ΕΚΤΥΠΩΣΗ
Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Φοροδιαφυγή, διαφθορά και αντικειμενικά κριτήρια

01:48 - 28 Ιαν 2013
Γρηγόρης Νικολόπουλος

Γράφει ο Γρηγόρης Νικολόπουλος

Η σιωπή του οικονομικού επιτελείου σχετικά με τη φορολογική μεταρρύθμιση είναι ανησυχητική. Ουδείς απο το οικονομικό επιτελείο έχει αναφερθεί σε αλλαγή του φορολογικού συστήματος, αντίθετα, με όσα είπες προχθές σε τηλεοπτική συνέντευξη ο υφυπουργός Οικονομικών κ. Μαυραγάνης, το υπουργείο ετοιμάζει μια απλοποίηση του φορολογικού συστήματος όσον αφορά στον φόρο εισοδήματος και ένα ξεκαθάρισμα έτσι ώστε ο κάθε φορολογούμενος να γνωρίζει τις φορολογικές του υποχρεώσεις.

 Καλά είναι αυτά, αλλά δεν είναι αυτά που περιμένουμε.

Τι περιμένουμε; Ενα νέο φορολογικό σύστημα που θα αποκλείει ή τουλάχιστον θα περιορίζει ασφυκτικά τις δυνατότητες των φοροφυγάδων να κλέβουν τους φόρους. Και αυτό το σύστημα μπορεί να υπάρξει μόνο μέσω των αντικειμενικών κριτηρίων και των κριτηρίων διαβίωσης. Κανένα άλλο σύστημα δεν θα είναι αποτελεσματικό, διότι όταν εμπλέκεται ένας ανίκανος ή διεφθαρμένος φοροεισπρακτικός μηχανισμός με μια διεφθαρμένη φορολογικά κοινωνία, όπου η φοροδιαφυγή θεωρείται ώς αυτονόητη, επαναστατική σχεδόν πράξη, δεν μπορεί να υπάρξει σύλληψη της φοροδιαφυγής. Για να κατανοήσουμε το μέγεθος της φοροδιαφυγής στην Ελλάδα και την επίπτωση που έχει στη φτώχεια και στην ύφεση, μπορούμε να δούμε μερικούς πολύ απλούς αριθμούς.

Το σύνολο των εισπραχθέντων (απολογιστικά) φόρων σε σχέση με το ΑΕΠ της κάθε χώρας, μας δίνει μια πολύ καλή ένδειξη για το ύψος της φοροδιαφυγής στην Ελλάδα.

Στη Γερμανία το σύνολο των φορολογικών εσόδων ώς ποσοστό του ΑΕΠ ήταν το 2012 το 40,6%. Στη Γαλλία, το 44,6%. Στην Ιταλία το 42,6%, στη Φινλανδία το 43,6%, στη Δανία το 49%, στην Κύπρο το 39,2%, στο Βέλγιο το 46,8%, στην Αυστρία το 43,4%, στη Σουηδία το 47,9%, στην Αγγλία το 39%, στην Πορτογαλία το 37%, στην Νορβηγία το 43,6%, στην Ελλάδα είναι 30%.

Αν είχαμε στην Ελλάδα χαμηλότερους φορολογικούς συντελεστές η διαφορά αυή θα ήταν εξηγήσιμη. Όμως δεν έχουμε, αντίθετα έχουμε υψηλούς φορολογικούς συντελεστές και πολλούς έκτακτους φόρους. Συνεπώς η διαφορά απο τις άλλες χώρες οφείλεται στην μη είσπραξη των φόρων η οποία εξηγείται μόνο εξαιτίας της φοροδιαφυγής και της αδυναμίας είσπραξης εκ μέρους του φοροεισπρακτικού μηχανισμού.

Η διαφορά αυτή είναι τεράστια. Αν συγκρίνουμε το ελληνικό 30% με το αμέσως υψηλότερο της Πορτρογαλίας 37% είναι 7 ποσοστιαίες μονάδες. Αυτό σημαίνει με όρους ελληνικού ΑΕΠ (περίπου 200 δισ ευρώ) ότι μας λείπουν φόροι 14 δισ ευρώ. Αν συγκρίνουμε το ελληνικό 30% με το Ιατλικό 42,6% η διαφορά μεταφράζεται σε 12,6 ποσοστιαίες μονάδες, ή 25,2 δισ ευρώ.

Αν τώρα σκεφτούμε οτι τα νέα μέτρα που συμπεριέλαβε στον προυπολογισμό του 2013 ο υπουργός Οικονομικών κ. Γιάννης Στουρνάρας έχουν αξία 13 δισ ευρώ, μπορούμε να αντιληφθούμε οτι απο τη σύλληψη της φοροδιαφυγής και μόνο, τα χρήματα αυτά θα είχαν μαζευτεί και δεν θα χρειαζόταν ούτε μειώσεις μισθών και συντάξεων, ούτε επιπλέον φόροι.

Όλα τα δεινά που υποφέρουμε σήμερα, οφείλονται αποκλειστικά και μόνο σε δυο παράγοντες. Στη φοροδιαφυγή και στις σπατάλες του δημοσίου που ανεβάζουν το έλλειμμα. Και καθώς το έλλειμμα καλύπτεται με δανεικά, ανεβαίνει και το χρέος και φθάσαμε στο αίσχος που οδήγησε στο ΔΝΤ, στα μνημόνια και στην ύφεση.

Πρώτος στόχος της κυβέρνησης πρέπει να είναι η σύλληψη της φοροδιαφυγής και όλοι γνωρίζουν οτι με το υπάρχον φορολογικό σύστημα και τους υπάροντες μηχανισμούς στη δημόσια διοίκηση αυτό δεν θα συμβεί ποτέ. Δεν είναι τυχαίο εξάλλου οτι η επιλογή όλων των "κυβερνήσεων της κρίσης" ήταν μέχρι σήμερα να αυξάνουν τους φόρους σε όσους πληρώνουν, αδυνατώντας να εισπράξουν φόρους απο όσους κλέβουν.

