Τραπεζικά στελέχη σημειώνουν ότι τα μεγαλύτερα ποσοστά «επιδείνωσης» εμφανίζουν τα καταναλωτικά δάνεια, ενώ αξιοσημείωτο τμήμα αυτών αφορά περιπτώσεις «στρατηγικών κακοπληρωτών». Σύμφωνα με εκτιμήσεις των τραπεζών, οι συνολικές ρυθμίσεις δανείων ξεπερνούν τα 25 δισ. ευρώ και πολλά δάνεια έχουν ρυθμιστεί πάνω από δύο και τρεις φορές.
Παρά τις ενισχυμένες προσπάθειες στη διαχείριση των «κόκκινων» δανείων με την εφαρμογή πιο δραστικών λύσεων απ' ότι στο παρελθόν, οι τράπεζες βλέπουν τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα (NPEs) να εμφανίζουν εικόνα στασιμότητας που θα μπορούσε να εξελιχθεί σε ήπια μείωση μέσα στο πρώτο εξάμηνο του 2017, μόνο όμως στην περίπτωση που έρθει η πολυπόθητη ανάπτυξη. Όμως αυτό δεν αρκεί για να επιτύχουν τους στόχους που έχουν συμφωνήσει με τον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό (SSM) της ΕΚΤ.
Το βασικό πρόβλημα σήμερα είναι ότι σε περιβάλλον οικονομικής και πολιτικής αβεβαιότητας, με τους φόρους να αυξάνονται, την αξιολόγηση να επιβαρύνει για μία ακόμη φορά το κλίμα και τις συζητήσεις για το χρέος να μην σημειώνουν πρόοδο, περισσότερα είναι τα ρυθμισμένα δάνεια που «κοκκινίζουν» από αυτά που «θεραπεύονται».
Κατά συνέπεια, η οριστικοποίηση του τριετούς πλάνου μείωσης των NPEs αποτελεί μόνο την αρχή για την προσπάθεια των τραπεζών να επανέλθουν σε πιο φυσιολογικές συνθήκες λειτουργίας. Ωστόσο, οι καθυστερήσεις που παρατηρούνται στη διευθέτηση των εκκρεμοτήτων για τη δημιουργία ενός αποτελεσματικού πλαισίου διαχείρισης σε συνδυασμό με την αβεβαιότητα που προκαλούν οι διαπραγματεύσεις με τους δανειστές απειλούν την ομαλή εξέλιξη του τριετούς πλάνου.
Σε κάθε περίπτωση, απαραίτητη προϋπόθεση για την ταχεία αποκλιμάκωση του φαινομένου είναι η επιστροφή στην ανάπτυξη. Αλλιώς, εάν δεν επιτευχθούν οι στόχοι, το πιθανότερο σενάριο είναι να ασκηθούν ασφυκτικές πιέσεις από τον SSM για την πώληση πακέτων δανείων σε ξένα funds, μία στρατηγική που δεν αποτελεί βασική προτεραιότητα για τις ελληνικές τράπεζες.
Στην περίπτωση που οι τράπεζες αναγκαστούν να πουλήσουν πακέτα δανείων, θεωρείται δεδομένο ότι οι προσφερόμενες τιμές θα είναι τέτοιες που θα προκαλέσουν σοβαρά προβλήματα στην κεφαλαιακή τους επάρκεια. Και αυτό γιατί οι προβλέψεις που έχουν γράψει οι τράπεζες επαρκούν για τη διαγραφή ικανού αριθμού προβληματικών δανείων, όμως η κερδοφορία δεν είναι τέτοια που να μπορεί να «σηκώσει» τις ζημιές από τις χαμηλές τιμές που προσφέρουν τα ξένα funds.