ΕΚΤΥΠΩΣΗ
Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Για τα παιδιά της χούντας

12:02 - 21 Απρ 2012
Γρηγόρης Νικολόπουλος

Γράφει ο Γρηγόρης Νικολόπουλος

Στις 21 Απριλίου 1967 ήμουν 6 χρονών. Η πρώτη έκπληξη ήταν οτι δεν μας είχαν ξυπνήσει για να πάμε σχολείο.

Ξυπνήσαμε αργά γιατί τα σχολεία ήταν κλειστά παρόλο που δεν ήταν Κυριακή. Ήταν πολύ ωραία μέρα, η μαμά μας άφησε να παίξουμε στη βεράντα, αλλά δεν μας άφησε να κατέβουμε στο δρόμο. Ο πατέρας μου δεν ήρθε σπίτι το βράδυ γιατί είχε συλληφθεί όπως και όλοι του οι συνάδελφοι δημοσιογράφοι και αρκετοί άλλοι φίλοι του. Είχε συλληφθεί και άλλος ένας απο την πολυκατοικία, ο κ. Φίλης. Απο τη βεράντα φαινόταν ένα τανκς στην πλατεία Κολιάτσου. Νομίζαμε οτι έχει παρέλαση, αλλά δεν μας άφησαν να πάμε να τη δούμε. Τα μαγαζιά ήταν κλειστά, κανείς δεν κυκλοφορούσε στους δρόμους, κανείς δεν μίλαγε, κανείς δεν μας εξηγούσε τίποτα.  Εμείς παίζαμε αλλά βαριόμασταν μέσα και γκιρνίαζαμε χωρίς κανείς να μας δίνει σημασία.

Πέρασαν αρκετά χρόνια μέχρι να φτάσουμε στην Τετάρτη - Πέμπτη Δημοτικού και να συνειδητοποιήσουμε τι είχε συμβεί.

Οι παιδικές μου αναμνήσεις είναι χουντικές.

Τα βιβλία με τη φωτογραφία του Παπαδόπουλου στην τελευταία σελίδα που της ζωγραφίζαμε μουστάκι, γένια, μαύρα δόντια, το πουλί της επανάστασης παντού, στον τοίχο της τάξης, στα βιβλία, στα μαγαζιά, στα σπίρτα. Το ίδιο και η φωτογραφία του Παπαδόπουλου, κρεμασμένη πάντα στον τοίχο της τάξης, δίπλα στο πουλί και στην εικόνα του Χριστού.  Η χουντική διευθύντρια, οι πολεμικές ταινίες, ο Παπαφλέσας, το έπος της Αλβανίας, ο Παύλος Μελάς. Το Πατρίς, Θρησκεία, Οικογένεια, οι βαρετές σχολικές γιορτές με δημοτικά τραγούδια και πολεμικά θεατρικά σκετσάκια. Είχα βαρεθεί να παίζω τον ανθυπολοχαγό ή τον παπά που ευλογούσε τους κλέφτες και τους αρματωλούς.

Η ασπρόμαυρη τηλεόραση της ΥΕΝΕΔ να δείχνει επι ώρες ακατανόητες ομιλίες του Παπαδόπουλου. Περιμέναμε να δούμε Κλούβιο και Σουβλίτσα και βλέπαμε τον Παπαδόπουλο να μιλάει ακατανόητα με την τσιριχτή φωνή, να λέει τα γνωστά περί ασθενούς, περί εγχειρίσεως, περί γύψου, να χαιρετάει φαντάρους, να τσουγκρίζει αυγά, να επιθεωρεί άρματα μάχης, να χορεύει καλαματιανούς και να πηδάει κρεμασμένος απο το μαντήλι ενός τσολιά, πάντα με κουστούμι, πάντα με γραββάτα.

