ΕΚΤΥΠΩΣΗ
Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Γ. Προβόπουλος: Υπό τρεις προϋποθέσεις η επιτυχία του ελληνικού προγράμματος

20:41 - 18 Οκτ 2010 | Οικονομία
Τις τρεις προϋποθέσεις για την επιτυχία της πρωτοφανούς προσπάθειας για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας ανέλυσε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας, κ. Γιώργος Προβόπουλος, κατά την ομιλία του στο Συνέδριο του ΣΕΤΕ με θέμα «Τουρισμός και Ελληνική Οικονομία» . Η εξέλιξη όμως της ανάκαμψης δεν είναι ακόμη δεδομένη, δήλωσε ο διοικητής, επισημαίνοντας ότι όλα θα εξαρτηθούν από τη συνέπεια και τη συνέχεια που θα επιδείξει η οικονομική πολιτική αλλά και από την ενεργό συμμετοχή όλων των παραγωγικών δυνάμεων σ’ αυτή την προσπάθεια.

«Τρεις είναι οι απαραίτητες προϋποθέσεις επιτυχίας:

Πρώτον, η σχολαστική τήρηση των στόχων της δημοσιονομικής και διαρθρωτικής προσαρμογής, χωρίς την οποία  δεν μπορεί να υπάρξει βιώσιμη ανάπτυξη και πρόοδος.

Δεύτερον, η διεύρυνση των αναπτυξιακών δυνατοτήτων της χώρας, με την εφαρμογή μίας ολοκληρωμένης και συνεκτικής αναπτυξιακής πολιτικής.

Τρίτον, η κινητοποίηση των  επιχειρηματικών δυνάμεων που πρέπει τώρα να δουν πέρα από την κρίση και να αναλάβουν πρωτοβουλίες με τόλμη και διορατικότητα.

H κρίση που αντιμετωπίζει σήμερα η χώρα αποκάλυψε, εκτός των άλλων, ότι το πρότυπο ανάπτυξης που ακολουθήσαμε στο παρελθόν ήταν στρεβλό και γι’ αυτό αδιέξοδο. Ως αποτέλεσμα αυτού του στρεβλού προτύπου, η ελληνική οικονομία αντιμετωπίζει δύο σοβαρές ανισορροπίες, τη δημοσιονομική και την εξωτερική. Οι δύο αυτές ανισορροπίες είναι βεβαίως αλληλένδετες, στο βαθμό που το υψηλό δημοσιονομικό έλλειμμα συνδέεται στενά με το χρόνιο υψηλό έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, ενώ το μέγεθος και η επιμονή της εξωτερικής ανισορροπίας υποδηλώνουν επίσης την ύπαρξη σημαντικών διαρθρωτικών προβλημάτων. Από το 2000 και μετά, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών διογκώθηκε σημαντικά, γεγονός που αντανακλά την ανεπάρκεια της εγχώριας αποταμίευσης. Ταυτόχρονα, οι δείκτες ανταγωνιστικότητας τιμών και κόστους καταγράφουν για την Ελλάδα, από την ένταξή της στη ζώνη του ευρώ, σωρευτική απώλεια ανταγωνιστικότητας τιμών και κόστους της τάξεως του 20-25%.

Η ελληνική οικονομία καλείται σήμερα να επιτύχει την έξοδο από την κρίση μέσα σ’ ένα διεθνές περιβάλλον που χαρακτηρίζεται από σύνθετες προκλήσεις. Η αναμενόμενη για το 2010 ανάκαμψη της διεθνούς οικονομίας, ακολουθώντας τις παρούσες τάσεις, θα επιβραδυνθεί το 2011 τόσο στις ανεπτυγμένες όσο και στις αναδυόμενες οικονομίες.

Μέσα σε ένα αβέβαιο ακόμη διεθνές περιβάλλον, καλείται η χώρα να αναζητήσει νέους δρόμους. Καλούμεθα δηλαδή να αποφασίσουμε συλλογικά τί θέλουμε να πετύχουμε τα επόμενα χρόνια. Να σταθμίσουμε τις δυνατότητές μας. Να επιλέξουμε τα μέσα που θα μας οδηγήσουν στο στόχο. Και κυρίως να διδαχθούμε από τα λάθη μας. Λάθη που μας οδήγησαν σε μία εξαιρετικά δύσκολη θέση.

