ΕΚΤΥΠΩΣΗ
Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Ο Κων. Μητσοτάκης, οι εφοπλιστές και ο καφές των 100 εκατομυρίων Κύριο

06:00 - 06 Ιουν 2017 | Ναυτιλία
Ο Κων. Μητσοτάκης, οι εφοπλιστές και ο καφές των 100 εκατομυρίων
Του Γιώργου Σκορδίλη «Χαρίλαε, άκου τον μικρό. Έχει δίκιο». Με την φράση αυτή ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, το 1991, έπεισε τον Χαρίλαο Φλωράκη να παγώσει τις αντιδράσεις του ΚΚΕ, κατά του νέου συστήματος εναλλασσόμενης ναυτικής εκπαίδευσης, των περιβόητων την εποχή εκείνη sandwich courses που προωθούσε το υπουργείο Ναυτιλίας. Παρεμπιπτόντως και για την ιστορία, ο «μικρός» που είχε δίκιο και έπρεπε να ακούσει ο αείμνηστος Χαρίλαος, ήταν ο Αριστοτέλης Παυλίδης. Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, ήδη από τα πρώτα βήματα του στην πολιτική είχε πολύ καλές σχέσεις, όχι μόνο με τη ναυτιλία του τόπου, αλλά και με τους νησιώτες. Νησιώτης και ο ίδιος γνώριζε πολύ καλά και απο πρώτο χέρι τις αγωνίες και τις έγνοιες των νησιωτών. Εν τέλει το πόσο δεμένος ήταν ο «ψηλός» με την Κρήτη, με όλη την Κρήτη και όχι μόνο με την γενέθλια γη του, είναι πασίγνωστο στους πάντες. Αυτό όμως που πολλοί από εμάς δεν γνωρίζαμε είναι πως ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης διατηρούσε πάντα μια ιδιαίτερα στενή σχέση με πολλά μικρά κυρίως νησιά του Αιγαίου Πελάγους, από την Μύκονο μέχρι τη Νίσυρο.

Υπουργός Ναυτιλίας & Αιγαίου

 

Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης στην κυβέρνηση του ’90 μεταξύ των άλλων υπουργειών την ευθύνη των οποίων είχε αναλάβει μαζί με την πρωθυπουργία, ανέλαβε και το υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας.

Το υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας, το ανέλαβε για δύο πολύ βασικούς λόγους, οι οποίοι προέκυψαν από ένα παρασκήνιο που συνδέονταν με το τότε πουλέν της ναυτιλίας, τον Ανδρέα Ανδριανόπουλο, βουλευτή της Νέας Δημοκρατίας στην Α΄ Περιφέρεια του Πειραιά εκείνη την περίοδο.

Σύμφωνα με το παρασκήνιο αυτό, το οποίο επιβεβαιώνει εκ νέου ο παλαίμαχος πολιτικός και πρώην υπουργός Ναυτιλίας επι κυβέρνησης Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, Αριστοτέλης Παυλίδης, η πρώτη επιλογή του αείμνηστου, για το υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας ήταν ο Ανδρέας Ανδριανόπουλος.

 

Ο Ανδρέας Ανδριανόπουλος, νεαρός τότε βουλευτής, προέρχονταν από μια ιστορική οικογένεια της πόλης, με εξαιρετικές σπουδές και ένα πολιτικό προφίλ που του επέτρεπε να «κοιτάει» μακριά. Συνάμα όμως ήταν και το αγαπημένο παιδί της ναυτιλιακής κοινότητας του Πειραιά.

Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης που τα γνώριζε όλα αυτά άμεσα πρότεινε στον Ανδρέα Ανδριανόπουλο το υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας. Ο νεαρός όμως βουλευτής απέρριψε την προσφορά θεωρώντας ότι το εν λόγω υπουργείο ήταν πολύ λίγο για αυτόν...

Η άρνηση του πυροδότησε σειρά έντονων αντιδράσεων στη ναυτιλιακή κοινότητα η οποία ξεκαθάρισε στον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη πως οι σχέσεις της με τον Ανδρέα Ανδριανόπουλο θα πρέπει να θεωρούνται εφεξής ως πεπερασμένες.

