοβουλία και προσαρμοστικότητα. Έμαθαν μόνοι τους τη γλώσσα, έστησαν και αξιοποίησαν τα δικά τους κοινωνικά δίκτυα και, βεβαίως, εκμεταλλεύτηκαν την τότε οικονομική συγκυρία που τους επέτρεψε να βρουν καλές δουλειές και να προκόψουν.

Οι μετανάστες και οι πρόσφυγες των τελευταίων χρόνων απέχουν πάρα πολύ από αυτό το επιτυχημένο μοντέλο. Ούτε αυτοί έχουν πρόσβαση σε υπηρεσίες ένταξης (μολονότι η στρατηγική της ελληνικής πολιτείας είναι ασφαλώς βελτιωμένη από τη δεκαετία του 1990), αλλά παράλληλα η κατάσταση της ελληνικής οικονομίας πια δεν επιτρέπει αισιοδοξία. Τα επιπλέον εμπόδια της γλώσσας, της απομόνωσης από την κοινωνία, της μηδαμινής πρόσβασης στην αγορά εργασίας, δεν τους επιτρέπουν να οραματιστούν κανένα μέλλον στην Ελλάδα. Δεν εμφανίζουν καν το αίσθημα ατομικής ευθύνης για την ένταξή τους στην κοινωνία, κάτι που χαρακτήριζε τους παλαιότερους μετανάστες. Τελικά, οι νέοι μετανάστες αντιμετωπίζουν τη χώρα μας ως ένα σταθμό προς κάποιον άλλο προορισμό. Η μεγάλη πλειοψηφία τους δεν έχει καμία πρόθεση να παραμείνει στη χώρα μας και να ενταχθεί στην ελληνική κοινωνία. 

Ο λόγος για τον οποίο ήρθαν στην Ελλάδα είναι μια άλλη αξιοσημείωτη διαφορά. Το 91% των νεότερων μεταναστών και προσφύγων (και σχεδόν όλοι οι Σύροι) δηλώνουν ως αιτία μετανάστευσης την "αποφυγή βίας", κάτι που δηλώνουν λιγότερο από το 20% των Αλβανών και λιγότερο από το 5% των Γεωργιανών. Το θέμα αυτό είναι πολύ σοβαρό και συχνά παραγνωρίζεται στο δημόσιο διάλογο, όπου κατά κανόνα όλοι, μετανάστες και πρόσφυγες, ανεξαρτήτως προέλευσης, θεωρούνται κάτι ενιαίο. Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα της οργάνωσης "Δράση για την Ένοπλη Βία" οι πρόσφυγες που ζητούν άσυλο στην Ελλάδα δηλώνουν ότι έχουν επηρεαστεί από περιστατικά εκρηκτικής βίας σε ποσοστό 78%. 75% από αυτούς έχουν βιώσει αεροπορικές επιδρομές, 69% έχουν βιώσει επιθέσεις με αυτοσχέδιους εκρηκτικούς μηχανισμούς, 53% δηλώνουν ότι έχει καταστραφεί το σπίτι τους, 83% έχουν βιώσει βομβαρδισμούς γενικότερα. Το προφίλ τους, οι ανάγκες τους, τα προβλήματά τους και τα κίνητρά τους είναι πολύ διαφορετικά από εκείνα των οικονομικών μεταναστών του 1990.

Αν και η μεγάλη πλειοψηφία παλαιών και νέων μεταναστών δηλώνουν ότι δεν έχουν ζήσει αρνητικές εμπειρίες συστημικών διακρίσεων στην Ελλάδα, και περίπου το 80% όλων των μεταναστών δηλώνουν ότι δεν νιώθουν απειλή από καμία ομάδα, κατά κανόνα οι νέοι μετανάστες δηλώνουν ότι έχουν υποστεί διακρίσεις σε μεγαλύτερα ποσοστά. Σχεδόν 1 στους 4 νέους δηλώνουν πως έχουν υποστεί άρνηση παροχής υπηρεσιών από δημόσιους φορείς (σε σχολεία, νοσοκομεία κ.ά.), πράγμα που έχει συμβεί μόνο σε 1 στους 10 παλαιούς.

Τα συνολικά συμπεράσματα έχουν αναμφίβολο ενδιαφέρον. Οι εκατοντάδες χιλιάδες μετανάστες που ήρθαν τη δεκαετία του ’90, χωρίς καμία υποδομή ή πολιτική ένταξης, κατάφεραν να ενταχθούν στην κοινωνία μας από μόνοι τους. Οι δεκάδες χιλιάδες πρόσφυγες και μετανάστες που έφτασαν τα τελευταία χρόνια δεν έχουν την ίδια ζέση να ενταχθούν στην κοινωνία μας, μολονότι η χώρα μας έχει δεσμευτεί να τους κρατήσει, καθώς για τους περισσότερους από αυτούς η Ελλάδα δεν είναι παρά ένας ενδιάμεσος σταθμός. Παράλληλα, η χώρα μας εξακολουθεί να μην έχει αποτελεσματικές δομές και διαδικασίες ένταξης για τους μετανάστες και τους πρόσφυγες, ακόμα και αν υποθέταμε ότι οι ίδιοι θα ήθελαν να μείνουν.

