ΕΚΤΥΠΩΣΗ
Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Tα ευρωπαίγνια, η ελληνική διαπραγμάτευση και ο Μακιαβέλι

10:56 - 20 Απρ 2015 | ck
Η σύγχρονη πολιτική στις μέρες μας τείνει να αρχίζει με πραγματισμό και να συνεχίζει με αθετημένες υποσχέσεις. Η Ευρώπη αρέσκεται να αυτοπαρουσιάζεται ως μεταμοντέρνο οικοδόμημα, αλλά ένα από τα στοιχεία του μεταμοντερνισμού είναι ο περιορισμός της πολιτικής σε αισθητικά φορτισμένα αφηγήματα ή στην σύγκλιση μονίμως μεταβαλλόμενων focus groups. Το ευμετάβλητο της μεταμοντέρνας πολιτικής έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την αποφασιστικότητα που επικρατούσε σε παλιότερες εποχές, όπως γιά παράδειγμα επί Ουίνστον Τσόρτσιλ, Κόνραντ Αντενάουερ και Σαρλ ντε Γκολ. Η αντίληψη ότι πραγματικά ουσιώδεις πεποιθήσεις καθοδηγούσαν τους ηγέτες αυτούς είναι εκείνη που τους επέτρεπε -σε ορισμένες περιπτώσεις- να επιδίδονται αποτελεσματικά σε πολιτικές κατεργαριές. Περισσότερα από 500 χρόνια αφότου έγραψε τον "Ηγεμόνα", ο Νικολό Μακιαβέλι επανέρχεται στο προσκήνιο ως ένας από τους δημοφιλέστερους πολιτικούς στοχαστές της Ευρώπης. Το βιβλίο του, ένα από τα πρώτα πολιτικά εγχειρίδια, περιέχει χρήσιμες συμβουλές προς τους... "ναυτιλομένους".

Tο κεφάλαιο 18 του "Ηγεμόνα", που εξηγεί τις συνθήκες κάτω από τις οποίες είναι επιτρεπτό -ακόμη και επιθυμητό- γιά έναν ηγέτη να αθετήσει τις υποσχέσεις του, υποστηρίζει ότι οι πιο πετυχημένοι ηγέτες δεν έχουν και πολύ περί πολλού το να κρατούν τον λόγο τους και ότι γνωρίζουν πώς να χειραγωγούν τους ανθρώπους. Το κεφάλαιο αυτό έχει ερμηνευθεί ευρέως ως ότι οι ηγέτες πρέπει να ψεύδονται όσο το δυνατόν συχνότερα. Το μήνυμα του Μακιαβέλι όμως είναι περισσότερο περίπλοκο από την απλοϊκή αυτή ερμηνεία. Φαίνεται να προτείνει λοιπόν (ο Μακιαβέλι) ότι η χειραγώγηση λειτουργεί μόνο όταν ο ηγέτης μπορεί να παραστήσει πειστικά ότι δεν καταφεύγει σ' αυτή. Εν ολίγοις, οι ηγέτες οφείλουν να καλλιεργούν την φήμη ότι είναι αξιόπιστοι και ειλικρινείς. Βεβαίως, η πολιτική της πειθούς δεν μπορεί να εξαντλείται μόνο στα λόγια. Ο μοναδικός τρόπος για να είναι κάποιος αποτελεσματικά μακιαβελικός είναι να αναλαμβάνει δράση και να διατηρεί πάντα την σωστή φήμη. Μια και μιλάμε όμως για πολιτικές κατεργαριές, καιρός είναι να επωφεληθούμε από τα εργαλεία που μπορεί να μας προσφέρει και η θεωρία παιγνίων, για να κατανοήσουμε πληρέστερα τι πράγματι συμβαίνει αυτές τις μέρες μεταξύ των εκπροσώπων των θεσμών (των τροϊκανών, για να τους λέμε με τ' όνομά τους) και των εκπροσώπων της χώρας της φαιδράς πορτοκαλέας.

