ΕΚΤΥΠΩΣΗ
Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Αναδιανομή εισοδήματος σε βάρος των εργαζομένων διαπιστώνει το ΙΝΕ-ΓΣΕΕ ΑΔΕΔΥ

16:40 - 08 Σεπ 2005 | Οικονομία
Επιδείνωση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας και αναδιαμονή του εισοδήματος σε βάρος των εργαζομένων, με τις πραγματικές αποδοχές των μισθωτών να παραμένουν στάσιμες στο διάστημα 2003-2004, διαπιστώνει η έκθεση του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ ΑΔΕΔΥ για την Οικονομία και την Απασχόληση. Βέβαια, η ΓΣΕΕ επισημαίνει και κάποιες θετικές εξελίξεις, όπως οι υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης και η αύξηση της απασχόλησης.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της έκθεσης, η οποία παρουσιάσθηκε στη Θεσσαλονίκη, στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια παρατηρούνται: 1) Επιδείνωση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας. Η επιδείνωση αυτή όμως δεν οφείλεται σε καμιά περίπτωση στην αύξηση των αμοιβών και του κόστους εργασίας, το οποίο άλλωστε είναι το χαμηλότερο από τα 15 κράτη μέλη της ΕΕ. 2) Από το 1986 και μετά γίνεται μια έντονη ανακατανομή και αναδιανομή του εισοδήματος σε βάρος των εργαζομένων - μισθωτών και των συνταξιούχων. Το γεγονός αυτό οφείλεται στην πολύ μικρή αύξηση του μέσου μισθού σε σχέση με την αύξηση της παραγωγικότητας των εργαζομένων που βρίσκεται στο 90% του ευρωπαϊκού μέσου όρου και από το φορολογικό σύστημα που προωθεί την αναλογική και όχι την προοδευτική φορολόγηση κλίμακας καθώς και την αύξηση των έμμεσων φόρων. 3) Οι μισθοί την ίδια περίοδο αυξάνονται με πολύ μικρότερους ρυθμούς σε σχέση με την αύξηση της παραγωγικότητας που σημαίνει ότι αυξήθηκε σημαντικά και δυσανάλογα η κερδοφορία των επιχειρήσεων. 4) Οι μέσες πραγματικές αποδοχές των εργαζομένων κατά το 2003 - 04 παρέμειναν ουσιαστικά στάσιμες και επομένως οι επιχειρήσεις ιδιοποιήθηκαν όλο το όφελος από την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας (αύξηση περίπου 5%). 5) Παρατηρείται ότι η Ελλάδα έχει το δεύτερο χειρότερο δείκτη ανισότητας του εισοδήματος στην Ευρώπη των 15 (τον πρώτο τον έχει η Πορτογαλία). Αποδεικνύεται βάσει των στοιχείων της έκθεσης ότι το εισόδημα των 20% περισσότερο εύπορων είναι 6 φορές πιο μεγάλο από το εισόδημα των 20% λιγότερο εύπορων Ελλήνων. 6) Οι μέσες μηνιαίες αποδοχές στην Ελλάδα το 2004 ανέρχονταν σε 1.315 ευρώ έναντι 2.030 ευρώ κατά μέσο όρο στις άλλες χώρες της ΕΕ των 15. 7) Η αύξηση των τιμών των ελληνικών προϊόντων και αγαθών δεν αποδίδεται στην αύξηση του κόστους εργασίας αλλά στην αύξηση του περιθωρίου του κέρδους των επιχειρήσεων που επιβαρύνει με τη σειρά του την ανταγωνιστικότητα. 8) Υπάρχει σημαντική μείωση των ελληνικών εξαγωγών προς τις αγορές της ΕΕ, γεγονός που σημαίνει μειωμένη ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας. Προτείνεται με βάση το περιεχόμενο της έκθεσης ένα νέο αναπτυξιακό υπόδειγμα το οποίο θα βασίζεται α) στη μετάβαση σε αυτό που είθισται να χαρακτηρίζουμε σαν «οικονομία της γνώσης», β) στην ανάπτυξη μιας σύγχρονης πρακτικής μάνατζμεντ στις ιδιωτικές επιχειρήσεις και στο δημόσιο τομέα, γ) στην αναβάθμιση της θέσης εργασίας και δ) στη συγκρότηση ενός κοινωνικού κεφαλαίου συνεργασίας. 9) Τέλος, επιδεινώθηκε σημαντικά το δημόσιο έλλειμμα. Γεγονός το οποίο σημαίνει ότι οι δαπάνες του δημοσίου αυξήθηκαν αρκετά από το 1999 και μετά, ενώ τα έσοδα του μειώθηκαν από το 2000 και μετά. Μαζί όμως με τα αρνητικά συμπεράσματα που προκύπτουν από το περιεχόμενο της μελέτης, υπάρχουν και θετικές εξελίξεις, οι οποίες παρουσιάσθηκαν ως εξής: Α) Το γεγονός ότι παρά τη διεθνή αρνητική συγκυρία, ο προβλεπόμενος ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ (2,9%) είναι μεγαλύτερος του μέσου όρου του αντίστοιχου προβλεπόμενου ρυθμού αύξησης της ΕΕ των 15 (1,9%). Β) Η μακροχρόνια πτωτική πορεία του κόστους παραγωγής ανά μονάδα προϊόντος δίνει στις επιχειρήσεις τη δυνατότητα να εκμεταλλευθούν τον παράγοντα αυτό στη διεθνή παρουσία τους. Γ) Η αύξηση της απασχόλησης κατά 2,8% το 2004, αν και πρόσκαιρη λόγω των αναγκών που προέκυψαν από τη διεξαγωγή των Ολυμπιακών Αγώνων, σε συνδυασμό με τα πρόσφατα στοιχεία για την ανεργία, αφήνουν να διαφανεί ότι με τα κατάλληλα μέτρα μπορεί να τονωθεί η απασχόληση και να δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας.
Copyright © 1999-2024 Premium S.A. All rights reserved.