ΕΚΤΥΠΩΣΗ
Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Ο διάλογος μεταξύ των γενεών και η πατροκτονία

17:20 - 24 Ιουν 2011
Τάκης Λαϊνάς

Γράφει ο Τάκης Λαϊνάς

Στο πλαίσιου του διαλόγου που έχει αναπόφευκτα ξεκινήσει έστω και ανεπίσημα, σε όλα τα επίπεδα, πολιτικής και κοινωνίας για τον αναπόφευκτο μετασχηματισμό της χώρας που επιφέρει με ραγδαίο ρυθμό η κρίση, ααναδημοσιεύουμε ένα ακόμη πολύ ενδιαφέρον κείμενο, του Δημοσιογράφου και μεταφραστή, Δημήτρη Τριανταφυλίδη από το Blog του Samisdat Project. Ο τίτλος και μόνο τα λέει όλα.
Μια από τις πλέον σημαντικές διεργασίες που διεξάγονται μέσα στη κοινωνία ανά του αιώνες, είναι ο διαγενεακός διάλογος. Ο διάλογος μεταξύ των γενεών, μεταξύ της γενιάς που κυβερνάει, αλλά ετοιμάζεται να αποχωρήσει και της γενιάς που ετοιμάζεται να αναλάβει τα ηνία της κοινωνίας.

Είναι ένας διάλογος γεμάτος εντάσεις, αντιπαραθέσεις, αμφιβολίες, αμφισβητήσεις και ανατροπές. Ο μεγάλος Ρώσος συγγραφέας Ιβάν Τουργκιένιεφ στο μυθιστόρημα του «Πατέρες και παιδιά», το κυριότερο ίσως μυθιστόρημα του, ασχολήθηκε με το ζήτημα αυτό, θέλοντας να δείξει πως το αποτέλεσμα αυτού του διαλόγου δεν είναι πάντοτε το επιθυμητό και πως πολλές φορές μπορεί να καταλήξει σε τραγωδία. Βέβαια, το ιστορικό πλαίσιο όπου γράφτηκε το έργο αυτό αλλά και η στόχευση του συγγραφέα να αντιτείνει έναν άλλο τρόπο σκέψης και ζωής έναντι του μηδενισμού ως φιλοσοφία ζωής την εποχή εκείνη, το καθιστά σήμερα επίκαιρο όσο ποτέ άλλοτε.

Το ίδιο επίκαιρος και επιτακτικός είναι σήμερα ο διάλογος ανάμεσα στις γενιές, προκειμένου η χώρα να μπορέσει να χαρτογραφήσει τα μονοπάτια για να βγει από τη κρίση και να μπορέσει να ατενίσει το μέλλον με συγκρατημένη, έστω, αισιοδοξία. Βασική προϋπόθεση αυτού του διαλόγου θα πρέπει να είναι η ειλικρίνεια.