Με άλλα λόγια ο Ανδρέας Ανδριανόπουλος ήταν πλέον persona non grata από τη ναυτιλία του τόπου και ως εκ τούτου, ναι μεν η απόφαση θα ήταν δική του, πλην όμως θα ήταν ανώφελο πλέον να αναμένει από τη ναυτιλιακή κοινότητα εμπιστοσύνη και συνεργασία.

 

Ο πρώτος λοιπόν λόγος σχετίζονταν με το παρασκήνιο αυτό, το όποίο έδωσε την ευκαιρία στον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη να στείλει ένα ηχηρό και ξεκάθαρο μήνυμα στο εσωτερικό του κόμματος της Νέας Δημοκρατίας, πως δεν υπάρχουν πρώτα και δεύτερα υπουργικά χαρτοφυλάκια και πως το πόσο ισχυρό ή ανίσχυρο είναι ένα υπουργείο εξαρτάται αποκλειστικά και μόνον από την ποιότητα του πολιτικού που το αναλαμβάνει.

Ο δεύτερος λόγος σχετίζονταν με την ίδια την Ελληνική ναυτιλιακή κοινότητα, προς την οποία ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης κατέδειξε μέσο της ανάληψης της ευθύνης του υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας, το πόσο πραγματικά την υπολόγιζε ως Πρωθυπουργός.

 

Έτσι, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης στις 11 Απριλίου του 1990, ορκίζεται υπουργός Εμπορικής Ναυτιλίας.

Στις 24 Μαίου του ιδίου έτους ορίζει ως Αναπληρωτή υπουργό Εμπορικής Ναυτιλίας τον βουλευτή Δωδεκανήσων, Αριστοτέλη Παυλίδη, ο οποίος ήδη γνωρίζει τα κατατόπια μιας και ήταν υπουργός Εμπορικής Ναυτιλίας το 1989 στην κυβέρνηση Τζανετάκη.

Την 1η Οκτωβρίου 1990 και ενώ έχει σιγουρευτεί πως οι υποθέσεις της ναυτιλίας βρίσκονται σε καλά χέρια αποχωρεί από το υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας, αναλαμβάνοντας πλέον καθήκοντα υπουργού ο κ. Παυλίδης.

Η έννοια του όμως δεν ήταν μόνο η ναυτιλία. Εξίσου ζωηρό ήταν και το ενδιαφέρον του για τη νησιωτική Ελλάδα. Έτσι στις 8 Αυγούστου του 1991 αναλαμβάνει υπουργός Αιγαίου, χωρίς αναπληρωτή, αλλά και χωρίς υφυπουργό. Από το υπουργείο Αιγαίου απεχώρησε σχεδόν δύο χρόνια μετά, στις 13 Οκτωβρίου του 1993.

 

Πάντα στο υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας υπήρχε μια παράδοση, η οποία σήμερα έχει ξεχαστεί, σύμφωνα με την οποία κάθε Τετάρτη ο υπουργός Εμπορικής Ναυτιλίας συναντούσε τους ναυτιλιακούς συντάκτες που ήταν διαπιστευμένοι στο υπουργείο.

Όσο και αν ακούγεται παράδοξο ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, ενώ εκτός από υπουργός Ναυτιλίας ήταν και Πρωθυπουργός, αλλά και υπουργός Εξωτερικών, την παράδοση αυτή την διατήρησε, όπως άλλωστε την διατήρησε και ο Αριστοτέλης Παυλίδης μετέπειτα.

Κάθε Τετάρτη, ο κόσμος να χάλαγε, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης ήταν παρών στο ραντεβού του με τους ναυτιλιακούς δημοσιογράφους και μάλιστά κατέβαινε στην περιβόητη αίθουσα των συνεντεύξεων υπ΄αριθμ. 214, πρώτος από όλους. Στην αρχή μόνος του και ακολούθως μαζί με τον αναπληρωτή του.

