ΕΚΤΥΠΩΣΗ
Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Οι περιπέτειες μίας ωραίας ιδέας

01:59 - 07 Οκτ 2011
Νικηφόρος Μαλεβίτης

Γράφει ο Νικηφόρος Μαλεβίτης

Η προβληματική αρχή της φοροκάρτας, που με ασυγχώρητη καθυστέρηση τέθηκε επιτέλους σε κυκλοφορία, προσθέτει ένα ακόμη επεισόδιο στο κακόγουστο σίριαλ των αποδείξεων. Το μπάχαλο, στο οποίο εξελίχθηκε μία αρχικά πολύ καλή ιδέα, αποδεικνύει, για μία ακόμη φορά, ότι ο δρόμος προς την Ελληνική κόλαση ήταν «στρωμένος με καλές προθέσεις».
Όταν λοιπόν, πριν από ενάμιση περίπου χρόνο, διεφάνη πόσο σοβαρή είναι η οικονομική κρίση, ένας καλός κύριος είχε την ιδέα να θεσμοθετήσει τη συνάρτηση του αφορολόγητου ορίου με τις αποδείξεις που συγκεντρώνει ο καθείς εξ ημών από τις υπηρεσίες και τα προϊόντα τα οποία προμηθεύεται από ελεύθερους επαγγελματίες. Η ιδέα δεν ήταν σωστή μόνο επειδή έπρεπε να αυξηθούν πάση θυσία τα δημόσια έσοδα, αλλά και γιατί όλοι γκρινιάζουμε σε αυτήν τη χώρα ότι οι ελεύθεροι επαγγελματίες φοροδιαφεύγουν και τη νύφη την πληρώνουν πάντοτε τα «συνήθη υποζύγια», κατά το δημοσιογραφικό κλισέ.

Αμέσως μόλις εφαρμόστηκε το μέτρο, όμως, ξεκίνησαν οι εκπτώσεις. Πρώτα απ' όλα, ο πήχης τέθηκε πολύ χαμηλά, ενώ μέρος του εισοδήματος εξαιρέθηκε από την συνάρτησή του με αποδείξεις. Το μήνυμα ήταν σαφές: μπορείτε να αγοράζετε και πράγματα χωρίς απόδειξη, αλλά μην το παρακάνετε. Δεύτερον, το Υπουργείο Οικονομικών υποσχέθηκε μπόνους επιστροφών στους φορολογουμένους (αντί απλώς να τους διασφαλίζει ότι με τις αποδείξεις θα ισχύει το κατοχυρωμένο αφορολόγητο όριο). Αξίζει να υπενθυμίσει κανείς, επειδή πολλοί το έχουμε ξεχάσει, ότι ο καταναλωτής που δεν ζητάει απόδειξη είναι συνεργός στο αδίκημα της φοροδιαφυγής. Επομένως, το ΥΠΟΙΚ μας υποσχέθηκε μπόνους μόνο και μόνο επειδή – άκουσον άκουσον – δεν θα παρανομούσαμε συστηματικά στις καθημερινές μας συναλλαγές. Εκεί φτάσαμε!

Συν τοις άλλοις και ως συνήθως σε αυτή τη χώρα, πέσαμε έξω στους μαθηματικούς υπολογισμούς, με συνέπεια να δημιουργηθεί άνοιγμα της τάξης του 1,2 δισεκατομμυρίων ευρώ από τις επιπλέον επιστροφές φόρου λόγω των αποδείξεων. Το άνοιγμα αυτό δεν θα μπορούσε παρά να καλυφθεί από πρόσθετα επώδυνα μέτρα, αφού το χρονοδιάγραμμα που μας έχει δοθεί από τους δανειστές μας για τον περιορισμό του δημοσιονομικού ελλείμματος είναι συγκεκριμένο και ανελαστικό.