Στις μέρες μας ζούμε μέσα στη θολή ατμόσφαιρα που αφήνει πίσω της ο κουρνιαχτός της κατάρρευσης του μοντέλου εκείνου που οικοδόμησε η κατά σύμβαση αποκαλούμενη «γενιά του Πολυτεχνείου». Η γενιά που ήρθε στο ιστορικό προσκήνιο με τη κατάρρευση της χούντας. Ήταν η γενιά εκείνη, οι εκπρόσωποι της οποίας όχι μόνο επάνδρωσαν τους κομματικούς μηχανισμούς των κομμάτων της Μεταπολίτευσης, αλλά και όλο το φάσμα των κοινωνικών και οικονομικών δραστηριοτήτων. Ήταν η γενιά που έφερε μαζί της, ως τραύμα ανεπούλωτο, όλα τα δεινά και τις ταλαιπωρίες της μεταπολεμικής ελληνικής κοινωνίας, η γενιά που διψούσε για μια καλύτερη και πιο ελεύθερη κοινωνία, η γενιά που ποθούσε να δει την πατρίδα να αποκτά τον ίδιο βηματισμό με τα άλλα προηγμένα δυτικά κράτη, η γενιά που βίωσε με πολύ δραματικό τρόπο τη δολοφονία της «ελληνικής άνοιξης» με τα Ιουλιανά και την μετέπειτα δικτατορία. Ήταν όλοι νέοι, αγνοί ιδεαλιστές, παθιασμένοι αγωνιστές, έτοιμοι να θυσιαστούν για το κοινό καλό. Η στιγμή της κορύφωσης της προσφοράς αυτής της γενιάς ήταν το Πολυτεχνείου. Ήταν μια στιγμή άδολης θυσίας, μια στιγμή υπέρτατης προσφοράς στη κοινωνία.
Θα περίμενε κανείς ότι η γενιά αυτή, όχι μόνο στην πολιτική, αλλά και σε όλες τις εκφάνσεις της κοινωνικής και οικονομικής ζωής θα έφερνε το νέο, το καινούργιο, το καινοτόμο, το προοδευτικό. Χρειάστηκαν όμως λίγα μόλις χρόνια, για να περάσει αυτή η γενιά από τη περιδίνηση των φαντασμάτων του εμφυλίου στο vertigo της καταναλωτικής μανίας. Με απλά λόγια, χρειάστηκαν ελάχιστα χρόνια για την εξαγορά αυτής της γενιάς. Αποδίδοντας σχεδόν μαγικές ιδιότητες και εξ αποκαλύψεως χαρακτηριστικά αληθείας, η γενιά αυτή αρχίζει να λατρεύει μια νέο θηλυκή θεότητα, τη νέα Παναγιά των Ρωμιών, που δεν ήταν άλλη από τις κοινοτικές επιχορηγήσεις. Αυτή ήταν η αρχή του τέλους που ζούμε σήμερα. Αυτή ήταν η κορυφή απ’ όπου άρχισε να κατρακύλα. Γιατί από τη στιγμή που εμφανίστηκε η νέα θρησκεία, η θρησκεία του εύκολου, δίχως προσπάθεια, πλουτισμού μέσω της κομπίνας και της λαμογιάς, υπονομεύτηκαν όλες οι αξίες και οι αρχές που τους είχε κληροδοτήσει η προηγούμενη γενιά, η γενιά της Εθνικής Αντίστασης και της μεταεμφυλιακής περιόδου.
Η εξαγορά της γενιάς του Πολυτεχνείου με δόξες, αξιώματα, δημόσια έργα, - μικρά και μεγάλα, - με συμμετοχή στη διαχείριση των κονδυλίων της μέχρι πριν λίγα χρόνια ΕΟΚ των μονοπωλίων, συμπαρέσυρε στον όλεθρο και τη γενιά της Μεταπολίτευσης. Σε αγαστή συνεργασία οι δύο γενιές επέβαλαν τα νέα πρότυπα, τις νέες αξίες, τη νέα, ελαστική, ηθική. Το αποτέλεσμα είναι ορατό σήμερα και μάλιστα με τρόπο οδυνηρό.

Οι σημερινοί εξηντάρηδες και πενηντάρηδες, - στους οποίους ανήκω κι εγώ, - έχει γαντζωθεί στην εξουσία της, παρά το γεγονός ότι αυτό το σύστημα πνέει τα λοίσθια. Ως άλλοι Μινώταυροι σκοτώνουν κάτι τι υγιές, δημιουργικό και ελπιδοφόρο υπάρχει στη κοινωνία. Σκοτώνουν την ίδια την ελπίδα, τους νέους και τα όνειρα τους.

Για να λυτρωθούν οι νέοι, για να βρουν το δικό τους βηματισμό, την δική τους πορεία, για να καταθέσουν τις δικές τους προτάσεις και τα δικά τους όνειρα, αναγκαία συνθήκη είναι να απαλλαγούν από τα ξέφτια μιας αποτυχημένης εξουσίας, της σημερινής.

Η λύτρωση και η απελευθέρωση θα καταστούν δυνατές μόνο αν οι σημερινοί νέοι διαπράξουν «το αμάρτημα της πατροκτονίας». Αυτό θα πρέπει να γίνει πρωτίστως σε συμβολικό επίπεδο, σε επίπεδο οραμάτων και προτάσεων, σε επίπεδο ανατροπής της καθεστηκυίας τάξης.

Είναι, βέβαια, προφανές, ότι το κενό, το χάσμα που υπάρχει σε επίπεδο αξιακού συστήματος μέσα στη κοινωνία θα πρέπει να καλυφθεί. Και η φύση και η κοινωνία απεχθάνονται το κενό.

Η σημερινή γενιά των πενηντάρηδων και εξηντάρηδων δεν έχει να πει απολύτως τίποτα στις σημερινές κι επερχόμενες γενιές. Σ’ αυτές τις γενιές όμως υπάρχουν έντιμοι πατεράδες που μεγαλώνουν τα παιδιά τους και, εκ των πραγμάτων, κάτι θα πρέπει να τους κληροδοτήσουν. Να αφήσουν κάποιες αξίες και αρχές ως υποθήκες για το πώς θα πορευτούν στη ζωή.

Η καλύτερη απάντηση, νομίζω, θα ήταν οι έντιμοι αυτοί άνθρωποι που βρέθηκαν μέσα στη δίνη της ιστορίας, να στραφούν προς εκείνα που τους κληροδότησαν οι παλαιότερες γενιές, οι γενιές των ανθρώπων που πέρασαν μέσα από το καμίνι του Β’ Παγκοσμίου πολέμου, του εμφυλίου και της ταραγμένης, πολιτικά, μεταπολεμικής περιόδου. Οι άνθρωποι αυτοί, παρά τα δεινά, τις κακουχίες και τις ταλαιπωρίες που υπέστησαν στα χρόνια της νιότης τους, μόλις οι συνθήκες το επέτρεψαν ρίχτηκαν με τα μούτρα στη δουλειά και τη δημιουργία.

Με σκληρή δουλειά και αποταμίευση, δίχως φτηνά δάνεια, κατάφεραν και ένα κεραμίδι να βάλουν για να χωρέσει η οικογένεια, και τα παιδιά τους να σπουδάσουν και να μάθουν γράμματα, και, κυρίως, παράλληλα με όλα αυτά να δώσουν τους δικούς τους αγώνες για μια καλύτερη ζωή, για πολιτικά και ατομικά δικαιώματα, για ένα καλύτερο αύριο. Κι ας καραδοκούσε ο χωροφύλακας και το ξερονήσι, η μόνιμη απειλή για τους μη αρεστούς στο αστυνομοκρατικό κράτος.

Ήταν άνθρωποι γενναίοι κι έντιμοι. Άνθρωποι εργατικοί, νοικοκύρηδες,   αγωνιστές της ζωής. Ήξεραν τι θα πει κάματος και εκτιμούσαν το μεροκάματο, ήξεραν την αξία της ζωής, είχαν χάσει φίλους τους στους αγώνες, και εκτιμούσαν τη φιλία, την αλληλεγγύη του γείτονα, γνώριζαν καλά πως η αποταμίευση, η μετρημένη ζωή, η απλή συμπεριφορά αποτελούν καθοδηγητικές αρχές του βίου, ζούσαν και ανέπνεαν για να είναι το όνομα τους καθαρό και να μην ατιμαστούν. Αυτοί ήταν οι πραγματικοί ήρωες της ζωής και της ιστορίας, άντρες και γυναίκες που έχτισαν ότι γκρεμίσαμε εμείς στη συνέχεια. Οι ήρωες που προτιμούσαμε να μην θυμόμαστε και να αναφέρουμε γιατί δεν ταίριαζαν με τη νέα plasma τηλεόραση που αγοράσαμε με δάνειο, γιατί ίσως έκαναν ένα επάγγελμα που έχαιρε εκτίμησης στην εποχή των πιστωτικών καρτών, των διακοποδανείων, των θηριωδών τζιπ και της τουρκομπαρόκ γκλαμουριάς της κυρίαρχης ιδεολογίας του life style.

Απ αυτή τη γενιά θα πρέπει να ζητήσουμε συγγνώμη. Μια συγγνώμη ειλικρινή και ταπεινή. Μας παρέδωσαν μια ζωή που με έντιμο κόπο έφτιαξαν και την διαλύσαμε, την τσαλαπατήσαμε, θελήσαμε να την παραδώσουμε στη λήθη, γιατί ντρεπόμασταν, κατά βάθος, που δεν υπήρξαμε αντάξιοι της.
Ας μη βιαστεί κανείς να πει ότι τα παραπάνω είναι η έκφραση μιας νοσταλγίας. Η νοσταλγία δεν είναι αυτό που ήταν κάποτε, έγραψε η Σιμιόν Σινιορέ. Όχι, δεν πρόκειται για την αναζήτηση του «χρυσού αιώνα» που έχουν πάντα οι άνθρωποι των μεταγενέστερων εποχών. Είναι η επιστροφή στις ρίζες μας, η επιστροφή εκεί που κόπηκε το νήμα της ιστορίας αυτού του τόπου. Η επιστροφή στο αυθεντικό και γνήσιο και η αποστροφή από το ψευδές, το κάλπικο, το σαθρό.

Ένα δημιουργικό άλμα στο αύριο, στο μέλλον, θα πρέπει να στηρίζεται σε βάσεις γερές και υγιείς. Και οι βάσεις αυτές βρίσκονται σ’ εκείνα που μας κληροδότησαν οι άνθρωποι που πραγματικά έφτιαξαν την Ελλάδα μετά τον πόλεμο. Σ’ εκείνους που πατεράδες και τους παππούδες που ενώ θα μπορούσαν κάλλιστα να υποκριθούν πως είναι «μια χαμένη γενιά» και να βολευτούν με τις ελεημοσύνες των διαφόρων σχεδίων βοήθειας προς την Ελλάδα, προτίμησαν να ριχτούν με τα μούτρα στη δουλειά. Σ’ εκείνους που μας κληροδότησαν θαυμάσια έργα πολιτισμού, λογοτεχνικά αριστουργήματα, ιστορικές θεατρικές παραστάσεις, τον απολαυστικό ασπρόμαυρο ελληνικό κινηματογράφο, τη λαϊκή μουσική, το δημοτικό τραγούδι στα ανταμώματα των συμπατριωτών, την ίδια τη ζωή.

Οι δύο αυτές γενιές, η γενιά των παππούδων μας και η γενιά των εγγονών έχουν πολλά κοινά. Και οι μεν και οι δε, είχαν κι έχουν να αντιμετωπίσουν μια Ελλάδα κατεστραμμένη, οι πρώτοι από τον πόλεμο, οι δεύτεροι από την οικονομική κρίση. Και οι μεν και οι δε, τα μόνο όπλα που είχαν και έχουν είναι η αξιοσύνη, οι γνώσεις, η θέληση για ζωή και δημιουργία. Και οι μεν και οι δε, ξεκινώντας από το μηδέν έπρεπε και πρέπει να χτίσουν μια νέα χώρα αξιοποιώντας τους πόρους της αλλά και τη δική τους φαντασία, δημιουργικότητα και γιατί όχι την καπατσοσύνη τους.

Ένας σοφός γέροντας μου είπε κάποτε πως «η πρώτη γενιά φτιάχνει και η δεύτερη σκορπάει. Αυτό ισχύει όχι μόνο σε ατομικό ή οικογενειακό επίπεδο, αλλά και σε συλλογικό, κοινωνικό. Η γενιά των δικών μας πατεράδων έφτιαξε, εμείς τα σκορπίσαμε. Ήρθε η σειρά των παιδιών μας να ξαναφτιάξουν. Ας φροντίσουν, τουλάχιστον, να βάλουν καλύτερα θεμέλια και να χτίσουν ένα πιο στέρεο οικοδόμημα.