Εκείνο που απαιτείται είναι ένα συνεκτικό σχέδιο δράσης για την ανάπτυξη, το οποίο θα βαδίζει παράλληλα με τη δημοσιονομική προσαρμογή, θα εξειδικεύει τις διαρθρωτικές πολιτικές που έχουν δρομολογηθεί με το Πρόγραμμα Οικονομικής Προσαρμογής, θα τις συμπληρώνει με νέες και θα ιεραρχεί αυστηρά και θα συντονίζει όλες τις δράσεις των δημόσιων φορέων που ενισχύουν την ανάπτυξη χωρίς να θέτουν σε κίνδυνο τους δημοσιονομικούς στόχους.

Το σχέδιο αυτό, σε συνδυασμό με τις μεταρρυθμίσεις που έχουν ήδη δρομολογηθεί, θα εκπέμψει το ηχηρό μήνυμα στις αγορές ότι η ελληνική οικονομία αναπροσανατολίζεται, μετασχηματίζεται, ανοίγεται σε δυναμικές επιχειρηματικές πρωτοβουλίες, γίνεται εξωστρεφής και αξιοποιεί την ευκαιρία που παρέχει ο μηχανισμός στήριξης, προκειμένου να ανακάμψει σύντομα.

Το νέο πρότυπο ανάπτυξης πρέπει να στηρίζεται στις επενδύσεις και σε διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, που θα ενισχύσουν την παραγωγική βάση και θα συντελέσουν σε ανταγωνιστική λειτουργία των αγορών προϊόντων και παραγωγικών συντελεστών. Έτσι θα αυξηθούν η παραγωγικότητα και η ανταγωνιστικότητα και η οικονομία θα αποκτήσει μια δυναμική εξωστρέφεια, βελτιώνοντας ουσιαστικά τη θέση της στην παγκόσμια οικονομία. Ταυτόχρονα, το νέο πρότυπο οφείλει να υπηρετεί ως επιδιώξεις την προστασία του περιβάλλοντος και την ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής.

Οι αλλαγές θα πρέπει, με άλλα λόγια, να ενσωματωθούν σε μια πολυδιάστατη, "ολιστική" προσέγγιση, που θα περιλαμβάνει:

Πρώτον, στοχευμένη αξιοποίηση των συγκριτικών πλεονεκτημάτων της χώρας και συγκεκριμένα μεσοπρόθεσμα σχέδια με σαφείς στόχους και μέσα πολιτικής για την εξωστρεφή ανάπτυξη. Η έμφαση πρέπει να δοθεί στις εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών και στην προσέλκυση ξένων επενδύσεων. Είναι επίσης απαραίτητο να τεθούν προτεραιότητες όσον αφορά την κατανομή των δημόσιων πόρων και την αναβάθμιση των υποδομών σε κρίσιμους τομείς.

Δεύτερον, εξειδίκευση και γρήγορη εφαρμογή των οριζόντιων αλλαγών που ενισχύουν το δυνητικό ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας. Βασική επιδίωξη πρέπει να είναι η δημιουργία ενός περιβάλλοντος φιλικού προς την επιχειρηματική δραστηριότητα.

Στη νέα  αυτή πορεία κάθε τομέας θα πρέπει να παίξει ρόλο ανάλογο με τα συγκριτικά του πλεονεκτήματα και τις αναπτυξιακές του δυνατότητες. Ο τουρισμός και συγκριτικά πλεονεκτήματα διαθέτει και έχει επιδείξει αξιόλογες αναπτυξιακές επιδόσεις. Γι’ αυτό και συνέβαλε σταθερά στην άμβλυνση των χρόνιων εξωτερικών ανισορροπιών.

Όπως όμως συνέβη και σε άλλους τομείς έτσι και στον τουρισμό η ανάπτυξη στηρίχθηκε σε δεδομένα που δεν υπάρχουν πια και σε πολιτικές που δεν είναι πλέον εφαρμόσιμες. Πρέπει συνεπώς και εδώ να επανεξετάσουμε την πορεία μας και να δημιουργήσουμε τις προϋποθέσεις για την ανάπτυξη του κλάδου, λαμβάνοντας υπόψη τα νέα δεδομένα.

