ΕΚΤΥΠΩΣΗ
Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Το περιβάλλον λειτουργίας των οικονομολόγων καθορίζει και τις εισηγήσεις τους 

09:37 - 07 Σεπ 2020 | ck
Δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι κάθε φορά που προκύπτουν διχογνωμίες για σοβαρά οικονομικά θέματα, οι πολιτικοί χρησιμοποιούν όποια στήριξη μπορούν να βρουν από οικονομολόγους και άλλους ερευνητές συναφών επιστημονικών κλάδων προς ενδυνάμωση των θέσεών τους. Και για να δώσουμε ένα παράδειγμα που συμπυκνώνει και περιγράφει το παραπάνω φαινόμενο με τον πιο ξεκάθαρο δυνατό τρόπο, διαβάστε τις προβλέψεις των οικονομολόγων που πρόσκεινται στους Δημοκρατικούς και στους Ρεπουμπλικάνους για την αμερικανική και τη παγκόσμια οικονομία λίγο καιρό πριν τις προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ και σίγουρα θα αναρωτηθείτε πώς είναι δυνατόν να καταλήγουν σε τόσο διαφορετικά συμπεράσματα παρατηρώντας την ίδια ακριβώς εικόνα και έχοντας επεξεργαστεί παραπλήσια -ή και σε αρκετές περιπτώσεις τα ίδια ακριβώς- οικονομικά στοιχεία. Και κατόπιν οι πολιτικοί να τα επικαλούνται...
 
Το ίδιο ακριβώς συνέβη και όταν συντηρητικοί πολιτικοί στην Αμερική και αξιωματούχοι της Ευρωπαϊκής Ένωσης βασίστηκαν στο έργο δύο καθηγητών από το Χάρβαρντ (Harvard University), των ΗΠΑ -της Κάρμεν Ράινχαρτ και του Κένεθ Ρόγκοφ- για να δικαιολογήσουν την επιμονή στη δημοσιονομική λιτότητα. Οι καθηγητές Ράινχαρτ και Ρόγκοφ δημοσίευσαν μια μελέτη που φαινόταν να δείχνει ότι επίπεδα δημοσίου χρέους άνω του 90% του ΑΕΠ εμποδίζουν σημαντικά την οικονομική ανάπτυξη.
Όπως συνήθως συμβαίνει, τρεις συνάδελφοί τους οικονομολόγοι από το Πανεπιστήμιο της Μασαχουσέτης (University of Massachusetts), των ΗΠΑ, έλεγξαν την μελέτη. Βρήκαν κάποιες μεθοδολογικές επιλογές στην μελέτη των καθηγητών Ράινχαρτ & Ρόγκοφ που έθεσαν εν αμφιβόλω την ευρωστία των αποτελεσμάτων τους. Τελικά αποκαλύφθηκε ότι τα στοιχεία για το κατώφλι του 90% ήταν μάλλον αδύναμα. Και όπως έχουν πει και γράψει πολλοί συνάδελφοι, η συσχέτιση θα μπορούσε να είναι το αποτέλεσμα χαμηλής ανάπτυξης που οδηγεί σε υψηλά χρέη, και όχι το αντίστροφο. Οι Ράινχαρτ και  Ρόγκοφ έχουν αποκρούσει σθεναρά τις κατηγορίες -από πολλούς σχολιαστές- ότι ήταν πρόθυμοι συμμέτοχοι σε ένα παιχνίδι πολιτικής εξαπάτησης.Υπερασπίστηκαν συστηματικά τις εμπειρικές μεθόδους τους και εξακολουθούν να επιμένουν ότι δεν είναι ιέρακες του ελλείμματος, όπως τους παρουσιάζουν οι επικριτές τους, και ότι δεν υποστηρίζουν συγκεκριμένες πολιτικές τοποθετήσεις ή συμφέροντα.
 
