ΕΚΤΥΠΩΣΗ
Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Πλιατσικολόγοι «εκ γενετής»

09:45 - 11 Φεβ 2011
Νικηφόρος Μαλεβίτης

Γράφει ο Νικηφόρος Μαλεβίτης

Το τρίτο επεισόδιο της σειράς ντοκιμαντέρ «1821» μας υπενθύμισε πόσο άσχημα ξεκίνησε η ιστορία αυτού του τόπου. Για όσους το παρακολούθησαν, δεν αναφέρομαι τόσο στη σφαγή των γυναικόπαιδων και των αμάχων Οθωμανών μετά την κατάληψη της Τριπολιτσάς. Τέτοια περιστατικά συμβαίνουν – δυστυχώς – σε όλους τους πολέμους. Δεν μπορεί να τα δικαιολογήσει κανείς, αλλά μπορεί κατανοήσει το κοινωνικοπολιτικό και ιστορικό πλαίσιο μέσα στο οποίο εκτυλίχθηκαν.

Το πιο εντυπωσιακό στοιχείο που αναφέρθηκε στο επεισόδιο είναι ότι οι κατακτητές της Τριπολιτσάς δεν διέθεσαν «ούτε γρόσι» από τα λάφυρα που «κατάσχεσαν» μετά την άλωση της Πελοποννησιακής πόλης για το δημόσιο ταμείο του Εθνικοαπελευθερωτικού Αγώνα. Τσέπωσαν ακόμη και το τελευταίο δαχτυλίδι που βρήκαν, ενώ όσοι Οθωμανοί γλίτωσαν από τη σφαγή, τα κατάφεραν επειδή δωροδόκησαν αξιωματούχους των Ελλήνων πολιορκητών.

Φυσικά, θα αντιτείνει κάποιος ότι είναι φυσικό την εποχή της εθνογένεσης να μην υπάρχει – ή εν πάση περιπτώσει να βρίσκεται στα σπάργανα – η έννοια του κοινού κτήματος και του «δημοσίου» ως έκφρασης της συλλογικής βούλησης. Επομένως, η αντίδραση του Υψηλάντη και του υπασπιστή του, οι οποίοι αηδίασαν από το πλιατσικολόγημα, ίσως να ήταν υπερβολική, εκείνη την περίοδο.

Η υπερίσχυση του ιδιωτικού έναντι του δημοσίου όμως συνεχίστηκε και μετά τον Αγώνα. Αρκεί να υπενθυμίσουμε ότι, μετά την απελευθέρωση, ο Μιαούλης δεν δίστασε να πυρπολήσει ολόκληρο σχεδόν τον ελληνικό στόλο, επειδή ο Καποδίστριας - ο αγιότερος των αγίων της ελληνικής ιστορίας – τόλμησε να αμφισβητήσει τα προνόμια των Υδραίων και των Μανιατών «κοτζαμπάσηδων». Για τον Μιαούλη, δεν είχε σημασία αν ο στόλος ήταν ελληνικός. Δεν καταλάβαινε τι σημαίνει «κοινή περιουσία». Τον ένοιαζε μόνο η φατρία του.

Η ιδιοσυγκρασία αυτή δεν έχει αλλάξει μέχρι σήμερα: από τα κακομαθημένα φυντάνια της τρυφηλής μας κοινωνίας που καταστρέφουν ό,τι βρουν μπροστά τους, έστω και αν ανήκει στο σύνολο (όπως π.χ. το κτίριο του πανεπιστημίου), μέχρι τους φοροφυγάδες, οι οποίοι αφθονούν περισσότερο στην Ελλάδα, απ’ ό,τι οπουδήποτε αλλού στον Δυτικό κόσμο και από τους δωροδόκους μέχρι τους δωρολήπτες, όλα μαρτυρούν ότι η έννοια «κοινωνία» παραμένει άγνωστη, ή, ακόμη χειρότερα, απεχθής για πολλούς από εμάς.

Όσα βήματα εκσυγχρονισμού και εκπολιτισμού έγιναν σε αυτή τη χώρα, έγιναν από τα πάνω προς τα κάτω. Από τον Καποδίστρια και τον Βενιζέλο, μέχρι τον Τρικούπη και τον Παπαναστασίου και από τον Καραμανλή (τον αυθεντικό) μέχρι τον Πλαστήρα.