Όπως θυμάται ο πρώην υπουργός Εμπορικής Ναυτιλίας Αριστοτέλης Παυλίδης, όταν ήταν αναπληρωτής του στο υπουργείο, απαραιτήτως τον συναντούσε στο γραφείο του στην Βουλή και οχι στου Μαξίμου, δύο φορές την εβδομάδα, συνήθως αργά το απόγευμα.

«Πάντα είχα την εντύπωση», λέει ο κ. Παυλίδης, «πως στο υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας αφιέρωνε πολύ περισσότερο χρόνο από ότι στα υπόλοιπα υπουργεία.

 

Ένας τρόπος υπήρχε να το μάθω. Να ρωτήσω άλλους συναδέλφους μου, υπουργούς. Δεν το έκανα όμως ποτέ γιατί αν όντως η εντύπωση μου ήταν ορθή, τότε θα του προκαλούσα πρόβλημα με γκρίνιες...Οπότε το απέφυγα και έτσι δεν έμαθα ποτέ μου αν είχα δίκιο ή όχι».

Ο κ. Παυλίδης θυμάται πως ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης έδειχνε πάντα ιδαίτερα ζωηρό ενδιαφέρον για τη ναυτιλία. Όσα θέματα γνώριζε τα γνώριζε καλά. Για όσα δεν γνώριζε δεν φοβόνταν να ρωτήσει. Σε πολύ λίγο χρόνο όμως είχε πλήρη εικόνα για το κάθε θέμα και άκουγε με προσοχή τις εισηγήσεις των χειριστών των θεμάτων.

«Εκείνη την περίοδο» συνεχίζει ο κ. Παυλίδης, «είχαμε πληθώρα ανοικτών σοβαρών ναυτιλιακών θεμάτων, τόσο εθνικών, όσο και διεθνών τα οποία απαιτούσαν εκ μέρους μας μιαν εγρήγορση και μιαν ετοιμότητα, δεδομένου πως είμασταν ο φορέας εκείνος που εκπροσωπούσε την ισχυρότερη ναυτιλιακή δύναμη του πλανήτη.

 

Και τότε», συνεχίζει, «ήταν η πρώτη φορά, επι της πρωθυπουργίας του, που η Ελλάδα διεκδίκησε και κατάφερε να επιβάλλει στους πάντες, τόσο διεθνώς, όσο και στην Ευρώπη, την πεποίθηση πως θα έχει κυρίαρχο ρόλο και λόγο στα ναυτιλιακά ζητήματα.

Είχαμε ανοικτά θέματα όπως η ανταγωνιστικότητα του εθνικού νηολογίου, την εφαρμογή του O.P.A. ’90 των ΗΠΑ, το περιβόητο Cabotage, τον εκσυγχρονισμό της ναυτικής εκπαίδευσης, και τόσα άλλα...

 

Θυμάμαι», λέει ο κ. Παυλίδης, «πως αμέσως μετά την ανακοίνωση των ΗΠΑ πως προχωρούν στην εφαρμογή των νέων μέτρων για την προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος που προέβλεπε το Διάταγμα Ο.Ρ.Α. ’90, το οποίο προέκυψε μετά το ατύχημα του δεξαμενόπλοιου «Exxon Valdez», μου είπε πως έπρεπε άμεσα να ταξιδέψω στην Ουάσιγκτον προκειμένου να ενημερωθώ, αλλά και για να μεταφέρω τις Ελληνικές θέσεις, όπερ και έπραξα.

Ταυτόχρονα», προσθέτει, «την ίδια περίοδο είχαμε να χειριστούμε το θέμα του Cabotage, που προωθούσε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ένας Κανονισμός ο οποίος καταργούσε το προνόμιο της ακτοπλοίας και άνοιγε την πόρτα του Αιγαίου σε όποιον ευρωπαίο ήθελε να έρθει στην Ελλάδα να κάνει αρχικά κρουαζιέρα και ακολούθως ακτοπλοία.  Δώσαμε μάχη στα ευρωπαϊκά όργανα να εξαιρεθεί η Ελλάδα για ένα εύλογο χρονικό διάστημα από την εφαρμογή του Κανονισμού.

