ΕΚΤΥΠΩΣΗ
Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Όταν «τραυλίζουν» οι «Βασιλιάδες» μας

09:53 - 02 Φεβ 2011
Νικηφόρος Μαλεβίτης

Γράφει ο Νικηφόρος Μαλεβίτης

Η Βρετανική ταινία «Ο Λόγος του Βασιλιά», υποψήφια φέτος για 12 Όσκαρ, έγινε δεκτή με ενθουσιασμό από θεατές και κριτικούς, στις χώρες που έχει μέχρι τώρα προβληθεί. Το έργο καταγράφει την προσπάθεια του Βασιλιά Γεωργίου VI να ξεπεράσει, με τη βοήθεια του λογοθεραπευτή του, το τραύλισμά του και να αναδειχτεί άξιος διάδοχος του Βρετανικού θρόνου, μετά την παραίτηση του αδερφού του, Εδουάρδου VIII από το στέμμα.

Το πιο συγκινητικό ίσως στοιχείο της ταινίας είναι η αγωνιώδης προσπάθεια  του Βασιλιά να εκφωνήσει έναν λόγο που θα καταφέρει να ανυψώσει το ηθικό του Βρετανικού λαού, ενόψει της κήρυξης του πολέμου με τη Γερμανία και να ενώσει τους πολίτες της χώρας στον αγώνα ενάντια στις σκοτεινές δυνάμεις του Άξονα.

Αναμφίβολα, μια τέτοια ταινία, εξαίρει, μεταξύ άλλων, τη σημασία και τη δύναμη του πολιτικού λόγου ως συστατικό στοιχείο σφυρηλάτησης της ταυτότητας και συνείδησης ενός λαού. Ο Λόγος λοιπόν, αναδεικνύεται πρωταγωνιστής στην ενοποιητική  ζύμωση ενός έθνους, ειδικά κάτω από περιστάσεις αντίξοες και απαιτητικές. Η ιστορία άλλωστε βρίθει τέτοιων παραδειγμάτων, άλλοτε θετικών και άλλοτε καταστροφικών για την πορεία της: Οι λόγοι του Περικλή στη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου και του ρήτορα Δημοσθένη κατά Φιλίππου του Β’, για την απάθεια των Αθηναίων πολιτών μπροστά στη Μακεδονική απειλή, αφύπνισαν και εμψύχωσαν το ακροατήριο μπροστά στα επικείμενα δεινά. Στη σύγχρονη εποχή, οι λόγοι του Χίτλερ σαγήνευσαν τον ταπεινωμένο -από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο-γερμανικό όχλο, αιματοκυλώντας την Ευρώπη.

Η δημόσια ομιλία (πολιτική ρητορεία) ωστόσο, μπορεί να αποδειχθεί ευεργετική για την μετεξέλιξη ενός λαού, δημιουργώντας ένα κοινό πατριωτικό αφήγημα, που θα ωθήσει ένα έθνος στην πραγμάτωση της καλύτερης του εκδοχής. Για να επιτευχθεί όμως κάτι τέτοιο, θα πρέπει μια τέτοιου είδους ομιλία να διαθέτει απαραίτητα και απαρέγκλιτα, τρία κύρια στοιχεία: Λόγο, με την έννοια της λογικής, Ήθος και Πάθος. Πέραν πάσης αμφιβολίας, πολιτικοί λόγοι όπως του Χίτλερ και άλλων πολλών δημαγωγών της ιστορίας, στερούνται αναφανδόν των δύο πρώτων χαρακτηριστικών, παρά την περισσή ορμή τους.

Χαρακτηριστικό όμως παράδειγμα της συνύπαρξης αυτών των συστατικών, αποτελούν οι πύρινοι λόγοι του Ομπάμα για το «σπουδαίο αμερικανικό έθνος», που συνέβαλαν καθοριστικά στην αριθμητικά αξιοσημείωτη προσέλευση των πολιτών στις κάλπες, το 2008 και οδήγησαν τη φιλελεύθερη Αμερική σε μία πρωτοφανή νίκη. Κατόρθωσαν έτσι, όχι μόνον να ξεσηκώσουν μια χώρα πολιτικά νωθρή και κοιμισμένη προς όφελος της ίδιων των δημοκρατικών θεσμών, αλλά και να πραγματώσουν το ιδεώδες του «Αμερικανικού ονείρου»: ένας πολίτης ταπεινής προέλευσης και αφροαμερικανικής καταγωγής, με πατέρα μουσουλμάνο, χωρίς να προέρχεται από γνωστό και οικονομικά εύρωστο πολιτικό «τζάκι», εξελέγη 44ος Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών.

Ωστόσο, για να επιτελέσει τους προαναφερθέντες στόχους του ένας πολιτικός λόγος, δεν αρκεί μόνο η ρητορική δεινότητα ενός ηγέτη. Προϋποθέτει κυρίως ένα ακροατήριο - πολιτών και πολιτικών μαζί- δημοκρατικά ώριμο και κοινωνικά ζυμωμένο, έτσι ώστε να μπορεί ενίοτε να παραγκωνίζει διαζευκτικές αντιλήψεις σε όφελος μίας κοινής δημιουργικής συμπόρευσης.

Ο Τζον Μακέην, υποψήφιος πρόεδρος στις Αμερικανικές εκλογές του 2008 με το κόμμα των Ρεπουμπλικάνων, έδωσε, στην συγχαρητήρια ομιλία του προς το νικητή, τέτοιου είδους μαθήματα πατριωτισμού και πολιτικής υπευθυνότητας. Αποκάλεσε τον Ομπάμα  «Πρόεδρό του» και προέτρεψε τους Ρεπουμπλικάνους ψηφοφόρους να στηρίξουν και να στρατευθούν με τον νεοεκλεγέντα στην δύσκολη αποστολή του. Εξέφρασε απεριόριστο θαυμασμό για τον αντίπαλό του, σεβασμό στην αδιαμφισβήτητη νίκη του και χαρακτήρισε τον εαυτό του ταπεινό υπηρέτη του έθνους -και όχι κάποιου κόμματος.

Τον Ιανουάριο του 2011, Ρεπουμπλικάνοι και Δημοκρατικοί κάθισαν πλάι ο ένας στον άλλο, στα έδρανα του Κογκρέσου, επευφημώντας από κοινού τον ηγέτη τους πάνω από 45 φορές κατά τη διάρκεια του ετήσιου λόγου του «για την κατάσταση του έθνους». Σύσσωμο δε το ακροατήριο χειροκρότησε όρθιο, όταν ο Ομπάμα τόνισε πως «ως πολιτικοί δεν θα κριθούμε για την αποψινή συνύπαρξή μας, αλλά για τη δυνατότητά μας να συνεργαστούμε στο μέλλον ενωμένοι». Δεν παρέλειψε τέλος να αναφέρει ως ενσάρκωση του αμερικανικού ιδεώδους έναν πολιτικό του αντίπαλο, τον Ρεπουμπλικάνο γερουσιαστή και προεδρεύοντα του Κογκρέσου Τζον Μπένερ, που ξεκίνησε την επαγγελματική του ζωή σκουπίζοντας πατώματα σε ένα μπαρ του Σινσινάτι.

Αυτός ο πολιτικός λόγος, που καταμαρτυρά μια ατάλαντευτη και υπερκομματική πατριωτική συνείδηση από πλευράς ρήτορα και κοινού, εύλογα γεννά ερωτήματα και προβληματισμούς για τη δική μας χώρα. Η προοπτική να δούμε κάποτε τον κύριο Σαμαρά να μιλά εγκωμιαστικά για τον πρωθυπουργό της χώρας, ή την κυρία Παπαρήγα να χειροκροτεί όρθια τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης -και αντίστροφα - ξεπερνά σε φαντασία το πιο ακραίο κινηματογραφικό σενάριο του Χόλυγουντ. Αντιστοίχως, σπάνια συναντά κανείς μέλη του εκλογικού σώματος πρόθυμα να συζητήσουν ή να ξεχωρίσουν προτάσεις πολιτικών προσώπων ή κομμάτων αντίθετης ιδεολογίας.

Η ελληνική κοινωνία και κατ’ επέκτασιν οι πολιτικοί της, 62 χρόνια μετά το τέλος του εμφυλίου και 37 από τη μεταπολίτευση, εμμένει στο να βλέπει μονάχα φίλους και εχθρούς, συμμάχους και προδότες και ποτέ άξιους -ή έστω ενδιαφέροντες- συνομιλητές. Ακόμα χειρότερα, και ανησυχητικά, για τη χώρα που γέννησε κάποτε τη δημοκρατία, εντοπίζεται μια τεράστια σύγχυση ως προς τη σημασία και τη σημειολογία του ελληνικής ταυτότητας. Κανείς  δεν φαίνεται να γνωρίζει ή να συναινεί σε κάποια ευρύτερη αντίληψη του τι σημαίνει πατριωτισμός, ποιες αξίες αυτός περιλαμβάνει ή πως μπορεί να επικληθεί με ευεργετικά για τη χώρα αποτελέσματα. Η ίδια η λέξη χρησιμοποιείται -και κακοποιείται- συστηματικά από αριστερούς, δεξιούς και κεντρώους, με εντελώς διαφορετικό εννοιολογικά περιεχόμενο, ενίοτε δε αποθεώνεται ή δαιμονοποιείται, από την ακαδημαική κοινότητα.