Το πρόβλημα όμως βρίσκεται αλλού, και πιο συγκεκριμένα στον τρόπο με τον οποίον οι οικονομολόγοι και οι έρευνές τους χρησιμοποιούνται στη δημόσια συζήτηση. Η έρευνα των καθηγητών Ράινχαρτ/Ρόγκοφ δεν ήταν απλώς μια πανεπιστημιακή μελέτη. Επειδή το κατώφλι του 90% είχε γίνει πολιτικό θέμα, η κατεδάφισή του αργότερα απέκτησε, επίσης, ευρύτερη πολιτική σημασία.Παρά τις διαμαρτυρίες τους, οι Ράινχαρτ και Ρόγκοφ κατηγορήθηκαν ότι έδωσαν επιστημονικό προκάλυμμα για μια σειρά από πολιτικές στηριγμένες σε περιορισμένα, όπως φάνηκε, στοιχεία.Επιπλέον, όταν οι οικονομολόγοι προσαρμόζουν το μήνυμά τους για να ταιριάξει με το ακροατήριό τους, το αποτέλεσμα είναι αντίθετο από τις προθέσεις τους: Χάνουν γρήγορα την αξιοπιστία τους. Οι οικονομολόγοι θα πρέπει να συνδυάζουν την ειλικρίνεια για όσα λένε οι έρευνές τους, με ειλικρίνεια για την προσωρινή φύση όσων θεωρούνται ως στοιχεία στο επάγγελμά τους. Και τα στοιχεία αυτά, σε πολλές περιπτώσεις, δεν είναι ούτε ακριβή, ούτε κατάλληλα επεξεργασμένα από πλευράς οικονομετρικής ανάλυσης για να διασφαλίζουν την ακρίβεια των εκτιμήσεων και των συμπερασμάτων τους.
 
Τα οικονομικά (όπως και όλες οι κοινωνικές επιστήμες), αντίθετα από τις φυσικές επιστήμες, σπανίως δίνουν σαφή και οριστικά αποτελέσματα. Πρώτα πρώτα, όλες οι θεωρίες για την οικονομία εξαρτώνται κάθε φορά από τις δεδομένες συνθήκες και είναι δηλώσεις του τύπου "εάν-τότε". Δεύτερον, τα εμπειρικά στοιχεία σπάνια είναι αρκετά αξιόπιστα για να δώσουν αποφασιστική απάντηση σε μια διχογνωμία. Αυτό ισχύει ιδίως σε θέματα μακροοικονομίας, όπου τα στοιχεία είναι λίγα και προσφέρονται για διαφορετικές ερμηνείες. Οι δημοσιογράφοι, οι πολιτικοί και το κοινό έχουν μια τάση να αποδίδουν μεγαλύτερη αυθεντία και ακρίβεια σε ότι λένε οι οικονομολόγοι - και δυστυχώς οι οικονομολόγοι σπάνια είναι μετριόφρονες, ιδίως δημοσίως. Παρ' όλη την επιθυμία μου να να μη γίνομαι κακός στα παραδείγματα που χρησιμοποιώ, δεν μπορώ -στη συγκεκριμένη περίπτωση- να μην αναφερθώ στο... "σύνδρομο της αυθεντίας" που διακατέχει πολλούς συναδέλφους οικονομολόγους που έχουν τη τάση να λειτουργούν σε επίπεδο βεβαιότητας "θρησκευτικής πίστης" όσον αφορά την ορθότητα των εκτιμήσεών τους. Φυσικά, η χειρότερη περίπτωση παρατηρείται όταν οι οικονομολόγοι δεν είναι μόνο τεχνοκράτες, αλλά ταυτόχρονα και πολιτικοί (αρκετά είναι τα παραδείγματα αυτής της κατηγορίας και στην ελληνική πολιτική σκηνή, κι ας διαλέγουμε να μη κάνουμε προσωπικές αναφορές).  
 
Υπάρχει άλλο ένα πράγμα που θα πρέπει να γνωρίζει το κοινό για τους οικονομολόγους (ειδικά για τους πανεπιστημιακούς οικονομολόγους και λιγότερο για τους οικονομολόγους των επιχειρήσεων): Η ευφυία, και όχι η σοφία, είναι εκείνο που προάγει την καριέρα των οικονομολόγων στα πανεπιστήμια. Οι καθηγητές στα καλύτερα πανεπιστήμια ανά την υφήλιο διακρίνονται σήμερα όχι όταν έχουν δίκιο για κάτι στον πραγματικό κόσμο, αλλά όταν εφευρίσκουν/επινοούν ευφάνταστες θεωρητικές κατασκευές εκφρασμένες με εξαιρετικά πολύπλοκα μαθηματικά μοντέλα, ή παρουσιάζουν νέα στοιχεία με πρωτότυπους τρόπους που εντυπωσιάζουν το ακροατήριό τους. Μεγάλη προσοχή λοιπόν στο τί "αγοράζουμε" και από ποιούς...
 
 
 
 
Τελευταία τροποποίηση στις 09:39 - 07 Σεπ 2020
Copyright © 1999-2024 Premium S.A. All rights reserved.