Μπορεί η θεωρία παιγνίων να κάνει κάποια πρόβλεψη για την ελληνική διαπραγμάτευση; Τι είδους παιχνίδι διεξάγεται μεταξύ της Ελλάδας και των θεσμών και ποια είναι η βέλτιστη στρατηγική και για τις δυο πλευρές; Το υπόδειγμα παιχνιδιού διαπραγμάτευσης είναι ανάμεσα σε δύο παίκτες που προσπαθούν να συμφωνήσουν πώς θα μοιράσουν ένα ευρώ. Ο καθένας προτιμά να το κρατήσει ολόκληρο και οποιοδήποτε αποτέλεσμα όπου ο ένας παίκτης παίρνει ένα ποσοστό χ και ο άλλος 1-χ (για οποιαδήποτε τιμή του χ μεταξύ 0 και 1) αποτελεί σημείο ισορροπίας. Δηλαδή, αν συμφωνηθεί το χ, δεν μπορεί να αλλάξει με ομοφωνία, γιατί δεν θα συμφωνήσει όποιος θα πάρει μικρότερο μερίδιο με τον νέο συμβιβασμό. Γι' αυτό και οι "θεσμοί" μας υπενθυμίζουν συνέχεια ότι.. υπάρχουν συμφωνίες. Σε αυτό το παιχνίδι, αν και οι δύο παίκτες ξέρουν ότι δεν θα δεχθούν άλλη λύση πέρα από το 50-50, τότε αυτό θα είναι το αποτέλεσμα. Επίσης, αν ξέρουν ότι ο ένας δεν μπορεί να πάρει πάνω από 40 και ο άλλος λιγότερα από 60, πάλι αυτό θα είναι το αποτέλεσμα. Φυσικά, οι συνθήκες "κοινής γνώσης" (common knowledge) όπου ο κάθε παίκτης ξέρει την "τιμή κράτησης" (reservation price) του άλλου και οι δύο τιμές κράτησης αθροίζονται στο 100%, δεν ισχύουν σχεδόν ποτέ στην πράξη.

Δίνουμε κατ' αρχήν ένα απλό παράδειγμα παιγνίου αγοροπωλησίας ενός σπιτιού -για λόγους εισαγωγής στη λογική των διαδικασιών του απλού παιγνίου- πριν μπούμε σε πιό πολύπλοκα σενάρια. Σ' αυτό το παιχνίδι, ο ένας παίκτης προσπαθεί να πουλήσει το σπίτι του και ο άλλος να το αγοράσει. Ο πρώτος έβαλε μια αγγελία με την τιμή του ακινήτου και ο δεύτερος έκανε μια προσφορά. Προφανώς, η προσφορά του αγοραστή είναι χαμηλότερη της τιμής πώλησης. Η διαπραγμάτευση θα γίνει για το πώς θα μοιράσουν οι δύο παίκτες τη διαφορά (αυτό είναι το προηγούμενο παιχνίδι). Ο καθένας από τους παίκτες έχει στο μυαλό του μια "τιμή κράτησης", δηλαδή ένα ποσό κάτω από το οποίο δεν πρόκειται να συμφωνήσει για την αγοροπωλησία. Αν αυτές οι δύο "τιμές κράτησης" δεν είναι συμβιβαστές, οι παίκτες δεν θα καταλήξουν σε συμφωνία. Θα μπορούσε κάποιος λοιπόν να σκεφθεί: Γιατί δεν ανακοινώνουν οι δύο παίκτες τις τιμές κράτησης εξαρχής; Ετσι, σε περίπτωση που δεν είναι συμβιβαστές, να μη χάνουν τον χρόνο τους, ή, αν είναι, να μοιράσουν τη διαφορά με κάποιον τρόπο; Γιατί απλώς, το συμφέρον και των δυο παικτών είναι να πείσει τον άλλον ότι, αν δεν μετακινηθεί κατά πολύ από την αρχική του θέση, δεν θα γίνει η αγοροπωλησία. Ο πωλητής επιθυμεί την ανώτατη δυνατή τιμή και ο αγοραστής την κατώτατη δυνατή τιμή.