Τώρα που η εποχή της δάνειας ευδαιμονίας και του ατομικιστικού καταναλωτικού μένους αποχωρεί από το ιστορικό προσκήνιο και αναδύεται η εποχή της λιτής ευτυχίας και της κατ’ ουσίαν ζωής, νέα κοινωνικά κινήματα κάνουν την εμφάνισή τους. Κινήματα μακριά από κόμματα – βαμπίρ, νευρωτικούς ακτιβιστές, φανατικούς ακόλουθους και μισθωμένους οπαδούς. Είναι όλα εκείνα τα κινήματα που αφήνουν κατά μέρος τα μεγάλα λόγια, τις μεγάλες αφηγήσεις του παρελθόντος, τις υψιπετείς μα και ιδιοτελείς θεωρίες και με μικρές, απλές, ανιδιοτελείς πράξεις βοηθούν όλους εκείνους που έχουν ανάγκη στις μέρες μας. Γιατί η κοινωνική αλληλεγγύη δεν είναι οι πολύωρες συνελεύσεις στα αμφιθέατρα του Πολυτεχνείου, όπου αγορεύουν επί ώρες αυτοαναφορικοί ναρκισσιστές, ιεροκήρυκες της μίας και μοναδικής αλήθειας, της δικής τους. Κοινωνική αλληλεγγύη είναι οι ομάδες που ανακυκλώνουν ρούχα, έπιπλα, αντικείμενα, ομάδες που με δικά τους έξοδα, δίχως καμιά βοήθεια – επιδότηση μαγειρεύουν για άστεγους, άνεργους, ανθρώπους που βρίσκονται σε ανάγκη. Οι ομάδες που φροντίζουν τη γειτονιά τους, έλληνες μαζί με τους ξένους γείτονες τους, που ασχολούνται με τα μικρά και μεγάλα προβλήματα της περιοχής τους και συχνά γίνονται στόχος των φανατικών των δύο άκρων, οι μεν τους κατηγορούν ως ακροδεξιούς, οι δε τους κατηγορούν ως ξενόδουλους. Είναι οι ομάδες εθελοντών σε συνοικιακή βάση που φροντίζουν γέροντες, ασθενείς, ανθρώπους που έχουν ανάγκη.

Τα κόμματα, για άλλη μια φορά, δεν είναι σε θέση να παρακολουθήσουν τις εξελίξεις, κοιτάζουν αμήχανα τις νέες διεργασίες στη κοινωνία, αδυνατώντας να προτείνουν κάτι άλλο από μια διαχείριση της κρίσης, μέρος της οποίας είναι. Οι πολίτες όμως δεν ακούν τις σειρήνες ενός κατεστημένου που δίνει την έσχατη μάχη επιβίωσής του και θέλει να συμπαρασύρει στο χαμό όσο περισσότερους μπορεί.

Η νέα γενιά έχει στη διάθεσή της όχι μόνο τα εκπληκτικά επιτεύγματα της επιστήμης και της τεχνολογίας για να προχωρήσει μπροστά, μα και την πολύτιμη πικρή εμπειρία της προηγούμενης γενιάς που απέτυχε καθολικά. Είναι μια πολύτιμη γνώση που θα πρέπει να λάβει υπόψη της. Η διάχυση της γνώσης και της πληροφορίας μέσω του διαδικτύου είναι ένα από τα όπλα της νέας παγκόσμιας δημοκρατικής επανάστασης, η οποία βρίσκεται ακόμη στην αρχή και η συνέχεια αναμένεται συναρπαστική.  

Όλοι αυτοί είναι οι σκαπανείς της νέας εποχής. Αυτοί θα χαράξουν το δρόμο από εκεί που σταμάτησε όταν το συνάντησε τον βάλτο της μεταπολίτευσης. Θα αφήσουν πίσω τους τα ερείπια και θα προχωρήσουν μπροστά. Η πορεία προς το μέλλον ξεκίνησε και θα πορευτούν μαζί οι παππούδες με τα εγγόνια τους, για ένα αύριο πολύ καλύτερο από το χθες, για ένα μέλλον πολύχρωμο και όμορφο. Οι γονείς θα πρέπει να παραμερίσουν, αλλιώς θα τους παρασύρει ο θυελλώδης άνεμος της ιστορίας.


Πηγή Samisdat Project
Copyright © 1999-2024 Premium S.A. All rights reserved.