Είναι λοιπόν απορίας άξιο το πώς θα επιτευχθεί οποιασδήποτε μορφής ηθική και πολιτική πρόοδος, όταν σύσσωμη η κοινωνία αδυνατεί να διαμορφώσει ένα κοινά αποδεκτό λογοπλαίσιο που θα ορίζει την ελληνική ταυτότητα, εγκαταλείποντας οριστικά τη διαζευκτική διαιρεμένη σκέψη του παρελθόντος. Οι ιστορικές συνθήκες που δημιούργησαν μια τέτοια σύγχυση -ο διχασμός του ‘46 και το πραξικόπημα του ’67- αιτιολογούν σε μεγάλο βαθμό το δισταγμό μπροστά σε τέτοιες αποφάσεις. Δεν δικαιολογούν όμως τη βολική επανάπαυση στα δεινά του παρελθόντος και την πολιτική αδράνεια που εξυπηρετεί μονάχα μικροκομματικές πολιτικές σε βάρος του συνόλου. Εξάλλου, σπάνια μια κοινωνία βρίσκεται τέλεια προετοιμασμένη απέναντι στις προκλήσεις της ιστορίας-συνήθως είναι αυτές που γεννούν την ωριμότητα  και την ανάγκη για υπερβάσεις.

Την προηγούμενη Δευτέρα, στην Προ Ημερησίας Διατάξεως συζήτηση που διεξήχθη στη Βουλή για τα εθνικά θέματα, ο κύριος Παπανδρέου αναφέρθηκε εκτενώς σε έναν «νέο πατριωτισμό», που θα αποκαταστήσει την εθνική περηφάνια και θα οδηγήσει τη χώρα επιτυχώς στο μέλλον. Το απόσπασμα αυτό ελάχιστα προβλήθηκε από τα κανάλια-που επικεντρώθηκαν σχεδόν εξ’ολοκλήρου στην αναμετάδοση της πολεμικής του ενάντια στην Αριστερά.

Η ομιλία περί πατριωτισμού -που θα έπρεπε να αποτελεί βάση και αφετηρία για κάθε περαιτέρω διάλογο - ειδικά όταν η συζήτηση αφορά τα εθνικά μας θέματα - άφησε παγερά αδιάφορους τους πολιτικούς στη Βουλή, τα μέσα ενημέρωσης και το ευρύ κοινό. Ευθύνες για αυτήν την ανεπάρκεια δεν πρέπει να καταλογίζονται μονάχα στον πρωθυπουργό-για την προφανώς μη πειστική επιχειρηματολογία του- αλλά και σε ολόκληρο το σύστημα που επιδεικτικά αγνοεί τον πολιτικό λόγο σε βάρος των εύκολων ρητορικών πυροτεχνημάτων.

Εντέλει, οι λόγοι του Περικλή, του Τσώρτσιλ, του Κέννεντυ και του Ομπάμα πέτυχαν γιατί κατάφεραν αυτό που στην Ελλάδα ακόμα θεωρείται πάρεργο: τη δημιουργία μιας κοινής εθνικής συνείδησης και αφετηρίας για δράση σε ένα ακροατήριο ώριμο, πολιτικά και κοινωνικά, για να τους ακούσει. Προς το παρόν στη χώρα μας, ο πολιτικός λόγος παραμένει άλογος και ορφανός, ηχώντας περισσότερο ως τραύλισμα παρά ως κάλεσμα. Και εάν στη Βρετανία, ο Γεώργιος VI, με κόπους και θυσίες κατάφερε το ακατόρθωτο, στην Ελλάδα ο εκάστοτε «Βασιλιάς» και οι υπήκοοι του στέκονται γυμνοί -και ακόμα χειρότερα κωφοί και άλαλοι- απέναντι στο χρέος τους προς την πατρίδα.

Copyright © 1999-2024 Premium S.A. All rights reserved.