Το πρώτο δεδομένο που πρέπει να ληφθεί υπόψη είναι ο σταθερά εντεινόμενος ανταγωνισμός τόσο από τους παραδοσιακούς όσο και από τους νέους ανταγωνιστές μας. Στο πεδίο της ανταγωνιστικότητας έχουμε ήδη καταγράψει απώλειες: Σύμφωνα με τον Ταξιδιωτικό και Τουριστικό Δείκτη Ανταγωνισμού, που καταρτίζει το World Economic Forum, η ανταγωνιστικότητα της Ελλάδος στον τομέα των τουριστικών υπηρεσιών έχει υποχωρήσει: το 2009 βρέθηκε στην 24η θέση σε σύνολο 133 χωρών, ενώ βρισκόταν στην  22η θέση το 2008 και το 2007. Ενδεχομένως η υποχώρηση κατά δύο θέσεις να μη θεωρηθεί τόσο σημαντική. Υπήρξε όμως ανησυχητική χειροτέρευση στον επιμέρους δείκτη της ανταγωνιστικότητας ως προς τις τιμές. Το 2009 η Ελλάδα βρέθηκε στην 114η θέση, ενώ βρισκόταν στην 103η το 2007. Τη σπουδαιότητα της αδύναμης ανταγωνιστικότητας επιβεβαιώνει και σχετική πρόσφατη μελέτη της Τράπεζας της Ελλάδος. Από αυτή τη μελέτη προκύπτει ότι ο αριθμός των ατόμων που έρχονται στη χώρα για αναψυχή επηρεάζεται σημαντικά από το εισόδημά τους και το σχετικό κόστος ζωής – δηλαδή τις σχετικές τιμές. Οι εμπειρικές εκτιμήσεις δείχνουν ότι η αύξηση του σχετικού κόστους ζωής κατά 1% συνεπάγεται, μακροχρόνια, μείωση του αριθμού των τουριστών κατά 3% περίπου.

Η δεύτερη εξέλιξη που πρέπει να μας προβληματίσει είναι ότι η μείωση των εισπράξεων από ταξιδιωτικές υπηρεσίες, που καταγράφεται, οφείλεται σχεδόν αποκλειστικά στη μείωση της δαπάνης ανά επισκέπτη και της μέσης διάρκειας παραμονής. Όπως διαπιστώνεται από τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος για την περίοδο Ιανουαρίου-Αυγούστου 2010, αν και οι αφίξεις τουριστών αυξήθηκαν κατά 1,5%, τα έσοδα είναι σημαντικά μειωμένα (κατά 7,3%). Ειδικότερα, στους κρίσιμους θερινούς μήνες οι ταξιδιωτικές εισπράξεις μειώθηκαν με ετήσιο ρυθμό 12,1% τον Ιούνιο, 4,7% τον Ιούλιο και 6,3% τον Αύγουστο. Η εξέλιξη αυτή αντανακλά εν μέρει τη δύσκολη διεθνή συγκυρία, αλλά ταυτόχρονα υποδηλώνει ότι υποχωρεί το μέσο εισοδηματικό επίπεδο των τουριστών – κι αυτό είναι σαφώς ανησυχητικό. Το προφανές συμπέρασμα είναι ότι δεν αρκεί να βελτιώσουμε μόνο την ανταγωνιστικότητα ως προς τις τιμές. Οφείλουμε να γίνουμε πιο ανταγωνιστικοί και ως προς την ποιότητα.