Βοήθησαν σε πολλές φάσεις της ιστορίας μας και οι Δυτικές δυνάμεις, τις οποίες δεν χάνουμε ευκαιρία να βρίζουμε: Όταν για παράδειγμα έγινε η ναυμαχία του Ναυαρίνου, με την οποία άνοιξε ο δρόμος για την απελευθέρωση, η Ελληνική Επανάσταση έπνεε τα λοίσθια. Χωρίς τους Δυτικούς δεν θα είχαμε απελευθερωθεί. Ούτε μπορεί εύκολα να συγκρατήσει κανείς τη συγκίνησή του, όταν διαβάζει για το 21 Τάγμα της 2ης Μεραρχίας Πεζικού, του στρατού της Νέας Ζηλανδίας. Οι άνδρες του υπάκουσαν χωρίς δεύτερη κουβέντα στην εντολή να υπερασπιστούν το πέρασμα του Πλαταμώνα απέναντι στις Ναζιστικές ορδές, «μέχρι τελευταίας ρανίδος του αίματος τους», έστω και αν βρίσκονταν δεκάδες χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από την πατρίδα τους. Η αντίστασή τους ήταν ένα σύγχρονο έπος των Θερμοπυλών από μόνη της.

Βέβαια, θα αντέτεινε και πάλι κάποιος, η Δύση δεν τα κάνε όλα σωστά στην Ελλάδα και η δικτατορία δεν είναι το μοναδικό παράδειγμα. Αν έπρεπε όμως να βάλουμε ένα συνολικό πρόσημο στις παρεμβάσεις της, τότε αυτό θα ήταν θετικό. Αμφιβάλλω αν ισχύει το ίδιο και για τη δική μας συμβολή στην ιστορία μας. Επίσης, η Ελλάδα στάθηκε πάντα αρωγός της Δύσης, ακόμη και στις πιο δύσκολες στιγμές της. Ακόμη και αυτό πάντως ήταν επιλογή εμπνευσμένων ηγετών, στους οποίους χρωστάμε εν πολλοίς ότι σήμερα δεν είμαστε μια Βόρεια Κορέα στην καρδιά της Ευρώπης, όπως θα ήλπιζε η κυρία Παπαρήγα, ο κύριος Αλαβάνος και ο κύριος Τσίπρας.

Έχουμε φτάσει πλέον σε μία καμπή, όπου και πάλι χρειαζόμαστε εμπνευσμένους ντόπιους ηγέτες, καθώς και την αμέριστη βοήθεια των ξένων για να επιβιώσουμε, διότι οι πολίτες και πάλι προτάσσουν το ατομικό απέναντι στο συλλογικό. Όλοι είναι υπέρ της απελευθέρωσης των κλειστών επαγγελμάτων, εκτός αν πρόκειται για το δικό τους. Όλοι είναι υπέρ των μεταρρυθμίσεων, εκτός αν τους αγγίζουν. Όλοι ομνύουν στον αγώνα κατά της φοροδιαφυγής, εκτός αν τους πιάσουν στα πράσα. Το δε κίνημα του «δεν πληρώνω», δεν είναι τίποτε λιγότερο από την εγχώρια εκδοχή των αμερικανικών πάρτι τσαγιού. Μια αντιδραστική κίνηση εγωιστών που ενδύεται τον μανδύα της εξέγερσης.

Το μεγάλο μας πρόβλημα είναι ότι αυτή τη φορά ο ηγέτης μας δεν είναι εμπνευσμένος, ούτε μπορεί να συγκριθεί με τον Καποδίστρια, ενώ η Δύση δεν διοικείται από έναν Τσώρτσιλ, αλλά από πολιτικούς σπιθαμιαίου αναστήματος. Επομένως, η μόνη μας επιλογή για να σωθούμε είναι να αλλάξουμε εμείς. Να φέρουμε την αλλαγή από τα κάτω και να μην περιμένουμε να μας επιβληθεί από τα πάνω, διότι κανείς δεν έχει το ανάστημα να μας την επιβάλλει, όπως δείχνει και το κύμα ανενόχλητης αστικής ανυπακοής.

Γίνεται; Η ελπίδα πεθαίνει τελευταία...

Copyright © 1999-2024 Premium S.A. All rights reserved.