ΕΚΤΥΠΩΣΗ
Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Παρά τη γκρίνια, ο μέσος έλληνας ζει καλά

18:01 - 07 Αυγ 2006 | Από θέσεως...
Ένα από τα μεγαλύτερα μυστήρια της οικουμένης σήμερα είναι αν και πόσοι από τους έλληνες ζορίζονται οικονομικά. Πόσοι δηλαδή ζουν κάτω από τα επίπεδα φτώχειας, ή κοντά σ΄αυτά, όπως ορίζονται διεθνώς και αν οι αριθμοί και τα στατιστικά στοιχεία δίνουν την πραγματική εικόνα της οικονομικής κατάστασης των ελλήνων, ή αν κρύβουν ένα μεγάλο μέρος της. Γιατί αληθινά, είναι πολύ αμφίβολο αν υπάρχει εδώ ή στο εξωτερικό έστω και ένας άνθρωπος, ή μία υπηρεσία που να μπορεί να ισχυρισθεί ότι γνωρίζει ακριβώς τι γίνεται στην Ελλάδα.

Αν παρακολουθήσει κάποιος τη γκρίνια που εκπορεύεται καθημερινά και σε μόνιμη βάση από τα μήντια –εφημερίδες, τηλεοράσεις, ραδιόφωνα- και την πάρει τοις μετρητοίς, καταλήγει στο αβίαστο συμπέρασμα ότι η συντριπτική πλειοψηφία των ελλήνων τα φέρνει πολύ δύσκολα βόλτα. Είναι όμως έτσι; Χωρίς φυσικά να αμφισβητείται το γεγονός ότι υπάρχει ένα ποσοστό πολιτών που ζουν πολύ φτωχικά, με πρώτους τους χαμηλοσυνταξιούχους και από κοντά τα νοικοκυριά που στηρίζονται στο εισόδημα υπαλλήλου μικροεπιχείρησης.

Τα τελευταία στοιχεία που βγήκαν από την Γιούροστατ και είδαν το φως της δημοσιότητας έλεγαν ότι το εισόδημα των ελλήνων βρίσκεται στο 82% του μέσου όρου των ευρωπαίων, ενώ το κόστος ζωής βρίσκεται στο 88% του αντίστοιχου μέσου όρου των ευρωπαίων. Το ερώτημα που τίθεται είναι πως προκύπτει αυτό το 82%. Λαμβάνεται άραγε υπ’ όψιν ότι το 75-80% των ελλήνων κατοικούν σε ιδιόκτητα σπίτια; Ότι ένα πολύ μεγάλο ποσοστό έχει δύο δουλειές; Ότι η έκταση της μαύρης οικονομίας είναι τεράστια και μπορεί να φθάνει στο 40-50% του επίσημου ΑΕΠ; Ότι η έκταση της φοροδιαφυγής είναι επίσης πάρα πολύ μεγάλη;

Τα επίσημα στοιχεία τουλάχιστον δεν δικαιολογούν όλες αυτές τις πανάκριβες ιδιοκτησίες διαμερισμάτων ή αυτοτελών κατοικιών που βρίσκονται κατά μήκος της παραλιακής από την Πειραϊκή μέχρι το Σούνιο στην Αθήνα. Και δεν μιλάμε μόνο για τις οικοδομές που βλέπουν θάλασσα, αλλά και για όλες εκείνες που βρίσκονται στα ενδότερα του Παλαιού Φαλήρου, του Καλαμακίου, του Ελληνικού, της Γλυφάδας, της Βούλας, της Βουλιαγμένης , της Βάρκιζας κλπ. Αντίστοιχη είναι η αξία και των κατοικιών στα λεγόμενα βόρεια προάστια, όπως και σε πολλές περιοχές του κέντρου της Αθήνας. Στη Θεσσαλονίκη, η κατάσταση είναι ανάλογη, όπως και σε αρκετές άλλες μεγάλες ελληνικές πόλεις.

Από εκεί και πέρα θα πρέπει να ρωτήσουμε πόσες ελληνικές οικογένειες διαθέτουν διαμερίσματα που νοικιάζουν, ή «εξοχική» κατοικία στο βουνό, στη θάλασσα, ή στο χωριό της καταγωγής τους. Όπως ακόμη πρέπει να δούμε πόσες διαθέτουν πάνω από ένα αυτοκίνητο, ή ένα αυτοκίνητο και μία μοτοσυκλέττα, ή και δύο αυτοκίνητα και μία μηχανή. Είναι βέβαιο ότι θα ανακαλύψουμε ότι το ποσοστό είναι πολύ μεγάλο. Θα βοηθούσε επίσης να βρούμε πόσα λεφτά ξοδεύουν οι έλληνες στο ντύσιμο και στην ψυχαγωγία, αλλά και στα σχολεία, στα φροντιστήρια και στους γιατρούς, καθώς και πόσα δίνουν για δημοτικά τέλη, που δεν μπορούν να αποφύγουν όπως τους φόρους. Αν τα βρούμε όλα αυτά και τα προσθέσουμε στα επίσημα στοιχεία των εισοδημάτων που δηλώνονται, τότε ίσως να βρούμε άκρη, αν και θα έχουμε αφήσει απ΄ έξω όλα εκείνα τα τρόφιμα, λάδια-ελιές-τυριά-τραχανάς κλπ., που έρχονται από το χωριό.

Με λίγα λόγια, ο ισχυρισμός του υπογράφοντος είναι ότι ο μέσος έλληνας έχει σαφώς μεγαλύτερο εισόδημα από αυτό που δηλώνει και έτσι μπορεί και καλύπτει και τα μέλη της οικογένειας που αντιμετωπίζουν δυσκολίες –γι΄ αυτό διαβάζουμε για υψηλή ανεργία των νέων, χωρίς όμως να την βλέπουμε- ώστε να διατηρούν ένα σχετικά υψηλό επίπεδο ζωής. Όπως μπορεί και καλύπτει και όλες εκείνες τις ανάγκες που για τους άλλους ευρωπαίους είναι λυμένες, όπως τις δαπάνες της παιδείας και της υγείας. Και όποιος θέλει να κάνει τη σύγκριση ας πάει να δει πως ζουν στις φτωχογειτονιές του Λονδίνου ή του Παρισιού και μετά ας επισκεφθεί το Ζεφύρι και τις άλλες φτωχογειτονιές της Αθήνας.

Αγγελος Στάγκος

Copyright © 1999-2024 Premium S.A. All rights reserved.