ΕΚΤΥΠΩΣΗ
Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Εμείς και η Μύκονος

01:43 - 19 Ιουλ 2018
Γρηγόρης Νικολόπουλος

Γράφει ο Γρηγόρης Νικολόπουλος

Για μια ακόμη συνεχόμενη χρονιά φέτος έχουμε αύξηση του αριθμού των τουριστών που έρχονται στην Ελλάδα και το χρήμα που φέρνουν είναι «καθαρό» έσοδο, δηλαδή χρήμα που δίνει μεγάλη ανάσα στην οικονομία. Δεν είναι δανεικά λεφτά, όπως αυτά με τα οποία συνηθίσαμε να ζούμε τις προηγούμενες δεκαετίες, όταν υπερήφανα κραυγάζαμε οτι δεν θα γίνουμε «τα γκαρσόνια της Ευρώπης». Το σύνθημα αυτό του ΚΚΕ το οποίο υιοθέτησε – κακώς, κάκιστα – το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου στο πλαίσιο της προσπάθειας «κλεψίματος» αριστερών θέσεων που ήταν της μόδας, ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό για την πολύ κακή πορεία της ελληνικής οικονομίας, αλλά και για τη διαμόρφωση της στρεβλής νοοτροπίας που μας οδήγησε στα δανεικά και στην κρίση.

 

Δεν γίναμε τα γκαρσόνια της Ευρώπης, αλλά δεν γίναμε ούτε οι ξενοδόχοι της Ευρώπης, ούτε τίποτα άλλο. Γίναμε οι ζητιάνοι της Ευρώπης και της διεθνούς κοινότητας και ζούσαμε με δανεικά τα οποία θεωρούσαμε ώς Ορθόδοξοι Χριστιανοί (αφες ημίν τα οφειλήματα ημών ώς και ημείς αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών) οτι κανείς δεν θα μας τα ζητήσει πίσω και οτι τελικά θα μας τα χαρίσουν, ψευδαίσθηση την οποία ακόμη έχει ο ΣΥΡΙΖΑ και πολλοί άλλοι. Μόνο που οι δανειστές δεν είναι Ορθόδοξοι και δεν χαρίζουν τίποτα, κυρίως χρέη.

 

Δεν γίναμε λοιπόν τίποτα άλλο, διότι ενώ δεν γίναμε γκαρσόνια για να πιάσουμε το τρένο της τεχνολογίας – άλλο όνειρο του αείμνηστου Α. Παπανδρέου - τελικά δεν ανεβήκαμε ούτε σε αυτό το τρένο. Η βιομηχανία της χώρας ναυάγησε, οι τράπεζες πήγαν καλά διότι έβγαζαν κέρδη δανείζοντας άκριτα, τις επιδοτήσεις για τις υποδομές τις φάγαμε στα μπουζούκια και στα ξενύχτια αλλά και σε Καγιέν, Μερσεντές και Φεράρι και τελικά βρεθήκαμε σήμερα, μετά απο όλα αυτά να γινόμαστε – επιτέλους! – τα γκαρσόνια της Ευρώπης.

 

Το μοντέλο τουριστικής ανάπτυξης που έχουμε σήμερα έχει αρχίσει να διαφοροποιείται από αυτό των προηγούμενων δεκαετιών, δηλαδή από τον τουρίστα με το σακκίδιο στην πλάτη που έκανε περπατώντας το γύρο της Πελοπονήσσου τρώγοντας φρούτα από τα δέντρα και πίνοντας νερό από τις πηγές χωρίς να αφήνει φράγκο. Ακόμη όμως, οι ξενοδόχοι λένε οτι τα χρήματα που αφήνουν οι τουρίστες είναι περιορισμένα σε σχέση με τον αριθμό τους. Προτείνουν στην κυβέρνηση μέτρα αλλά ποιά κυβέρνηση στην Ελλάδα λειτουργεί υπέρ του επιχειρηματία; Καμία. Συνεπώς παραμένουμε κολημμένοι στα παλιά πρότυπα και σε αυτόν τον τομέα, με μόνη πρόοδο όση πετυχαίνουν μόνοι τους και αβοήθητοι κάποιοι επιχειρηματίες σε διάφορες περιοχές.

Μια περίπτωση που ξεχωρίζει είναι αυτή της Μυκόνου, την οποία οι Έλληνες «αγαπάμε να μισούμε» όπως λένε και οι Αμερικανοί.