 

Τότε, υπήρξαν έντονες αντιδράσεις και στο εσωτερικό της χώρας μιας και υπήρχε μια ισχυρή ομάδα εφοπλιστών που τάσσονταν σταθερά υπέρ των ανοικτών αγορών. Τις γνωρίζαμε αυτές τις αντιδράσεις, αλλά είχαμε πεισθεί πως αφενός υπήρχαν σοβαροί εθνικοί λόγοι που επέβαλλαν την εξαίρεση μας, αφετέρου δεν ήμασταν έτοιμοι ως ακτοπλοία ή ως κρουαζιέρα για να ανοίξουμε το Αιγαίο.

Τα γνώριζε αυτά ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης και προσπάθησε ο ίδιος να πείσει τους διαφωνούντες πως δεν υπήρχε άλλη επιλογή για τα Ελληνικά συμφέροντα πλην της εξαίρεσης. Τελικά καταφέραμε και πήραμε την εξαίρεση που θέλαμε.

Μόνο μια φορά διαφώνησα μαζί του στην διάρκεια της συνύπαρξης μας και αυτή αφορούσε στο ΝΑΤ.

 

Εγώ», αναφέρει ο κ. Παυλίδης, «είχα πεισθεί ότι το ΝΑΤ με την κατάσταση που επικρατούσε τότε έπρεπε να έχει κλείσει τον κύκλο του. Η αναλογία μεταξύ εν ενεργεία ναυτικών και συνταξιούχων ήταν τέτοια που είχε πλέον καταρρεύσει η ισορροπία μεταξύ εισφορών και συντάξεων. Τα νούμερα ήταν αμείλικτα και μας έδειχναν ήδη απο τότε πως δεν υπήρχε σωτηρία.

Η εισήγηση μου ήταν να αφήσουμε το ταμείο να πιεί το ζουμί του και ταυτόχρονα να δημιουργήσουμε έναν νέο σύγχρονο ασφαλιστικό φορέα για τους ναυτικούς που θα ήταν υγιείς μιας και θα στηρίζονταν στα πραγματικά δεδομένα της εποχής.

Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης δεν με άφησε να προχωρήσω. Ίσως για συναισθηματικούς λόγους είχε πεισθεί πως το ΝΑΤ έπρεπε να συνεχίσει ως ΝΑΤ. Μου έλεγε : «Τέλη, δεν θέλω να κλείσουμε το ΝΑΤ. Το θέλω όπως είναι. Πιστεύω πως μπορούμε να το σώσουμε».

Τότε για πρώτη φορά ελήφθει η απόφαση χρηματοδότησης του ΝΑΤ από τον κρατικό προϋπολογισμό».

 

Εντυπωσιακή μνήμη και αντίληψη

 

Από την περίοδο εκείνη μέχρι και πριν από λίγες μέρες όταν ο πρώην Πρωθυπουργός και Επίτιμος Πρόεδρος της Νεάς Δημοκρατίας  Κωνσταντίνος Μητσοτάκης εγκατέλειψε τα εγκόσμια, έχουν περάσει 26 ολόκληρα χρόνια.

Ανακαλώντας στην μνήμη του ο κ. Παυλίδης τις στιγμές εκείνες, δηλώνει ακόμη και σήμερα εντυπωσιασμένος από τον τρόπο με τον οποίο λειτουργούσε στην καθημερινότητα του ο αείμνηστος.

«Διατηρούσε», λέει, «σχέσεις τόσο με Έλληνες εφοπλιστές, όσο και με Έλληνες ναυτικούς. Δεν έκανε καμιά διάκριση σε κανέναν και για τίποτε.

Πίστευε ακράδαντα στη δυναμική της ναυτιλίας των Ελλήνων. Μου έλεγε : «Δεν θα δεσμεύεσαι για πράγματα που δεν μπορείς να κάνεις. Για ότι δεσμεύεσαι πρέπει να το κάνεις». Για τον ίδιο έπαιζε καθοριστικό ρόλο η εμπέδωση ενός κλίματος εμπιστοσύνης μεταξύ της κυβέρνησης και της ναυτιλίας μας. Δεν ήταν σε καμιά στιγμή και για κανέναν λόγο διατεθειμένος να προκαλέσει τριγμούς σε αυτή την εμπιστοσύνη.

