Όπως επισημαίνει η ΕΕΔΑ, το δικαίωμα πρόσβασης στο άσυλο και η απαγόρευση επαναπροώθησης «αποτελούν θεμελιώδη πυλώνα τόσο του προσφυγικού δικαίου, όσο και των οικουμενικών Αρχών της προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου, πάνω στα οποία η παγκόσμια και η ευρωπαϊκή κοινότητα έχουν οικοδομηθεί».
Παράλληλα, σημειώνει πως «δεν προβλέπονται ρήτρες παρέκκλισης από την εφαρμογή των ανωτέρων κειμένων σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, όπως η εθνική ασφάλεια και η δημόσια υγεία».
Η Εθνική Επιτροπή ζητεί από την κυβέρνηση να μεταφέρει τους αιτούντες άσυλο στην ενδοχώρα και να διασφαλίσει ένα επίπεδο αξιοπρεπούς διαβίωσής τους, ενώ καλεί τους εκπροσώπους των εθνικών και τοπικών Αρχών να επιδείξουν πνεύμα σύνεσης και ομοψυχίας εγκαταλείποντας ρητορικές «που διεγείρουν τα ξενοφοβικά αντανακλαστικά». Ακόμα, ζητεί από την ΕΛΑΣ και τη Δικαιοσύνη να διερευνήσουν τις καταγγελίες για υπερβολική χρήση βίας από αστυνομικές ομάδες και για ρατσιστικές επιθέσεις από ομάδες κατά νεοαφιχθέντων προσφύγων και μεταναστών, εργαζομένων σε ΜΚΟ και δημοσιογράφων.
Τέλος, χαρακτηρίζει την Κοινή Δήλωση ΕΕ-Τουρκίας «κενό γράμμα, καθώς στην πράξη αποδείχτηκε ανεφάρμοστη, αναποτελεσματική και καταλυτικός παράγοντας στην περιστολή δικαιωμάτων» των αιτούντων άσυλο και των κατοίκων των νησιών. Για τον λόγο αυτόν καλεί τα κράτη μέλη της ΕΕ να επανεξετάσουν συνολικά την ευρωπαϊκή πολιτική μετανάστευσης και ασύλου, αναγνωρίζοντας τη de facto κατάργηση της Κοινής Δήλωσης και προχωρώντας στην αναμόρφωση του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου.