ΕΚΤΥΠΩΣΗ
Εκτύπωση αυτής της σελίδας
Τρεχάτε ποδαράκια μου

Τρεχάτε ποδαράκια μου

14:34 - 25 Ιαν 2022
Στις 19 Ιανουαρίου 2022 το Ελληνικό Δημόσιο δανείστηκε 3 δισ. Euro. Το επιτόκιο δανεισμού διαμορφώθηκε στο 1,83 % και οι προσφορές χρήματος έφθασαν στα 15 δισ. Euro. Η αμέσως προηγούμενη έκδοση είχε γίνει στις 9 Ιουνίου 2021 τότε το Ελληνικό Δημόσιο είχε δανειστεί 2,5 δισ. Euro με επιτόκιο δανεισμού 0,88% ενώ οι προσφορές έφθασαν τα 30,5 δισ. Euro.

Δηλαδή αν συγκρίνουμε τις δύο εκδόσεις, στην παρούσα έκδοση η προσφορά χρήματος υπό-διπλασιάστηκε και το επιτόκιο υπέρ-διπλασιάστηκε αυξάνοντας το ετήσιο κόστος δανεισμού κατά 9,5 εκατ. Euro για κάθε 1 δισ. Euro νέου δανείου ενώ η ταυτότητα των επενδυτών ήταν Τράπεζες και τα ασφαλιστικά ταμεία απορρόφησαν το 15% της έκδοσης (5% στην προηγούμενη έκδοση) Hedge Funds αγόρασαν το 12,9 % της έκδοσης (6% στην προηγούμενη έκδοση) Θεσμικοί επενδυτές τοποθετήθηκαν στο 48.5% (69% στην προηγούμενη έκδοση). 

 

Τα συμπεράσματα από όλα τα παραπάνω είναι σαφέστατα. Στην παρούσα έκδοση οι ποσοτικοί και ποιοτικοί όροι δανεισμού και διαχείρισης του Δημόσιου χρέους έχουν επιδεινωθεί. Υπάρχουν βάσιμες δικαιολογίες γι’ αυτή την αρνητική εξέλιξη με κυριότερη την επικείμενη έναρξη ενός ανοδικού κύκλου επιτοκίων λόγω της ανόδου του πληθωρισμού πάνω από τα επιθυμητά αναπτυξιακά όρια 2%-2,5%, που είχε οριοθετήσει η ΕΚΤ. Ο επικείμενος ανοδικός κύκλος επιτοκίων σηματοδοτεί το τέλος της «ποσοτικής χαλάρωσης» (Quantitative Easing-QE) και την έναρξη περιοριστικών νομισματικών πολιτικών «σύσφιγξής» (Tapering). 

 

Όμως όλα αυτά ήταν γνωστά πριν την εμφάνιση της πανδημίας, αφού εκείνη την εποχή (2018-2019) οι κεντρικές τράπεζες είχαν αρχίσει δειλά (γιατί ο πληθωρισμός δεν είχε φθάσει ακόμα στα επιθυμητά από τις κεντρικές τράπεζες αναπτυξιακά όρια του 2%-2,5% και το φάντασμα του αποπληθωρισμού παραμόνευε) να αυξάνουν τα επιτόκια. Ήταν βέβαιο ότι από την στιγμή που ο πληθωρισμός θα έφθανε στα επιθυμητά αναπτυξιακά όρια όπως αυτά είχαν οριοθετηθεί από τις κεντρικές τράπεζες θα άρχιζε η εφαρμογή νομισματικών πολιτικών σύσφιγξης (Tapering). 

 

Από αυτή την οπτική γωνία, η πανδημία ήταν μία «χρυσή ευκαιρία» για την χώρα. Η έκτακτη κατάσταση δημιούργησε τις συνθήκες για χαλάρωση των δημοσιονομικών κανόνων, για συνέχιση της ποσοτικής χαλάρωσης και για αναβολή  των πολιτική σύσφιγξης. Ήταν η ευκαιρία για τον σχεδιασμό και την χρηματοδότηση ενός μεγάλου αναπτυξιακού άλματος. Η ευκαιρία χάθηκε. 

 

Σήμερα που αλλάζει η νομισματική πολιτική των κεντρικών τραπεζών είναι φανερό ότι ήδη άρχισαν να δημιουργούνται τα πρώτα προβλήματα για την Ελληνική οικονομία. Για παράδειγμα, υπολογίσαμε προηγουμένως ότι η αύξηση του επιτοκίου δανεισμού στην πρόσφατη ομολογιακή έκδοση μεταφράζεται σε 9,5 εκατ. Euro επιπλέον ετήσιο κόστος για κάθε 1 δισ. νέου δανείου. Αυτό σημαίνει ότι στα επόμενα 10 χρόνια (τόση είναι η διάρκεια του συγκεκριμένου δανείου) η χώρα θα πληρώσει επί πλέον 285 εκατ.  Euro τόκους. Όλοι καταλαβαίνουμε ότι αυτά τα κόστη σύντομα θα πολλαπλασιαστούν γιατί και τα επιτόκια θα συνεχίσουν να ανεβαίνουν και οι ανάγκες για δανεισμό θα αυξάνονται. 

 

Όσο η ετήσια ανάπτυξη είναι μεγαλύτερη από τον πληθωρισμό και ταυτόχρονα χρηματοδοτεί  τα μνημονιακά πρωτογενή πλεονάσματα τότε το παρόν οικονομικό μοντέλο θα επιβιώνει όταν  όμως αυτή η σχέση πάψει να ισχύει η μνημονιακή επιλογή θα ξαναγίνει αναγκαστική. 