 

Συνάμα ήταν πέρα για πέρα εντυπωσιακό το πόσους νησιώτες γνώριζε με το μικρό τους όνομα. Γνώριζε τις οικογένειες τους και θυμόνταν με ασύλληπτη ακρίβεια μικρές και μεγάλες στιγμές αυτών των οικογενειών. Χαρές, λύπες, τα πάντα...Ταξίδευε πολύ και συνέχεια σε μικρά και μεγάλα νησιά και πάντα ήταν έτοιμος να βοηθήσει.

Με δικές του πρωτοβουλίες απέκτησε η Μύκονο ένα σύγχρονο λιμάνι επί Δημαρχίας Χρήστου Βερώνη.

Με δική του πρωτοβουλία τα Δωδεκάνησα και ιδιαίτερα η Ρόδος, απέκτησαν μια σύγχρονη ακτοπλοϊκή σύνδεση.

 

Ο καφές των 100 εκατ. δραχμών...

 

Με δική του πρωτοβουλία απέκτησε πόσιμο νερό η Νίσυρος. Μάλιστα η περίπτωση της Νισύρου αποτελεί ένα πολύ ιδιαίτερο παράδειγμα του πως βίωνε ο ίδιος, πρώτα ως νησιώτης και μετά ως πολιτικός την καθημερινότητα του μέσου Έλληνα νησιώτη.

Ήταν Πρωθυπουργός όταν επισκέφθηκε τη Νίσυρο, μια επίσκεψη η οποία ήταν προσωπική και δεν σχετίζονταν με τα πρωθυπουργικά καθήκοντα του.

 

Σε ένα καφενείο, στο λιμάνι της Νισύρου, ο καφετζής έσπευσε να τον κεράσει έναν καφέ. Ο καφές όμως καθυστερούσε να έρθει.

Απορημένος ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης έμαθε πως η καθυστέρηση οφείλονταν στο γεγονός πως το μικρό αυτό νησί δεν διέθετε πόσιμο νερό και πως ακόμη και ο καφές ήταν μια μικρή οδύσσεια για τους κατοίκους της Νισύρου.

Επιτόπου λοιπόν, εκεί στο καφενείο, η Νίσυρος απέκτησε στις αρχές της δεκαετίας του ‘90, την πρώτη μονάδα αφαλάτωσης, το κόστος της οποίας ανήλθε με τα δεδομένα της εποχής εκείνης στα 100 εκατομμύρια δραχμές.

Ακόμη και σήμερα, τόσα χρόνια μετά, πολλοί παλαιοί νισύριοι θυμούνται ότι ένας κερασμένος καφές ήταν η αφορμή για να αποκτήσει το νησί πόσιμο νερό.

 

Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, καταλήγει ο κ. Παυλίδης, γνώριζε πολύ καλά τον Έλληνα. Γνώριζε καλά την Ελλάδα, από άκρη σε άκρη. Είχε ξεκάθαρες απόψεις για τα μείζονα θέματα της χώρας μας. Επίσης, γνώριζε πολύ καλά το πως λειτουργούσε ο κρατικός μηχανισμός. Ήξερε ανά πάσα ώρα ποιός ήταν ο πραγματικός χειριστής των θεμάτων. Πέραν των υπουργών του, καλούσε συνέχεια στο γραφείο του διευθυντές υπουργείων, ακόμη και τμηματάρχες. Δεν ξεχώριζε κανέναν και συνεργάζονταν το ίδιο με όλους. Μακάρι να τα είχε καταφέρει τότε. Σήμερα τα παιδιά μας θα ζούσαν σε μιαν άλλη Ελλάδα».

 

 

Τελευταία τροποποίηση στις 06:54 - 06 Ιουν 2017
Copyright © 1999-2024 Premium S.A. All rights reserved.