Το ΥΠΟΙΚ θα μπορούσε, λοιπόν, να υπαναχωρήσει από την εξαγγελία για μπόνους επιστροφών, αντί να επιβραβεύσει όσους συγκέντρωσαν παραπανίσιες αποδείξεις (το πως έγινε αυτό και πως στήθηκε το εμπόριο με το χαρτομάνι είναι μία άλλη πονεμένη ιστορία) και να ξαφρίσει τις τσέπες δικαίων και αδίκων για να βρει το χαμένο του δισεκατομμύριο. Στο ερώτημα αν θα ετίθετο ζήτημα αξιοπιστίας της κυβέρνησης σε μία τέτοια περίπτωση, η απάντηση είναι βεβαίως «σιγά τα ωά». Η λογική αναγνώριση ενός λάθους θα ωχριούσε μπροστά στις αναρίθμητες παλινωδίες και τα ψέματα που έχουμε ακούσει και δει έως τώρα.

Πριν από λίγες ημέρες και ενώ η κατάσταση είχε φτάσει στο απροχώρητο, η κυβέρνηση υπαινίχθηκε, διά στόματος του ιδίου του Υπουργού Οικονομικών, ότι το ποσό που θα πρέπει να συγκεντρώνει κανείς σε αποδείξεις, προκειμένου, αυτή τη φορά, να μην πληρώσει πρόστιμο και όχι να επιβραβευθεί με μπόνους (ορθώς), θα φτάνει και το 50% του εισοδήματος. Πολύ σωστά οι σχολιαστές, περιλαμβανομένου και του υπογράφοντος, εξεμάνησαν με την πρόβλεψη να ισχύσει αυτό το μέτρο από φέτος, αφού μένουν μόλις τρεις μήνες για το τέλος της χρονιάς και πολλοί είχαν ήδη αρχίσει να πετάνε το χαρτομάνι που είχαν μαζέψει, διότι δεν τους χρειαζόταν, εξ όσων γνώριζαν, τόσες πολλές αποδείξεις. Από την άλλη πλευρά όμως, το επιχείρημα που διατυπώθηκε από τους τηλευαγγελιστές των οκτώ ότι δήθεν με τον πήχη τόσο ψηλά, δεν θα μπορεί ο φορολογούμενος να αποταμιεύει, ξεπερνάει κάθε όριο γελοιότητας. Δυστυχώς, όλοι ξέρουμε ότι οι συμπολίτες μας που μπορούν και αποταμιεύουν το 50% του ετήσιου εισοδήματός τους μετριούνται στα δάχτυλα του ενός χεριού σήμερα στην Ελλάδα. Και έχουν αρκετά χρήματα, ώστε μία επιπλέον επιβάρυνση «επειδή δεν μάζεψαν αρκετές αποδείξεις» ελάχιστα θα επηρέαζε το βιοτικό τους επίπεδο.

Εν πάση περιπτώσει όμως, το θέμα που καθόλου δεν θίχτηκε από όλους εκείνους που έχουν αναλάβει το ρόλο του εκπροσώπου ημών των «υποζυγίων», είναι ότι η απαίτηση να εκδίδονται όλες, μα όλες, οι αποδείξεις (ακόμη και των 50 λεπτών) αποτελεί θεμελιώδη υποχρέωση του κάθε πολίτη, ανεξάρτητα από το αν τις θέλουμε για την εφορία. Το ζήτημα δεν είναι ηθικολογικό, τουλάχιστον για εμάς τους μισθωτούς: όταν ζητάμε καλύτερη τιμή από τον γιατρό, τον δικηγόρο, τον ηλεκτρολόγο, ή τον υδραυλικό μας, με αντάλλαγμα να μας κόψει μικρότερη ή καθόλου απόδειξη, και στη συνέχεια παραπονιόμαστε ότι τα βάρη της δημοσιονομικής προσαρμογής τα σηκώνουμε μόνοι μας, αποδεικνύουμε περίτρανα ότι, τελικά, επάξια κατακτήσαμε τον τίτλο του «υποζυγίου» σε αυτή τη χώρα. Θα περίμενε κανείς ότι τουλάχιστον σε αυτό το σημείο θα είχαμε καταλάβει πως και η πίτα ολόκληρη και ο σκύλος χορτάτος δεν γίνεται.

[email protected]
Copyright © 1999-2024 Premium S.A. All rights reserved.