ΕΚΤΥΠΩΣΗ
Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Λίγα περί φοροδιαφυγής

10:53 - 22 Δεκ 2012
Νικηφόρος Μαλεβίτης

Γράφει ο Νικηφόρος Μαλεβίτης

Έχουμε ευτυχώς ένα θέμα επί του οποίου συμφωνούμε όλοι σ’ αυτή τη χώρα. Την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής. Όλες οι κυβερνήσεις, ιδίως από τη μεταπολίτευση και μετά, όλα τα κόμματα, μικρά και μεγάλα, όλα τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, όλες οι συνδικαλιστικές ηγεσίες, εργοδοτών και εργαζομένων, όλοι οι οικονομολόγοι και οικονομολογούντες και σύμπας ο λαός συμφωνούμε στην καταπολέμηση της φοροδιαφυγής. Αλλά η φοροδιαφυγή εξακολουθεί να ζει και να βασιλεύει.

Πρόσφατα ο πρωθυπουργός την υπολόγισε στο 35% του ΑΕΠ. Γιατί; Η απάντηση που δίδει ο λαϊκισμός στο ερώτημα αυτό είναι «μα είναι φανερό ότι δεν ήθελαν στην πραγματικότητα να καταπολεμήσουν τη φοροδιαφυγή. Αν το ήθελαν....». Η απάντηση αυτή είναι απλή και ομολογουμένως φέρεται και πειστική. Επιπροσθέτως, περιέχει κι ένα υπονοούμενο: «περιμένετε να έλθει στην εξουσία το κόμμα των λαϊκιστών (π.χ. ο ΣΥΡΙΖΑ) και τότε επειδή το θέλει, θα φτιάξει ένα νόμο και θα καταργηθεί η φοροδιαφυγή». Τόσο εύκολο. Όσοι αρέσκονται σε τέτοιες μπουρδολογίες, μπορούν να περιμένουν και στο μεταξύ να βρίζουν Θεούς και Δαίμονες και να καταριούνται εκείνους που είναι υπεύθυνοι για τη φοροδιαφυγή.

Αν θέλει κανένας όμως να σοβαρολογήσει, πρέπει πρώτα να παρατηρήσει ότι η φοροδιαφυγή είναι ένα παγκόσμιο φαινόμενο. Ο αρμόδιος Ευρωπαίος Επίτροπος μάλιστα, κ. Σεμέτα, ανέβασε πρόσφατα τη φοροδιαφυγή στην Ε.Ε στο ένα τρισεκατομμύριο ευρώ. Πρόσφατα, όλοι ξέρουμε, ότι οι Γερμανοί και οι Γάλλοι, αλλά και οι Αγγλοι και οι Αμερικανοί, πλήρωσαν και «πήραν» τους δικούς τους φοροφυγάδες και έκαναν αυτό που έπρεπε να κάνουν. Όλα αυτά τα λέμε, όχι βέβαια για να απενοχοποιήσουμε τη φοροδιαφυγή στην Ελλάδα, που ζει και θεριεύει και κατατρώγει τα σωθικά της ελληνικής οικονομίας, αλλά για να καταλάβουμε για τι ακριβώς μιλάμε και να ξέρουμε ότι εκείνο το οποίο μπορούμε να επιδιώκουμε, αν θέλουμε να πατάμε στο έδαφος, είναι η μείωση της φοροδιαφυγής στο μέσο όρο της Ε.Ε και όχι ο μηδενισμός της. Αυτά λέει ο ρεαλισμός.

Το επόμενο ερώτημα είναι εάν οι ελληνικές κυβερνήσεις και ιδίως οι τελευταίες έκαναν κάτι προς την κατεύθυνση της πάταξης της φοροδιαφυγής και τι τύχη είχαν αυτά που έκαναν.

