ΕΚΤΥΠΩΣΗ
Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Δημιουργική ...ερμηνεία

11:11 - 11 Φεβ 2013
Δημήτρης Καστριώτης

Γράφει ο Δημήτρης Καστριώτης

Η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας για την απονομή της ελληνικής ιθαγένειας σε μετανάστες και παιδιά μεταναστών και για το δικαίωμά τους να ψηφίζουν στις εκλογές των ΟΤΑ προκάλεσε δικαιολογημένη κριτική επί της ουσίας των όσων αξιώνει το ανώτατο δικαστήριο από την Πολιτεία προκειμένου να κρίνει συνταγματικές τις σχετικές νομοθετικές ρυθμίσεις.

Για να ξεχωρίσει κανείς το πιο αιχμηρό ζήτημα, είναι όντως προβληματικό το να μην απονέμεται χωρίς ιδιαίτερες «εξετάσεις» η ιθαγένεια σε παιδιά που έχουν μεγαλώσει εδώ και με ελληνική σχολική παιδεία: είναι άδικο για τα παιδιά αλλά και σφάλμα για τη χώρα που από αυτήν τη «δεύτερη γενιά» προσδοκά ενίσχυση σε δημογραφία και δυναμισμό.
Εκτός όμως από την ουσία του πρακτέου, η απόφαση του ΣτΕ θέτει (για μία ακόμη φορά) και ζήτημα ως προς τα όρια της δικαστικής κρίσης, δηλαδή ως προς το πόσο τα όσα υιοθέτησε η πλειοψηφία της Ολομέλειας του δικαστηρίου αποτελούν όντως «ερμηνεία» του Συντάγματος ή ...δημιουργική του διάπλαση, μέσω της οποίας ο δικαστής τελικώς δεν ερμηνεύει, αλλά νομοθετεί. Πραγματικά, ενώ στο ζήτημα της ψήφου στις εκλογές των ΟΤΑ η πλειοψηφία των δικαστών έχει ισχυρό επιχείρημα πως η ψήφος κατά το Σύνταγμα είναι συνδεδεμένη με την ιθαγένεια, στο θέμα της απονομής της ιθαγένειας στα παιδιά παρουσιάζεται ερμηνευτικά αδύναμη καθώς το Σύνταγμα εναποθέτει τον καθορισμό των προσόντων που δίνουν την ιδιότητα του πολίτη στον κοινό νόμο, ήτοι στη Βουλή. Ο τρόπος με τον οποίον η πλειοψηφία κρίνει ότι ο νομοθέτης δεσμεύεται από αρχές που το Σύνταγμα δεν αναφέρει δεν πείθει ιδιαίτερα ως ερμηνεία και δικαιολογεί την υπόνοια ότι η σχετική κρίση εμποτίστηκε από πολιτικές απόψεις περί ελληνικότητας, τις οποίες η δικαιοσύνη δεν είναι αρμόδια να εκφέρει - και σίγουρα όχι να επιβάλει.
Ακόμη και αν ένας νόμος είναι πρόδηλα κακός, οι δικαστές δεν πρέπει να λησμονούν ότι το «πρέπον», η πολιτική επιλογή, δεν είναι έργο δικό τους, αλλά του νομοθέτη. Ο δικαστής έχει καθήκον να ερμηνεύει τις διατάξεις του Συντάγματος, δεν του επιτρέπεται όμως να «ξεχειλώνει» την έννοιά τους, ώστε να απορρίπτει ως αντισυνταγματικές τις νομοθετικές επιλογές, με τις οποίες διαφωνεί από άποψη πολιτικής ορθότητας. Και αυτό έχει συμβεί σε αρκετά θέματα με τυπικό παράδειγμα πολλά σημεία της πολεοδομικής - οικολογικής νομολογίας του ΣτΕ, όπου υπάρχει διάχυτη αίσθηση ότι το δικαστήριο δεν ερμήνευσε, αλλά ...νομοθέτησε.

Το φαινόμενο είναι το αντίστροφο από την -πολύ συχνότερη- παθογένεια των πιέσεων της πολιτικής προς τους δικαστές να υποστείλουν τις συνταγματικές ενστάσεις και να νομιμοποιούν τις προτιμήσεις της εξουσίας (τυπικό παράδειγμα η άκομψη παρέμβαση Στουρνάρα για την είσπραξη του τέλους ηλεκτροδοτούμενων χώρων από τη ΔΕΗ). Πρόκειται τελικά για τις δύο όψεις των ορίων κάθε «εξουσίας», που είναι εξίσου σημαντικό να τηρούνται, καθώς, όπως έγραψε ο Έντμουντ Μπερκ το 1790, "αυτοί που εγκαταλείπουν το αξίωμα τους για να υιοθετήσουν ρόλο που δεν είναι ο δικός τους, τις περισσότερες φορές αγνοούν τόσο το αξίωμα που απαρνούνται όσο και αυτό που υιοθετούν"...

Copyright © 1999-2024 Premium S.A. All rights reserved.