Κι εμείς τι κάνουμε;

Πολλοί δεν γνωρίζουν ότι η χώρα μας έχει Εθνική Στρατηγική για την ένταξη των μεταναστών στην ελληνική κοινωνία και μάλιστα ότι αυτή προηγήθηκε της πρόσφατης προσφυγικής κρίσης. Όχι κατά πολύ: υιοθετήθηκε μόλις το 2013 (και ανανεώθηκε το 2018). Εκτός από την Εθνική Στρατηγική, η χώρα μας είχε κάποιες προϋπάρχουσες μεμονωμένες δομές, όπως τα Συμβούλια Ένταξης Μεταναστών (ΣΕΜ) που είναι συμβουλευτικές δομές σε κάθε δήμο της χώρας, με αρμοδιότητα να καταγράφουν τα προβλήματα και τις ανάγκες των νόμιμων μεταναστών και να χαράσσουν την ενταξιακή πολιτική του δήμου, και τις Υπηρεσίες Μιας Στάσης, κάτι σαν ΚΕΠ για τις γραφειοκρατικές ανάγκες των μεταναστών (αιτήσεις, ανανεώσεις και χορηγήσεις αδειών παραμονής, για παράδειγμα). Επιπλέον, τα τελευταία χρόνια ανανεώθηκαν τόσο ο νόμος για την Ιθαγένεια (4332/2015) όσο και ο μεταναστευτικός νόμος (4375/2016) ενώ το Υπουργείο Παιδείας εκπόνησε ένα πρόγραμμα για την ένταξη των παιδιών μεταναστών και προσφύγων σε ελληνικά σχολεία (το 2016 -και, κάτι εντελώς ασυνήθιστο για την ελληνική πραγματικότητα, προχώρησε και στην αξιολόγηση του προγράμματος την επόμενη σχολική χρονιά) και ολοκληρώθηκε μια πρώτη καταγραφή των ΜΚΟ που δραστηριοποιούνται στη χώρα (ΘΑΛΗΣ ΙΙ).

Ωστόσο, όλες αυτές οι κινήσεις μαζί (παρά τις φωτεινές εξαιρέσεις του προγράμματος του υπουργείου Παιδείας και του ΘΑΛΗ ΙΙ) δεν συνθέτουν μια ολοκληρωμένη και αποτελεσματική μεταναστευτική πολιτική για τη χώρα μας. Τα πολλά λειτουργικά και θεσμικά κενά που προκύπτουν, λοιπόν, θα πρέπει να καλυφθούν. Αλλά πριν αναφέρουμε τις συγκεκριμένες προτάσεις αξίζει να θίξουμε και ένα άλλο σημαντικό θέμα: Τα χρήματα.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει στήσει τέσσερις διαφορετικές πηγές χρηματοδότησης δράσεων για την καταπολέμηση της προσφυγικής κρίσης, η κάθε μία από τις οποίες καλύπτει διαφορετικές ανάγκες:

Το Ταμείο Ασύλου, Μετανάστευσης και Ένταξης (ΤΑΜΕ-AMIF στα αγγλικά) στοχεύει στη βελτίωση των υποδομών υποδοχής και την αναβάθμιση των υποδομών και των διαδικασιών ασύλου, καθώς και στην ένταξη των μεταναστών σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο.

Το Ταμείο Εσωτερικής Ασφάλειας (ΤΕΑ-ISF στα αγγλικά) χρηματοδοτεί τις δράσεις ελέγχου των εξωτερικών συνόρων και την καταπολέμηση του διασυνοριακού οργανωμένου εγκλήματος.

Το Μέσο Στήριξης Έκτακτης Ανάγκης (ESI) χρηματοδοτεί με πολύ γρήγορο τρόπο δράσεις ΜΚΟ, οργανώσεις του ΟΗΕ και διεθνείς οργανισμούς για την ανταπόκριση σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης και την παροχή ανθρωπιστικής βοήθειας στα κράτη-μέλη.

Τέλος, επείγουσα βοήθεια για συγκεκριμένες δράσεις μπορεί να προσφέρεται και μέσω του AMIF και του ISF. Τέτοια βοήθεια ύψους 233 εκ. ευρώ έχουν εξασφαλίσει πέντε ελληνικά υπουργεία (Άμυνας, Υγείας, Εσωτερικών, Υποδομών και Μεταφορών και Μεταναστευτικής Πολιτικής). 

Από το 2015 και μέχρι τα τέλη του 2018 είχαν διατεθεί στην Ελλάδα περίπου 1,69 δισ. ευρώ. Τα χρήματα είχαν κατανεμηθεί ως εξής:

  • 561 εκατ. σε Εθνικά Προγράμματα (322,8 εκατ. από το AMIF και 238,2 εκατ. από το ISF), εκ των οποίων μέχρι τα τέλη του 2018 είχαν εκταμιευτεί μόνο τα 164 εκατ.
  • 480 εκατ. ως επείγουσα βοήθεια (233 εκατ. στις ελληνικές αρχές, τα υπόλοιπα στην UNHCR και άλλους θεσμούς) από το AMIF και το ISF, εκ των οποίων είχαν εκταμιευτεί μέχρι το τέλος του 2018 τα 342 εκατ.
  • 650 εκατ. από το ESI προς διεθνείς οργανισμούς και ΜΚΟ, εκ των οποίων είχαν συμβασιοποιηθεί τα 605,3 εκατ.