Α) Σύστημα αντικειμενικών αξιών. Τη δεκαετία του ‘80, επί κυβερνήσεως Ανδρέα Παπανδρέου και με υπουργό οικονομικών τον Δημήτρη Τσοβόλα εισήχθη στη χώρα μας το σύστημα των αντικειμενικών τιμών των ακινήτων. Τι επεδίωκε αυτό το μέτρο; Είναι γνωστό σε όλους μας ότι προκειμένου να γίνει μία μεταβίβαση ακινήτου πρέπει προηγουμένως να προσδιοριστεί η πραγματική του αξία και επ’ αυτής να επιβληθεί ο φόρος μεταβίβασης ακινήτων που την εποχή εκείνη ήταν 13% περίπου. Ο έφορος, που ήταν αρμόδιος για αυτή τη δουλειά χρησιμοποιούσε συγκριτικά στοιχεία που αυτός είχε στη διάθεσή του, κατά το δοκούν. Ήταν γνωστό και πανθομολογούμενο ότι σε ολόκληρη αυτή τη διαδικασία εισχωρούσε ωμή συναλλαγή και μεγάλη διαφθορά σχεδόν κατά κανόνα. Για να αντιμετωπίσει λοιπόν αυτές τις δύο πληγές, η τότε κυβέρνηση εισήγαγε τις αντικειμενικές αξίες, ώστε ο έφορος απλώς μια τυπική διαδικασία να κάνει, και αυτόματα προσδιοριζόταν με μαθηματικό τύπο η αξία της συναλλαγής, επί της οποίας και επεβάλλετο ο φόρος.

Εξεδηλώθη τότε μία μεγάλη πίεση της κοινής γνώμης για να προσδιοριστούν αντικειμενικές τιμές κατά πολύ κατώτερες των εμπορικών. Το άνοιγμα αυτό οδήγησε σε πολλές περιπτώσεις οι αντικειμενικές αξίες να είναι κάτω από το μισό της πραγματικής. Έτσι, εφολογείτο το τίμημα της αντικειμενικής αξίας, και το υπόλοιπο τίμημα έφευγε «μαύρο» στα χέρια του πωλητή. Νομιμοποιείτο έτσι de facto ένα μεγάλο μέρος της φοροδιαφυγής. Αξίζει να σημειωθεί ότι τα μαύρα χρήματα τα ακολουθούσε το στίγμα και μετά τη συναλλαγή, διότι από τον πωλητή του ακινήτου κάπου έπρεπε να κατατεθούν και κάπως έπρεπε να δικαιολογηθεί το που τα βρήκε. ‘Εκαναν λοιπόν και οι τράπεζες τα στραβά μάτια προκειμένου να πάρουν σε καταθέσεις το μαύρο χρήμα, γιατί αλλιώς θα όδευε προς το εξωτερικό.

Το συμπέρασμα είναι ότι ένα μέτρο το οποίο θεσπίστηκε για την καταπολέμηση της διαφθοράς και της φοροδιαφυγής, καταπολέμησε μεν τη διαφθορά, γιατί πλέον δεν πλήρωνε κανένας τον εφοριακό υπάλληλο για να του προσδιορίσει συμφέρουσα αντικειμενική αξία, αλλά νομιμοποίησε de facto ένα μεγάλο μέρος της φοροδιαφυγής στις συναλλαγές ακινήτων, που γινόταν υπό τα βλέμματα και την ανοχή όλων. 

Β) Μετά το ξέσπασμα της κρίσης, το 2010, η τότε κυβέρνηση Γ. Παπανδρέου με υπουργό οικονομικών τον Γ. Παπακωνσταντίνου μπόρεσε και πέρασε τις ταμειακές μηχανές παντού, στα περίπτερα, τις λαϊκές αγορές, τα βενζινάδικα, κλπ... Δεν ήταν εύκολο αυτό το πράγμα και είχε επιχειρηθή και στο παρελθόν πολλές φορές, χωρίς επιτυχία, λόγω της αντίδρασης των «θιγομένων». Η δυνατότητα έκδοσης αποδείξεων που απέβλεπε στην καταπολέμηση της φοροδιαφυγής θεσμοθετήθηκε τελικά, βοηθούσης της κρίσεως. Έπρεπε όμως οι μηχανές να δουλέψουν και να εκδίδονται και οι αποδείξεις. Η κυβέρνηση θεσμοθέτησε λοιπόν την υποχρέωση των πολιτών, προκειμένου να έχουν το αφορολόγητο που έφτανε τότε μέχρι 12.000 ευρώ, να προσκομίσουν αποδείξεις ορισμένου ύψους. Το τι ακριβώς έγινε, το πόσο μεγάλη αντίδραση υπήρξε, από όλα σχεδόν τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, από όλους τους φορείς, από όλα τα κόμματα, το ζήσαμε όλοι μας. Αποτέλεσμα ήταν να μειωθεί πολύ το ύψος των απαιτουμένων αποδείξεων. Και επειδή το πράγμα δεν έβγαινε, θεσμοθετήθηκε και μπόνους για όσους προσεκόμιζαν επιπλέον αποδείξεις. Λες και για να εκπληρώσει ένας την νόμιμη υποχρέωση του και να ζητήσει απόδειξη για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, έπρεπε να πάρει και το «κατιτίς» του.