Το τρίτο δεδομένο είναι η διαφαινόμενη σταδιακή αλλαγή στη σύνθεση των επισκεπτών μας. Την τελευταία δεκαετία ο κύριος όγκος των εισπράξεων από την παροχή τουριστικών υπηρεσιών προέρχεται από κατοίκους χωρών-μελών της ΕΕ των 27, με πιο σημαντικές αγορές αυτές της Γερμανίας και του Ηνωμένου Βασιλείου. Ωστόσο το μερίδιό τους μειώνεται από το 2007. Τα 2/3 περίπου των εισπράξεων αφορούν κατοίκους της ζώνης του ευρώ. Όμως, οι εισπράξεις και από τις χώρες αυτές επιδεικνύουν πτωτική τάση. Από την άλλη πλευρά, καταγράφεται άνοδος των αφίξεων από τις αναδυόμενες οικονομίες της Ανατολικής Ευρώπης και ιδίως από τη Ρωσία. Η άνοδος αυτή δεν έχει μέχρι στιγμής αντισταθμίσει τις απώλειες από τις παραδοσιακές αγορές, αποκτά όμως αυξανόμενη σημασία για τον τουρισμό ορισμένων περιοχών της χώρας. Σε μία πιο μακροχρόνια προοπτική, θα πρέπει ασφαλώς να εντάξουμε στο σχεδιασμό μας και τον πολλαπλασιασμό των αφίξεων από χώρες, που έχουν σήμερα μικρή παρουσία (π.χ. Τουρκία, Κίνα, Ιαπωνία).

Το τέταρτο δεδομένο είναι η ταχεία ανάπτυξη της παγκόσμιας αγοράς κρουαζιέρας. Την τελευταία δεκαετία ο αριθμός των τουριστών που επιλέγουν αυτή τη μορφή διακοπών έχει υπερδιπλασιαστεί. Η τάση αυτή αναμένεται να συνεχιστεί και τα επόμενα έτη. Η Ελλάδα όμως δεν έχει ως τώρα εκμεταλλευθεί επαρκώς αυτή τη μορφή τουρισμού, παρόλο που θεωρείται ένας κατάλληλος προορισμός. Ως λιμένας αφετηρίας η Ελλάδα προσελκύει μόνο το 10% των τουριστών αυτής της κατηγορίας και κατατάσσεται 4η, πίσω από την Ιταλία, την Ισπανία και το Ηνωμένο Βασίλειο. Βεβαίως, το 20% περίπου των Ευρωπαίων επιβατών κρουαζιερόπλοιων επισκέπτονται ελληνικούς προορισμούς. Είναι γνωστό όμως ότι η δαπάνη των επιβατών στον αφετήριο λιμένα υπερτερεί σημαντικά εκείνης στους λιμένες προσέγγισης. Ο πρόσφατος νόμος για την εκτέλεση περιηγητικών πλόων από πλοία με σημαία τρίτων χωρών με αφετηρία ελληνικό λιμένα (cabotage) αποτελεί, επομένως, ένα θετικό βήμα.

Το πέμπτο στοιχείο είναι ότι η χρηματοδότηση του τουρισμού από εθνικούς πόρους θα είναι εκ των πραγμάτων περιορισμένη τα επόμενα χρόνια, καθώς η εγχώρια αποταμίευση παραμένει πολύ χαμηλή και ο τραπεζικός δανεισμός θα είναι σχετικά συμπιεσμένος υπό τις παρούσες συνθήκες ρευστότητας. Αυτό σημαίνει ότι στο μέλλον θα πρέπει, πρώτον, να χρησιμοποιηθούν με πιο αποδοτικό τρόπο οι διαθέσιμοι εθνικοί πόροι και, δεύτερον, να προσελκυστούν επαρκή κεφάλαια από το εξωτερικό.