Μια φορά, ενώ περιμέναμε επι ώρες να αρχίσει ο Μπάρμπα Μυτούσης, η μοναδική παιδική εκπομπή που υπήρχε στην τηλεόραση και που είχε καθυστερήσει λόγω ομιλίας του Παπαδόπουλου, ήρθε η δασκάλα των αγγλικών για το μάθημα. Την ώρα που ήρθε, τελείωσε η ομιλία και θα άρχιζε η εκπομπή. Την δείραμε ο αδερφός μου κι εγώ και είδε κι έπαθε η μάνα μου να μας βγάλει απο πάνω της – φυσικά δεν μας άφησε να δούμε τηλεόραση, ούτε ξαναήρθε η δασκάλα αυτή. Αλλάξαμε δασκάλα.

Η πλάκα είναι οτι οι πρώτες μας απορίες για το τι συμβαίνει τέλος πάντων, προήλθαν απο την παρουσία του ίδιου του Παπαδόπουλου παντού, που αναστάτωνε και ενοχλούσε την παιδική ζωή. Ποιός είναι αυτός που μιλάει στην τηελόραση όλη μέρα, που κρέμεται στα κάδρα παντού, τι είναι αυτό το πουλί, γιατί απαγορεύεται να ακούμε τραγούδια χαρούμενα, όπως αυτά του Θοδωράκη, η Μαργαρίτα η Μαργαρώ, Απρίλη μου ξανθέ και Μάη μυρωδάτε, γιατί έπρεπε να ακούμε συνέχεια δημοτικά με κλαρίνα και στριγλιές. Οι απορίες αυτές και τα μισόλογα που παίρναμε για απαντήσεις απο τους μεγάλους που φοβόντουσαν να μιλήσουν ανοικτά σε ένα παιδί διότι ποιός ξέρει τι θα έλεγε και σε ποιόν, άρχισαν να διαμορφώνουν στη δική μου γενιά την πολιτική συνείδηση αρκετά νωρίς.

Στο γυμνάσιο πιά, όλοι ξέραμε τι γίνεται, ακούγαμε Σαββόπουλο, καταλαβαίναμε τα υπονοούμενα (Ελσα σε φοβάμαι Ε.Λ.Σ.Α = Ελληνική Στρατιωτική Αστυνομία) ακούγαμε πειρατικούς σταθμούς με ροκ (που απαγορευόταν στο κρατικό ραδιόφωνο) και είμασταν πλέον έτοιμοι στα 13 να υποδεχθούμε με ενθουσιασμό και τρόπον τινά να συμμετάσχουμε στην εξέγερση του Πολυτεχνείου, πετώντας νεράτζια την πρώτη μέρα στην Πατησίων, ακούγοντας στα τρανζιστοράκια τον παράνομο σταθμό που ζητούσε τρόφιμα και φάρμακα, που καλούσε τους Αθηναίους να πάνε στο Πολυτεχνείο, που ενημέρωνε για πρώτη φορά τον παιδικό κόσμο σχετικά με το τι ήταν η χούντα και το τι έπρεπε να γίνει για να φύγει. Φανταστείτε τη χαρά ενός δωδεκάχρονου που έχει μεγαλώσει μέσα στη Χούντα, να μπορεί ξαφνικά να πετάει νεράτζια στους αστυνόμους χωρίς κανείς να του κάνει τίποτα. Ήταν το πιο συναρπαστικό πράγμα που μου είχε συμβεί. Είναι σαν να κάνεις την πρώτη βουτιά του καλοκαιριού, ίσως και πιο συνταρακτικό.

Μετά άρχισε το παρτι της μεταπολίτευσης, το πάρτι της δημοκρατίας, το πάρτι του Αντρέα Παπανδρέου, του Λεωνίδα Κύρκου, του Χαρίλαου Φλωράκη, το πάρτι των διαδηλώσεων, των καταλήψεων, της αναρχίας.

Ενα πάρτι που ακόμα συνεχίζεται παρόλο που πιά δεν έχει νόημα, τα τραγούδια είναι παλιά, οι συζητήσεις βαρετές, το κοινό έχει κουραστεί και δεν χορεύει άλλο.

Το πάρτι της δικής μου γενιάς τελείωσε. Τώρα πρέπει οι πιτσιρικάδες να δούν πως θα φτιάξουν το δικό τους πάρτι.  

 
Copyright © 1999-2024 Premium S.A. All rights reserved.