 

Όλα τα παραπάνω έρχονται σε προφανή αντίθεση με τον δημόσιο λόγο της κυβέρνησης που προβάλει το αναπτυξιακό άλμα 2021 ως προάγγελο μίας δυναμικής εθνικής αναπτυξιακής πορείας. Στην κυβέρνηση γνωρίζουν ότι είναι πολύ δύσκολο να διατηρηθεί το αναπτυξιακό άλμα που πέτυχε εφέτος η Ελληνική οικονομία. Ευελπιστούν όμως ότι θα αναθεωρηθούν οι δημοσιονομικοί κανόνες όπως αυτοί ορίζονται στο σύμφωνο σταθερότητας με ευνόητη συνέπεια την ηπιότερη εφαρμογή των μνημονιακών δεσμεύσεων για τα πρωτογενή πλεονάσματα. Δημοσιονομική προοπτική που θα ανακατευθύνει τις πιστώσεις που κάλυπταν την δημιουργία πρωτογενούς πλεονάσματος προς το πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων. 

 

Ας δούμε όμως πόσο κοντά στην πραγματικότητα είναι οι παραπάνω κυβερνητικές προσδοκίες. Στις παγκόσμιες χρηματαγορές το κοινά αποδεκτό κριτήριο για την αξιολόγηση του αξιόχρεου μίας χώρας είναι η απόδοση του 10-ετούς κρατικού ομολόγου. Την Παρασκευή 21 Ιανουαρίου η απόδοση του Ελληνικού 10-ετούς ομολόγου ήταν 1,680 ενώ οι αποδόσεις των 10-ετών Ομολόγων των κρατών μελών της Ευρωζώνης ήταν: Αυστρία (0,168),Βέλγιο (0,247), Γαλλία (0,327),Γερμανία (-0,067), Ιρλανδία (0,424), Ισπανία (0,625),Ιταλία (1,350),Κύπρος (0,793), Μάλτα (0,802), Ολλανδία (0,048).Πορτογαλία (0,558), Σλοβακία (0,13),Σλοβενία (0,382),Φινλανδία (-0,138). 

 

Ποιο είναι το συμπέρασμα. Σχεδόν όλες οι χώρες της ευρωζώνης δανείζονται πολύ φθηνά  με μοναδικές εξαιρέσεις την Ελλάδα (1,680) και την Ιταλία (1,350), για τις οποίες όμως υπάρχει μία τεράστια διαφορά. Η Ιταλία είναι η 7η οικονομική δύναμη παγκοσμίως με τεράστια παραγωγική βάση, ενώ η Ελλάδα παραμένει εκτός αγορών με βασική παραγωγική βάση τον τουρισμό  που όπως απέδειξε η πανδημία είναι ιδιαίτερα ευάλωτος στις μεγάλες κρίσεις. 

 

Απολύτως αντικειμενικά αν η Ε.Ε και η ΕΚΤ επιτύχουν να περιφρουρήσουν το αξιόχρεο της Ιταλίας, επιλογή που μπορεί άνετα να υποστηριχθεί από το τακτικό πρόγραμμα «ποσοτικής χαλάρωσης»  APP  της ΕΚΤ (στο οποίο η χώρα μας δεν μετέχει γιατί δεν έχει αξιολογηθεί με την κατηγορία επενδυτική βαθμίδα από τους οίκους αξιολόγησης) τότε σε βάθος χρόνου το Euro και οι οικονομίες των χωρών της Ευρωζώνης δεν θα αντιμετωπίσουν σοβαρές κρίσεις χρέους. 

 

Συνεπώς δεν έχουν κανένα λόγο αυτή την χρονική στιγμή που τα πάντα είναι ρευστά, να δημιουργήσουν μία επί πλέον αναστάτωση προκαλώντας ανησυχία και φόβο στις χρηματαγορές με την αναθεώρηση του συμφώνου σταθερότητας. Εφ’ όσον όμως και αποκλειστικά για πολιτικούς λόγους γίνει  αναθεώρηση του συμφώνου σταθερότητας,  η καλύτερη εξέλιξη για την χώρα μας θα είναι κάποιοι περισσότερο ελαστικοί κανόνες για το Δημόσιο Έλλειμμα και Χρέος. Δηλαδή δεν θα υπάρξει σοβαρή δημοσιονομική «ένεση» για ενίσχυση της ανάπτυξης. Ήτοι, διάψευση των κυβερνητικών προσδοκιών. 

 

Αυτό κατά την γνώμη μας είναι το οικονομικό πλαίσιο που θα διαμορφώσει την πολιτικό-οικονομική συγκυρία και θα καθορίσει τον κυβερνητικό σχεδιασμό και σε σημαντικό βαθμό τις πολιτικές εξελίξεις. 

 

Όσο περνάει ο καιρός, ο δανεισμός θα γίνεται ολοένα και πιο ακριβός με άμεσες αρνητικές συνέπειες στη οικονομική συγκυρία. Την ίδια ώρα η κυβέρνηση θα ελπίζει ότι η κατάσταση θα αντιστραφεί γιατί θα επιβεβαιωθούν οι ελπίδες της για σημαντική αναθεώρηση του συμφώνου σταθερότητας και σε γενναίες δημοσιονομικές ενέσεις ρευστότητας που θα δώσουν σημαντική ώθηση στην ανάπτυξη  γι’ αυτό και θα θέλει να «βλέπει» το εκλογικό ορίζοντα στο τέλος της 4-ετίας. 

 

Όταν όμως διαψευσθούν αυτές οι ελπίδες, θα σπεύσει να διενεργήσει  εκλογές για να προλάβει την κατάρρευση. Τότε θα ισχύει η λαϊκή παροιμία, τρεχάτε ποδαράκια μου. 

Copyright © 1999-2024 Premium S.A. All rights reserved.