Τα νέα δεδομένα που ανέφερα αποκαλύπτουν τις αλλαγές που συντελούνται στο χώρο των τουριστικών υπηρεσιών. Στις αλλαγές αυτές πρέπει να ανταποκριθούν με ευελιξία και διορατικότητα κράτος και ιδιωτικοί φορείς. Βασικός στόχος προς τον οποίο πρέπει να κατατείνουν όλες οι προσπάθειες είναι η διαφοροποίηση του τουριστικού προϊόντος, ώστε να προσφέρεται ποικιλία ποιοτικών υπηρεσιών, που θα καλύπτουν το ευρύτερο δυνατό φάσμα της μεταβαλλόμενης παγκόσμιας ζήτησης. Σταθερό σημείο αναφοράς είναι τα ισχυρά ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα της γεωγραφικής μας θέσης, των κλιματικών συνθηκών, της ιστορίας και του φυσικού κάλλους. Αυτά τα πλεονεκτήματα πρέπει να αξιοποιήσουμε, αλλά με νέους, ευφάνταστους και αποτελεσματικούς τρόπους. Είναι απόλυτη ανάγκη να αποδεσμευθούμε από λανθασμένες επιλογές του παρελθόντος, όπως ο ευκαιριακός τουρισμός χαμηλού κόστους. Η επιλογή αυτή στηρίχθηκε στην  ανορθόλογη επιδότηση, βάσει "αναπτυξιακών" νόμων, που ευνοούσαν τη δημιουργία ξενοδοχειακών μονάδων οπουδήποτε και την ίδρυση μικρών επιχειρήσεων ενοικίασης δωματίων. Αυτή η επιλογή μαζί με την έλλειψη χωροταξικού σχεδιασμού οδήγησαν, σε πολλές περιπτώσεις, στην αλλοίωση του φυσικού ή και του παραδοσιακού οικιστικού περιβάλλοντος. Επιπλέον, ευνόησαν μια μορφή υπηρεσιών που είναι περισσότερο εκτεθειμένη στις συνέπειες των διακυμάνσεων της διεθνούς οικονομίας.

Αν αναβαθμίσουμε το τουριστικό προϊόν, θα προσελκύσουμε επισκέπτες υψηλοτέρου εισοδηματικού επιπέδου, η συμπεριφορά των οποίων θα επηρεάζεται λιγότερο από τις βραχυχρόνιες διακυμάνσεις των εισοδημάτων και των τιμών των υπηρεσιών και περισσότερο από την ποιότητα.  Πρέπει συνεπώς να επιδιωχθεί η ανάπτυξη του τουρισμού υψηλής ποιότητας, που, μεταξύ άλλων, προϋποθέτει:

•             Ενθάρρυνση της μόνιμης, ή εποχικής διαμονής εύπορων συνταξιούχων από άλλες χώρες, αλλά και εργαζόμενων ελεύθερων επαγγελματιών, οι οποίοι στην εποχή του διαδικτύου μπορεί να έχουν τόπο διαμονής την Ελλάδα αλλά να παρέχουν τις υπηρεσίες τους ηλεκτρονικά σε επιχειρήσεις που εδρεύουν σε άλλες χώρες.

•             Ενθάρρυνση του συνεδριακού τουρισμού,

•             Διευκόλυνση της κρουαζιέρας,

•             Προσέλκυση ξένων επισκεπτών και στην ηπειρωτική και ορεινή Ελλάδα.

Για να υποστηριχθεί η τουριστική ανάπτυξη στο μέλλον οι περιορισμένοι δημόσιοι πόροι θα πρέπει να κατανεμηθούν πιο αποδοτικά, με βάση τις συγκεκριμένες προτεραιότητες. Η κρατική χρηματοδότηση οφείλει επίσης να στραφεί στη δημιουργία των απαραίτητων βασικών υποδομών, όπως:

α. Προστασία και ανάδειξη των παραδοσιακών οικισμών, καθώς και ενίσχυση του ορεινού τουρισμού. Αναβάθμιση ορισμένων "βασικών υποδομών", όπως είναι οι υπηρεσίες που παρέχονται στα μουσεία και σε χώρους μεγάλης επισκεψιμότητας, αλλά και η προστασία χώρων φυσικού κάλλους.

β. Σύγχρονες υποδομές στις συγκοινωνίες, στις επικοινωνίες  και στις υπηρεσίες υγείας, που είναι απολύτως απαραίτητες για την ανάπτυξη του συνεδριακού τουρισμού και την ενθάρρυνση της μόνιμης ή εποχικής διαμονής στη χώρα μας ξένων   ηλικιωμένων συνταξιούχων ή νεότερων στην ηλικία ελεύθερων επαγγελματιών.

γ. Επαρκείς και σύγχρονες υποδομές στα λιμάνια (ώστε να προσελκυστούν οι μεγάλες εταιρίες που οργανώνουν κρουαζιέρες), στα αεροδρόμια και σε κομβικά σημεία του οδικού δικτύου.