Όταν ήλθε τον επόμενο χρόνο η ώρα του λογαριασμού, απεδείχθη ότι ένα μεγάλο πλήθος φορολογουμένων είχαν υποβάλλει αποδείξεις πολύ περισσότερες του κατωτάτου ορίου. Και όταν η κυβέρνηση τότε, προ του τεραστίου αυτού προβλήματος, θέλησε να βάλει ένα όριο στο «μπόνους» που θα εδίδετο, χάλασε ο κόσμος. Με την πίεση λοιπόν της κοινής γνώμης και μπόνους θεσμοθετήθηκε εκεί που δεν έπρεπε και πλαφόν δεν ετέθη παρά το ότι όλοι γνώριζαν το είδος των επιπλέον αποδείξεων που προσκομίζοντο. Η συνέπεια ήταν να πληρώσει το δημόσιο ως μπόνους για τις αποδείξεις που επέβαλλε για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, 1,2 δις ευρώ το 2011, ποσό που κληθήκαμε βέβαια τον Ιούνιο να καλύψουμε όλοι οι φορολογούμενοι. Τώρα επαναλαμβάνεται η ίδια ιστορία. Θέλουμε όλοι το «κατιτίς» μας, αλλιώς «γιατί να ζητήσουμε αποδείξεις»;

Αυτή είναι η λογική ημών όλων των προμαχούντων κατά της φοροδιαφυγής. Θα μου πείτε βέβαια, τι έπρεπε να γίνει, ή τι μπορεί να γίνει; Κατά τη γνώμη μου, κάτι εντελώς απλό, προφανές, εύλογο και με μεγάλες πιθανότητες επιτυχίας. Πρώτον να θεσμοθετηθεί ένα λογικό όριο στο ύψος των αποδείξεων χωρίς εκπτώσεις και υπερβολές και δεύτερον να αναληφθεί μία συστηματική επικοινωνιακή προσπάθεια, επίμονη και διαρκής από όλα τα ΜΜΕ (χωρίς να πληρώσει γι’ αυτήν μάλιστα το δημόσιο, αφού τα ΜΜΕ χρησιμοποιούν το δημόσιο αγαθό των συχνοτήτων), που να ενημερώνει τον κόσμο γιατί ακριβώς πρέπει να ζητάει αποδείξεις και γιατί αυτοί που δεν εκδίδουν αποδείξεις μας κλέβουν όλους μας. Σας διαβεβαιώ ότι υπάρχουν πολλοί άνθρωποι, στρατιές ολόκληρες, πρόθυμων που διαρκώς αυξάνονται και ζητάνε αποδείξεις. Γιατί άραγε αυτή η τάση δεν πρέπει με διαφημιστική εκστρατεία να ενισχυθεί;

Θα πρέπει επιτέλους να «απενοχοποιηθεί» εκείνος που ζητάει αποδείξεις και να ενοχοποιηθεί εκείνος που δεν εκδίδει, στην κοινή συνείδηση. Και αυτό γίνεται με την κινητοποίηση όλων μας και τη συμπαράσταση όλων μας στη μάχη κατά της φοροδιαφυγής. Δεν αρκεί η θεσμοθέτηση του νόμου.

 

Συνεχίζεται...

Copyright © 1999-2024 Premium S.A. All rights reserved.