ΕΚΤΥΠΩΣΗ
Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Ακριβή μου Ελλάδα

09:50 - 03 Σεπ 2009 | Biki(ki)ni
Εχω τόσο καιρό να στρωθώ να γράψω δυο αράδες που το ελληνικό πληκτρολόγιο πρέπει να το μάθω εξ’ αρχής (μια ώρα τώρα έψαχνα το «ξ»). Εμ, δεν έκατσα και καθόλου σπίτι μου όλο το καλοκαίρι. Αφηνίασα. Δουλειά - παραλία, δουλειά - παραλία, το πήγα. Μετά από λίγο καιρό άρχισα να μπερδεύομαι και πήγαινα στη δουλειά με σαγιονάρα και στο μπάνιο με χαρτοφύλακα.

Τώρα που ησύχασα λίγο και κάνω την αναδρομή μου στο φετινό καλοκαίρι, συνειδητοποιώ ότι τα πράγματα ήταν διαφορετικά απ' ότι τα περίμενα.

Περίμενα πως θα ταξιδέψω σε μια Ελλάδα όπου όλοι οι επιχειρηματίες θα έχουν «κλονιστεί» από την έλλειψη χρήματος στην αγορά και θα έχουν ρίξει τις τιμές για να προσελκύσουν πελατεία και καταναλωτές.

Περίμενα τα ξενοδοχεία να έχουν φτηνότερα δωμάτια και πακέτα προσφορών, οι ταβέρνες και τα εστιατόρια λογικές τιμές, τα εμπορικά καταστήματα ανεπανάληπτες εκπτώσεις.

Αδικα περίμενα. Σ' ένα ξενοδοχείο που πηγαίναμε για μπάνιο στο Καβούρι, η είσοδος είχε πενήντα ευρώ το άτομο, ο φρέντο έξι (σε πλαστικό) και το μπουκάλι το νερό πέντε. Ευρώ. Κοντέψαμε να κορακιάσουμε αλλά δεύτερο μπουκάλι δεν αγοράσαμε. Το νεράκι του Θεού, βρε παιδιά; Οπως λέει κι ο Κωνσταντάρας σε μια παλιά ελληνική ταινία, «να πεθάνεις απ’ τη δίψα μες στην έρημο, πάει στο διάολο, αλλά, στη μέση της Αθήνας;».

Στα νησιά ή στα τουριστικά θέρετρα, όπου και να πήγαμε, οι τιμές ήταν το ίδιο «τρελές» όσο συνηθίζουν πάντα να είναι. Καμία διαφορά. Καμία «συμπίεση»  τιμών απολύτως. Σου λέει: «Για να έχεις έρθει να κάνεις την ντόλτσε βίτα σου και τα μπανάκια σου, θα τον έχεις τον τρόπο σου. Αμ πώς;». Και φυσικά, ούτε ουσιαστικές εκπτώσεις ούτε τίποτε. Κάτι φουστανάκια για τη θάλασσα παζάρευα σε μπουτίκ στη Λευκάδα, ζήτημα είναι αν μου έκοψαν 30 ευρώ στα 300 κι αυτό αφού έπαιξα ολόκληρο «θέατρο της Δευτέρας» με τον Μάκη ότι, δήθεν, 270 ευρώ τα έδινε αλλά για 300 ούτε που να τ’ ακούσει. (Καλά, το τι τράβηξα για να του μάθω το ρόλο του, δε λέγεται: τι το μάτι του έκλεινα, τι τον ξενύχιασα, τι δαγκωνόμουν, για να καταλάβει πως πρέπει να κάνει τον «δύσκολο»... Μουλάρι ο Αστραχάν. «Τι με ρωτάς εμένα; Εσύ θα το πληρώσεις», έλεγε κοιτάζοντας με σαν να ήμουν μισότρελη).

Κι όχι μόνο στη Λευκάδα, εννοείται.Τα ίδια όπου κι αν πήγαμε.

Φαίνεται πως η «πεσμένη»  κίνηση δεν αποτελεί κίνητρο ή αφορμή για προβληματισμό ή επαναπροσδιορισμό. Τουναντίον. Αντί να μειώνουν οι επιχειρηματίες τις τιμές, τις ανεβάζουν, για να «ρεφάρει» η επιχείριση βγάζοντας από τους λίγους όσα περισσότερα γίνεται.

Ενα ακόμα παράδειγμα ότι οι επιχειρηματίες στην Ελλάδα ζουν σ' έναν κόσμο δικό τους, «όμορφο, αγγελικά πλασμένο», όπου η κρίση είναι είτε μια ανεπιβεβαίωτη φήμη είτε μια μακρινή ανάμνηση:

Μου ήρθε, πάλι, μες στη μέση του καλοκαιριού, να πάρω καινούριο αυτοκίνητο. («Πάλι» μου ήρθε κρίση, όχι «πάλι» πήρα αυτοκίνητο. Αυτοκίνητο δεν έχω πάρει ακόμα κι έτσι όπως το πάω, αμφιβάλλω σοβαρά και αν θα πάρω και ποτέ μου). Πήγα σε δυο-τρεις αντιπροσωπίες και μπήκα μέσα καμαρωτή-καμαρωτή, τύπου: «Ηρθα να πάρω αμάξι! Δοξάστε με!». Τέτοια «χυλόπιτα» έχω να φάω από την πέμπτη δημοτικού που μ’ άρεσε ο Κωστάκης κι εκείνος μου ζήτησε να μεσολαβίσω να τα φτιάξει με την Εφούλα. Ούτε που να με φτύσουν οι πωλητές. Ούτε που να ασχοληθούν μαζί μου. Τι να με κάνουν άλλωστε; Με την έκπτωση στο τέλος ταξινόμησης, είχαν ξεπουλήσει. (Μ’ αυτά και μ’ αυτά, στον τάφο θα το πάρω το χοντάκι μου).

Κι έτσι επιβεβαίωσα -και φέτος το καλοκαίρι- την πάγιά μου πεποίθηση:

Σ’ αυτήν τη χώρα έρχονται να «αυτοκτονήσουν» όλοι οι νόμοι της ελεύθερης αγοράς. Εδώ, η αύξηση του τζίρου –και όχι της τιμής-  ως μέσο και σκοπός για μια υγιή επιχείρηση δεν είναι παρά μια αμερικάνικη θεωρία συνωμοσίας. Εδώ, η επιστήμη των οικονομικών και του μάρκετινγκ σηκώνει τα χέρια ψηλά (και μας ρίχνει δυο φάσκελα).  

Μαρία Τσάκου-Κουιμάνη
[email protected]

Copyright © 1999-2024 Premium S.A. All rights reserved.