Ας έρθουμε τώρα στην ελληνική διαπραγμάτευση (η οποία είναι πολύ πιό περίπλοκη από το προηγούμενο παιχνίδι). Πρώτον, διεξάγεται μεταξύ πολύ μεγαλύτερου αριθμού παικτών. Δεν μετέχουν μόνο η Ελλάδα και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή (ΕΕ). Υπάρχουν και το ΔΝΤ και η ΕΚΤ. Επιπλέον, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή (ΕΕ) αποτελείται από πολλά κράτη με διαφορετικές στρατηγικές (τιμές κράτησης στην περίπτωσή μας). Και οι επιδιώξεις π.χ. της Γερμανίας ή της Αυστρίας, είναι διαφορετικές από εκείνες της Πορτογαλίας ή της Ιταλίας, κλπ. Και ας μην ξεχνάμε ότι και άλλοι παίκτες ενδιαφέρονται για την έκβαση αυτού του παιχνιδιού (ΗΠΑ, Ρωσία) και κάνουν δηλώσεις που αποσκοπούν στον επηρεασμό των κύριων παικτών. Τέλος, να μην ξεχνάμε ότι και η ελληνική πλευρά δεν είναι ενιαία. Yπάρχει ένα μείζον θέμα τακτικής για τις διάφορες πολιτικές δυνάμεις στην Ελλάδα. Όχι μόνο υπάρχουν κυβέρνηση και αντιπολίτευση, αλλά και η κυβερνητική παράταξη δεν έχει ενιαία πολιτική
(πρόσφατα ο Λαπαβίτσας και ο Βαρουφάκης συγκρούστηκαν για πολλά θέματα των μνημονίων).

Δεν τελειώνουμε όμως εδώ με τις πιθανές επιπλοκές στο πιο σύνθετο παίγνιο της ελληνικής διαπραγμάτευσης, σε σχέση με το απλό παιχνίδι της αγοροπωλησίας ενός σπιτιού. Εκεί υπήρχε μια καθαρή εναλλακτική λύση: H μη επίτευξη συναλλαγής. Οι συνέπειες του Grexit όμως δεν είναι γνωστές σε κανέναν και οι παίκτες προσπαθούν να δημιουργήσουν εντυπώσεις που θα επηρεάσουν τους άλλους. Για παράδειγμα, τα "ανοίγματα" της ελληνικής πλευράς προς τη Ρωσία, την Κίνα και οι θέσεις για την Ουκρανία προσπαθούν να δημιουργήσουν μια πιό μελανή εικόνα ενός ενδεχόμενου Grexit στους εταίρους μας, ενώ αντίστοιχα, οι παρεμβάσεις των αξιωματούχων των θεσμών (βλ. της τρόϊκα) προσπαθούν να πείσουν την ελληνική πλευρά ότι οι συνέπειες του Grexit στην Ευρώπη θα είναι αμελητέες. Τέλος, υπάρχουν άπειροι ειδικοί (σύμβουλοι και αναλυτές), με συμφέροντα προς τη μία κατεύθυνση ή την άλλη, που παρεμβαίνουν, αναλύουν, εισηγούνται και προσπαθούν να επηρεάσουν το τελικό αποτέλεσμα.

Το συμπέρασμα που βγαίνει από απ' όλα τα παραπάνω είναι ότι, κατ' αρχάς, δεν πρέπει να μας εκπλήσσει το γεγονός ότι οι παίκτες δείχνουν να βρίσκονται σε τεράστια απόσταση μεταξύ τους. Όταν κάποιος κάνει μια παραχώρηση, αυτό γίνεται -αυτομάτως- δεδομένο για τη συνέχιση του παιχνιδιού. Για παράδειγμα, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μιλάει πια για τη μείωση του ονομαστικού χρέους και η ΕΕ είναι διατεθειμένη να συζητήσει κάποια άλλη διαδικασία από την απλή αίτηση παράτασης του Μνημονίου. Αυτό σημαίνει ότι τα ανωτέρω θέματα δεν θα αποτελούν πλέον πεδίο σύγκρουσης. Επίσης σημαίνει ότι η κατάσταση είναι όχι μόνο αντικειμενικά περίπλοκη, αλλά και ότι οι παίκτες μπορεί να θέλουν να διατηρούν την αβεβαιότητα σαν στοιχείο της στρατηγικής τους (αυτό προσπάθησε να εφαρμόσει αρχικά ο Βαρουφάκης, πριν "ανάψουν τα γλομπάκια" του Σόϊμπλε...).