Ο υπουργός Οικονομικών πιστεύει στους ελέγχους και στις αυστηρές κακουργηματικές ποινές. Δεν θα διαφωνήσουμε οτι οι φοροφυγάδες πρέπει να τιμωρούνται με αυστηρότητα. Όμως όπως αποδείχθηκε φέτος, οι έλεγχοι είναι περιορισμένοι και δεν αποδίδουν  τα αναμενόμενα και οι φυλακές μπορεί να γεμίζουν όμως τα δημόσια ταμεια είναι άδεια. Συνεπώς οι έλεγχοι και οι ποινές δεν αρκούν. Χρειάζεται ένα άλλο σύστημα που να μη στηρίζεται στους εφοριακούς, που να μην χωρεί καμία αμφισβήτηση σχετικά με το ύψος του φόρου που πρέπει να πληρώσει ο καθένας, που να μην χρειάζεται ούτε ερμηνεία απο την εφορία, ούτε διαπραγμάτευση, που να αποκλείει την επαφή του εφοριακού με τον ελεύθερο επαγγελματία, την επιχείρηση τον φορολογούμενο. Διότι σε αυτή την επαφή κρύβεται και η διαφθορά και η φοροδιαφυγή. Το μόνο σύστημα που θα εξασφαλίσει την είσπραξη των φόρων είναι τα αντικειμενικά κριτήρια. Εαν δηλαδή για κάθε μαγαζί σε κάθε δρόμο υπάρχει ένα συγκεκριμένο ποσόν φόρου που θα εισπράξει το κράτος ανάλογα με το αν θα είναι εστιατόριο, μπαρ, καφέ, ρουχάδικο, παπουτσίδικο ή κλειδαράδικο, τότε ο επιχειρηματίας ενοικαιστής θα ξέρει οτι θα πρέπει να πληρώσει πχ 10.000 φόρο ανεξαρτήτως του αν το μαγαζί του θα πάει καλά ή όχι. Έτσι μπορεί αν προυπολογίσει τον φόρο και να τον βάλει στο business plan του μαγαζιού. Αν ο φόρος του φαίνεται μεγάλος,  μπορεί να διαλέξει άλλη περιοχή με φθηνότερο φόρο. Στην ουσία ούτε ταμειακή μηχανή δεν χρειάζεται και ακόμη και ο ΦΠΑ μπορεί να υπολογισθεί με τον ίδιο τρόπο με αντικειμενικά κριτήρια και να τελειώνουμε με αυτή την ιστορία.

Το ίδιο μπορεί να ισχύσει για γιατρούς, δικηγόρους, για όλους τους ελεύθερους επαγγελματίες. Υπάρχουν στο Υπουργείο Οικονομικών πολλοί υπάλληλοι οι οποίοι έχουν πείρα δέκα , είκοσι ετών, που αν τους ρωτήσεις πχ πόσα βγάζει ένας γιατρός 55 ετών, ας πούμε ωτορινολαρυγγολόγος, καθηγητής, ή υφηγητής, με ιατρείο 80 τετραγωνικών στον τάδε δρόμο του Κολωνακίου, ή στα Πατήσια, ή στους Αμπελόκηπους, μπορεί με απόκλιση συν - πλην 5% να σου πεί πόσο ειδόσημα βγάζει. Η εμπειρία αυτή είναι πολύ χρήσιμη στον προσδιορισμό των αντικειμενικών κριτηρίων.

Παράλληλα, οι έλεγχοι μπορούν να συνεχισθούν κυρίως μέσω των τεκμηρίων διαβίωσης. Μια βόλτα στα σπίτια στις ακριβές γειτονιές να κάνουν οι εφοριακοί και να κοιτάξουν τα κουδούνια ώστε να διασταυρώσουν το εισόδημα που δηλώνει ο κάτοικος μπορεί να τους οδηγήσει σε "λαυράκια".

Γιατί δεν γίνονται λοιπόν αυτά τα απλά πράγματα; Διότι οι πολιτικοί δεν έχουν το θάρρος να συγκρουστούν με τη δημόσια διοίκηση η οποία ασφαλώς και δεν θέλει τα αντικειμενικά κριτήρια διότι τότε χάνει την ισχύ και το χρήμα που προέρχεται απο τη συναλλαγή με τον πολίτη και τον φοροφυγά. Και η δημόσια διοίκηση είναι ισχυρότερη απο τη βούληση του κάθε υπουργού ή της κάθε κυβέρνησης. Είναι ισχυρότερη διότι το πολιτικό σύστημα στηρίχθηκε στο ρουσφέτι, στην τοποθέτηση των "ημέτερων", στην αναξιοκρατία και τελικά συμμετέχει στο μοίρασμα της πίττας της διαφθοράς, μαζί με τη δημόσια διοίκηση.

Προτιμούν λοιπόν οι κυβερνήσεις να επιβαρρύνουν τον τίμιο φορολογούμενο με έκακτους άδικους φόρους, προτιμούν να κόψουν μισθούς και συντάξεις, παρά να χτυπήσουν τη διαφθορά στην καρδιά της, δηλαδή την δημόσια διοίκηση. Και έτσι αποφεύγουν τις μεταρρυθμίσεις και διαλύουν την οικονομία, αδικώντας μονίμους τους έντιμους και αφήνοντας τους φοροφυγάδες να συνεχίζουν το πάρτι εις βάρος όλων.

Copyright © 1999-2024 Premium S.A. All rights reserved.