ΕΚΤΥΠΩΣΗ
Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Διαπραγματεύσεις: από τα σφάλματα στις ευκαιρίες

20:16 - 02 Ιουν 2015
Στέλιος Χριστόπουλος

Γράφει ο Στέλιος Χριστόπουλος

Από τα χρόνια που ο γράφων ήταν ακόμη φοιτητής της Νομικής, έχει συγκρατήσει ότι οι δύο μεγαλύτερες προσβολές που θα μπορούσε να υποστεί ένας δικηγόρος από ένα δικαστή είναι ότι η αγωγή του είναι αόριστη (δηλαδή, ότι δεν ξέρει τι ζητάει) καθώς και ότι παρήλθε η προθεσμία για να υποβάλει ένα ένδικο μέσο και προτάσεις. Η παρούσα Κυβέρνησή μας κατάφερε να διαπράξει και τα δύο σχετικά  λάθη.

Όσον αφορά το πρώτο, παρασυρόμενη, ίσως, από ένα ΥΠΟΙΚ που πίστευε πως όταν οι εταίροι μας θα αντιλαμβάνονταν επιτέλους, με τη βοήθεια των δωρεάν μαθημάτων που τους παρέδιδε στο Eurogroup, ότι η άτακτη χρεοκοπία της χώρας μας και ή το Grexit θα οδηγούσαν και στη διάλυση του Ευρώ, βάσισε την διαπραγματευτική της στρατηγική στην περίφημη «δημιουργική ασάφεια».

Καλώς ή κακώς αυτό δεν πέρασε και οι εταίροι μας, εξέλαβαν αυτή τη στρατηγική ως άρνηση να προχωρήσουμε σε διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που θα απομάκρυναν το δομικό κίνδυνο να χρεοκοπήσουμε και πάλι σε λίγα χρόνια λόγω των γνωστών ακαμψιών της αγοράς εργασίας, του αναποτελεσματικού μας κράτους ή, ακόμη, ενός μη βιώσιμου ασφαλιστικού συστήματος. Αντελήφθησαν δηλαδή πως στην πράξη η παρούσα κυβέρνηση θα συνέχιζε την πολιτική της προηγούμενης που τα είχε στυλώσει στις μεταρρυθμίσεις και προτιμούσε τους φόρους.

Η μόνη διαφορά από την προηγούμενη είναι ότι στο μείγμα λαϊκισμού που παρέλαβε, η παρούσα κυβέρνηση πρόσθεσε και μία μεγάλη δόση ιδεολογικών αγκυλώσεων με κοινό παρονομαστή ένα παρωχημένο κρατικίστικο μοντέλο. Όπως και να έχει το πράγμα, η κατάσταση αυτή μεταφραζόμενη σε αβεβαιότητα, γονάτισε την πραγματική οικονομία πυκνώνοντας ακόμη περισσότερο τις τάξεις των ανέργων και αποθάρρυνε τους όποιους υποψήφιους επενδυτές.

Όσον αφορά το δεύτερο σφάλμα, η ίδια στρατηγική της δημιουργικής ασάφειας που την οδηγούσε να προσπαθεί να εκβιάζει πολιτική λύση εκεί που σε τεχνικό επίπεδο δεν υπήρχε πρόοδος και να αναγγέλλει κάθε λίγο και λιγάκι ότι η συμφωνία ήταν προ των πυλών, μας οδήγησε στην απώλεια πολύτιμου χρόνου.

Εν πάση περιπτώσει, αν τελειώσει οριστικά η παρούσα αξιολόγηση και υπάρξει, όπως ευχόμαστε, συμφωνία, η χώρα μας σε λίγους μήνες θα χρειαστεί και νέο πρόγραμμα, αφού το παρόν λήγει στο τέλος Ιουνίου. Λαμβάνοντας υπόψη τις προηγούμενες επιδόσεις μας, θα δεχθούν άραγε τότε οι φορολογούμενοι και τα Κοινοβούλια των λοιπών κρατών της Ευρωζώνης να μας δανείσουν εκ νέου; Θα έχει ο Πρωθυπουργός μας τον χρόνο να τους πείσει ή μήπως έχουν ήδη παρέλθει οι σχετικές προθεσμίες; Ειλικρινά, δεν το γνωρίζουμε.

Παράλληλα, για να εφαρμοστεί η οποιαδήποτε συμφωνία, πρέπει προηγουμένως να γίνει κτήμα του Ελληνικού λαού, ο οποίος θα αναγνωρίζει τη συμφωνία αυτή και τις παρεπόμενες μεταρρυθμίσεις, ως δικές του. Είμαστε όμως ως λαός σε θέση να δεχτούμε τις μεταρρυθμίσεις αυτές ως αναγκαίες για την επιβίωσή μας; Μάλλον όχι, αφού τίποτα και κανείς δεν μας έχουν προετοιμάσει. Για να γίνει αυτό απαιτείται χρόνος και διαπαιδαγώγηση.

Σε διαφορετική περίπτωση, θα γίνει και πάλι αντιληπτή ως μία ακόμη ξενόφερτη συμφωνία που υπογράφηκε με το μαχαίρι στο λαιμό για να μας δώσουν επιτέλους οι κακοί εταίροι και δανειστές μας τα χρήματα που χρειαζόμαστε. Χρήματα που έστω και αν τα λάβουμε, εμείς οι έξυπνοι θα εξακολουθήσουμε να τους κοροϊδεύουμε και να τα διαθέτουμε για να ταΐζουμε για μερικά ακόμη χρόνια το κρατικίστικο τέρας που έχουμε εκτρέψει. Τι θα γίνει πιο κάτω, δεν θα μας απασχολεί. Έχουν ο Θεός και τα κορόιδα οι εταίροι μας...

Παρόλα αυτά και για να τελειώσουμε με κάτι θετικό, η παρούσα κατάσταση παρουσιάζει, πιστεύουμε, και μία ευκαιρία να κάνουμε ένα βήμα για εθνική συνεννόηση γύρω από τη χρησιμοποίηση κάποιων όρων. Ας τελειώνουμε πλέον επιτέλους με τον λαϊκίστικο και ανακριβέστατο όρο των μνημονίων. Για δανειακές συμβάσεις πρόκειται, ή, αν προτιμάτε, για συμφωνίες. Εν προκειμένω, επιδοκιμάζουμε λοιπόν και επικροτούμε την κυβέρνηση για την προσπάθειά της.

Η χρήση του όρου «συμφωνία» είναι απόλυτα σωστή και καλή. Ας την υιοθετήσουμε λοιπόν και ας τελειώνουμε με το διχασμό ανάμεσα σε μνημονιακούς και αντιμνημονιακούς.

Και στις αγορές να βγούμε μία μέρα, το ύψος του επιτοκίου δανεισμού που θα μας ζητήσουν αποτελεί και αυτό τη συμπύκνωση και την πεμπτουσία των προϋποθέσεων υπό τις οποίες θα αναλάμβαναν τον κίνδυνο να συνάψουν δανειακή σύμβαση μαζί μας, όπως αυτές τον αντιλαμβάνονται. Όσο προχωρήσουμε στις μεταρρυθμίσεις, τόσο χαμηλότερο θα είναι.

Copyright © 1999-2024 Premium S.A. All rights reserved.