Όσον αφορά τις λύσεις;

Πρώτα απ’ όλα, αξίζει να αναφέρουμε το πρόγραμμα για την εκπαίδευση των παιδιών, που αναφέρθηκε και παραπάνω. Το 2016 20.000 προσφυγόπουλα εντάχθηκαν σε 800 τάξεις υποδοχής, κάνοντας μαθήματα τις απογευματινές ώρες. Ήταν ένα σημαντικό πρόγραμμα, όχι μόνο επειδή υλοποιήθηκε, αλλά γι’ αυτό που συνέβη μετά. Το 2017 η Επιστημονική Επιτροπή για τη Στήριξη των Παιδιών των Προσφύγων εξέδωσε έκθεση αποτίμησης του προγράμματος, καταγράφοντας μια σειρά από σοβαρές δυσλειτουργίες και ελλείψεις (από την έλλειψη οργανογράμματος μέχρι αστοχίες στην επιλογή σχολείων για τις τάξεις) και κατέληξε σε μια σειρά από προτάσεις για τη διόρθωσή τους. Μια πρώτη πρόταση που προκύπτει από τη μελέτη είναι η χρησιμοποίηση αυτής της αξιολόγησης για το σχεδιασμό ενός πιο αποτελεσματικού προγράμματος εκπαίδευσης των παιδιών αυτών.

Για τα υπόλοιπα θέματα, στο προτελευταίο κεφάλαιο της μελέτης οι ερευνητές αποτυπώνουν μια σειρά από προτάσεις πολιτικής οι οποίες μπορούν να συνοψιστούν στα εξής:

  • Παροχή στέγης σε διαμερίσματα και διασπορά των προσφύγων σε διάφορες περιοχές της χώρας, με σεβασμό τις ανάγκες και τις επιθυμίες τους.
  • Πλήρης λειτουργία των Συμβουλίων Ένταξης Μεταναστών σε όλους τους Δήμους της χώρας, καθώς είναι σημαντικό να δοθεί συμβουλευτικός ρόλος στους ίδιους τους μετανάστες και πρόσφυγες για θέματα που τους αφορούν άμεσα.
  • Πλήρης λειτουργία των Υπηρεσιών μιας Στάσης για πρόσφυγες και μετανάστες.
  • Εισαγωγή του θεσμού του διαπολιτισμικού μεσολαβητή για τη διευκόλυνση των μεταναστών στην επικοινωνία με το κράτος.
  • Εισαγωγή συστήματος αξιολόγησης δεξιοτήτων με την επέκταση του "Ευρωπαϊκού Διαβατηρίου για τα Προσόντα των Προσφύγων" σε συνεργασία με αντίστοιχες διακυβερνητικές δομές (ή αυτόνομα) ώστε καταρτισμένοι πρόσφυγες και μετανάστες να μπορέσουν να ενταχθούν γρήγορα στην αγορά εργασίας. Μια πρώτη πιλοτική εφαρμογή το 2017 χορήγησε 73 τέτοια διαβατήρια σε υποψηφίους.
  • Διασφάλισης πρόσβασης παιδιών σε τοπικές σχολικές μονάδες στα πλαίσια της αμφίδρομης ένταξης. Ενσωμάτωση βασικών αρχών σεβασμού της διαφορετικότητας στο σχολικό αναλυτικό πρόγραμμα.
  • Παροχή μαθημάτων ελληνικής γλώσσας σε όλους τους ενήλικες μετανάστες.
  • Εξασφάλιση διαφάνειας στη διαχείριση των ευρωπαϊκών πόρων. Αύξηση ρυθμού απορρόφησης και καλύτερος συντονισμός των ΜΚΟ που χρηματοδοτούνται από τις ελληνικές αρχές.
  • Καλύτερη ιεράρχηση και στόχευση στην κατανομή των κονδυλίων και αξιολόγηση των δράσεων. Κεντρικός στρατηγικός σχεδιασμός (ως προς την εκταμίευση, τον προορισμό και την αιτιολόγηση), λεπτομερής ανάλυση των πηγών χρηματοδότησης και χρηματοδοτικό προγραμματισμό των δράσεων με συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα.
  • Δημιουργία αξιόπιστου συστήματος για την καταγγελία φαινομένων απάτης.
  • Συμβουλευτική υποστήριξη σε ελληνικούς φορείς μέσω εργαλειοθήκης για την εισαγωγή ενταξιακών δράσεων σε ευρωπαϊκά χρηματοδοτικά προγράμματα.

Διαβάστε ολόκληρη την έρευνα εδώ.

Copyright © 1999-2024 Premium S.A. All rights reserved.