 

Η Μύκονος εισπράττει για λογαριασμό όλης της χώρας. Έχει τα ακριβότερα ξενοδοχεία, τις ακριβότερες βίλες, τα ακριβότερα εστιατόρια, τις ακριβότερες ξαπλώστρες παραλίας, τα ακριβότερα κοκτέηλς, τις ακριβότερες σαμπάνιες. Αρκετές χιλιάδες εργαζόμενοι την καλοκαιρινή σεζόν στη Μύκονο ζούν τις οικογένειες τους ολόκληρη τη χρονιά. Και το κράτος εισπράττει μεγάλα ποσά σε φόρους από τις επιχειρήσεις του νησιού και από όλους όσους εργάζονται και ζούν σε αυτό. Θα μπορούσε φυσικά να εισπράττει πολύ περισσότερα αν το φορολογικό του σύστημα ήταν λογικό και αποτελεσματικό. Αλλά επειδή δεν είναι, η φοροδιαφυγή στη Μύκονο οργιάζει, όπως οργιάζει και σε κάθε άλλη γωνιά της Ελλάδας.

 

Και ο Δήμος Μυκόνου δεν παίρνει αρκετά χρήματα για να φτιάξει τις υποδομές του και έτσι το νησί αρχίζει να «κλατάρει». Δεν έχει νερό – όχι μόνο δεν έχει δίκτυο νερού, ούτε νερό δεν έχει – δεν έχει δρομους, δεν έχει πεζοδρόμια, δεν έχει αποχετεύσεις, δεν έχει τίποτα. Μόνο οτι κάνουν οι ιδιώτες επιχειρηματίες, (Έλληνες και ξένοι) για να μη ναυαγήσουν. 

Γιατί δεν παίρνει λεφτά το νησί από το κράτος για να φτιάξει τις υποδομές; Επειδή μοιράζονται με βάση τον αριθμό των κατοίκων, που στην περίπτωση της Μυκόνου είναι 10 χιλιάδες το χειμώνα, δηλαδή σχεδόν τίποτα. Το κρατικό (Ευρωπαικές επιδοτήσεις) χρήμα μοιράζεται λοιπόν αλλού και όχι εκεί που χρειάζεται. Το ίδιο φυσικά συμβαίνει και σε άλλες περιοχές και σε όλα τα νησιά που μένουν χωρίς υποδομές. Τι σημαίνει αυτό; Οτι δεν έχουμε πολιτική τουριστικής ανάπτυξης, έχουμε μόνο μικροπολιτική εξαγορών ψηφοφόρων και με βάση αυτή κινούμαστε. Και πού πάμε με αυτήν; Πουθενά φυσικά.

 

Αλλά δεν είναι μόνο το κράτος που φταίει σε αυτή την περίπτωση, είναι και η κοινωνία, η άτιμη κενωνία που λέγανε και οι ρεμπέτες. Διότι μισεί και ζηλεύει το κέρδος του διπλανού, στη συγκεκριμένη περίπτωση του Μυκονιάτη. Αγαπημένο θέμα των εφημερίδων και των τηλεοπτικών σταθμών είναι οι πανάκριβες τιμές της Μυκόνου. Μόλις τα Μέσα Ενημέρωσης πούνε οτι η Μύκονος είναι πανάκριβή, οτι μια μπύρα κοστίζει 20 ευρώ, ότι κάποιοι ξοδεύουν 100 χιλιάδες για σαμπάνιες στην παραλία, η αναγνωσιμότητα και η ακροαματικότητα πετάγονται στα ύψη. Και τα μήντια το κάνουν αυτό, επειδή θέλουν να ικανοποιούν τα άγρια ένστικτά των αναγνωστών. Αντί να παρακαλάμε δηλαδή να έχουμε άλλες δέκα, είκοσι, εκατό Μυκόνους για να εισπράττει η χώρα το χρήμα των πλουσίων τουριστών, γκρινιάζουμε λες και μας ζητάει κανείς να πληρώσουμε εμείς αυτές τις τιμές.

 

Υπο αυτές τις συνθήκες λοιπόν, το ευλογημένο νησί της Μυκόνου δεν μπορεί να αναπαραχθεί. Ενώ θα έπρεπε να προσπαθούμε – κατά τη γνώμη μου φυσικά και γνωρίζω οτι πολλοί θα διαφωνήσουν - να φτιάξουμε και άλλες Μυκονους για να αυξήσουμε τα έσοδα μας.

Copyright © 1999-2024 Premium S.A. All rights reserved.