Αν κάποιος παίκτης δηλώσει τις προθέσεις του, χάνει πιθανές ευκαιρίες να αποσπάσει πλεονεκτήματα από τον αντίπαλο. Μπορεί επίσης -εναλλακτικά- να επιθυμούν οι παίκτες να καταστήσουν σαφή τη θέση τους, ώστε να μην υπάρχουν παρεξηγήσεις (π.χ. όταν όλοι οι υπουργοί του Eurogroup δηλώνουν ότι πρέπει να τηρούνται οι συμφωνίες). Απ' ότι φαίνεται πάντως, τα περισσότερα θεσμικά (ομοφωνία) και ουσιαστικά (χρήμα) όπλα του του παιχνιδιού βρίσκονται στα χέρια των εκπροσώπων των θεσμών (των εκπροσώπων της τρόϊκα). Με έμφαση πρέπει επίσης να τονίσουμε ότι, ακόμα κι όταν οι διαφωνίες εξαλείφονται, αυτό δεν σημαίνει ότι αποκλείεται το ατύχημα, μέχρι την τελική επίτευξη συμφωνίας. Kαι, στο σημείο αυτό, να υπενθυμίσουμε ότι η επικείμενη συμφωνία δεν θα είναι τίποτα περισσότερο από το πρώτο βήμα της διαδικασίας που αναγκαστικά θα ακολουθήσει (σύμφωνα με τους όρους της συμφωνίας που θα έχει επιτευχθεί).

Ας μην ανυπομονούμε όμως για τις λεπτομέρειες οποιασδήποτε συμφωνίας στο Εurogroup της 24ης Απριλίου. Γιατί απλώς, την ημέρα αυτή δεν θα συμβεί απολύτως τίποτα σημαντικό στη Λετονία. Η απόφαση επίτευξης -ή μη- συμφωνίας μεταξύ των θεσμών και της Ελλάδας, όταν έρθει η ώρα να παρθεί, θα είναι καθαρά πολιτικής φύσεως -γιατί απλώς, τα νούμερα από μόνα τους δεν βγαίνουν- κι απ' ότι φαίνεται, η ώρα αυτή δεν έχει φτάσει ακόμα. Το βασανιστήριο του τεχνητού πνιγμού της ελληνικής οικονομίας θα εξακολουθήσει να υφίσταται για λίγο καιρό ακόμα, ως μέσο διαπραγματευτικής τακτικής. Tο μόνο που αναμένεται να συζητηθεί στη σύνοδο του Eurogroup στη Ρίγα της Λετονίας είναι η πρόοδος που έχει επιτευχθεί στις μεταρρυθμίσεις με τους πιστωτές. Δηλαδή, μόνο τα γνωστά μπλα-μπλα θα ακούσουμε και από τις δυο πλευρές (την ελληνική και τους θεσμούς) στο τέλος της συνόδου και... "Eς αύριον τα σπουδαία". Η 24η Απριλίου θα αποδειχθεί μια ακόμα ημερομηνία που δεν θα έχει συμβεί το "τέλος του κόσμου". Έχουν προηγηθεί η 25η Ιανουαρίου (οι εκλογές), η 28η Φεβρουαρίου (η ημερομηνία λήξης της συμφωνίας Σαμαρά), η 9η Απριλίου (η δόση προς ΔΝΤ). Περιμένουμε με ενδιαφέρον τη συνέχεια του έργου και την τελική επέμβαση του από μηχανής θεού...

Copyright © 1999-2024 Premium S.A. All rights reserved.