Η κρατική χρηματοδότηση θα είναι εκ των πραγμάτων περιορισμένη τα αμέσως επόμενα χρόνια, την περίοδο δηλαδή της δημοσιονομικής προσαρμογής. Για να εξασφαλιστούν οι απαραίτητοι πόροι, θα πρέπει επομένως να εξεταστούν όλες οι εναλλακτικές δυνατότητες, όπως η:

- Αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας. Σε όλη τη χώρα υπάρχουν διάσπαρτες εκτάσεις του Δημοσίου, πολλές απ’ αυτές σε τουριστικά προνομιούχες περιοχές, που παραμένουν ανεκμετάλλευτες.

-Συγχρηματοδότηση έργων υποδομής με τη μορφή συμπράξεων με ιδιωτικούς φορείς.

- Ενθάρρυνση της συλλογικής συμμετοχής επιχειρήσεων στη χρηματοδότηση δραστηριοτήτων, που απαιτούνται για την επιμήκυνση της τουριστικής περιόδου και την αύξηση του αριθμού των αφίξεων. Επιχειρηματικές μονάδες θα μπορούσαν π.χ. να συμβάλουν συλλογικά στο κόστος νέων αεροπορικών συνδέσεων σε περιφερειακά αεροδρόμια.

Όσον αφορά την προβολή, η  εμπειρία δείχνει ότι η αποδοτικότητα των πόρων που κατευθύνονται εκεί έχει σημαντικά περιθώρια βελτίωσης. Σε στενή συνεργασία με τον ιδιωτικό τομέα, το κράτος πρέπει να αναπροσανατολίσει την πολιτική του, εστιάζοντας την προσοχή του:

α) στη μέγιστη δυνατή διάχυση των μηνυμάτων με τη χρησιμοποίηση πολλαπλών μέσων πέραν των παραδοσιακών. Και βέβαια αναφέρομαι στο διαδίκτυο και στις μεγάλες δυνατότητες επικοινωνίας που αυτό παρέχει.

β) στη διαφοροποίηση των μηνυμάτων ανάλογα με το κοινό στο οποίο απευθύνονται. Μονοθεματικές εκστρατείες προβολής κρίνονται ως απρόσφορες. Αν στόχος είναι να προσφέρουμε μια μεγάλη ποικιλία υπηρεσιών, ανάλογη ποικιλία πρέπει να υιοθετήσουμε και για την προβολή τους.

Όσον αφορά την εκπαίδευση θα σημειώσω ότι οφείλουμε να εμπλουτίσουμε το ανθρώπινο κεφάλαιο, να διευρύνουμε τις γνώσεις και τις δεξιότητές του. Πέραν από την αναγκαία βελτίωση της κατάρτισης που παρέχουν οι Σχολές Τουριστικών Επαγγελμάτων, θα ήταν σκόπιμο να εξετασθεί η εισαγωγή τουριστικών σπουδών και στα πανεπιστήμια. Η επιλογή αυτή θα πρέπει να έχει μακρόπνοη στόχευση: να δημιουργήσει στη χώρα ένα κέντρο τουριστικής εκπαίδευσης για την ευρύτερη περιοχή.

Όπως όμως όλες οι επιχειρήσεις, έτσι και οι τουριστικές, για να λειτουργήσουν αποδοτικά χρειάζονται ένα πλαίσιο που δεν θα δημιουργεί εμπόδια στην ίδρυση και τη λειτουργία τους. Ένα πλαίσιο που ορίζεται από σταθερό φορολογικό σύστημα, ελαχιστοποίηση των διοικητικών εμποδίων, σαφείς κανόνες για τη λειτουργία των αγορών και του ανταγωνισμού. Προς αυτή την κατεύθυνση έχουν ήδη δρομολογηθεί αλλαγές, πολλά όμως είναι αυτά που απομένουν. Ιδιαίτερη σημασία έχει η καθιέρωση χωροταξικού σχεδίου για τουριστικές επενδύσεις, ώστε να απλοποιηθούν οι ισχύουσες γραφειοκρατικές διαδικασίες.

Όπως ανέφερα στην αρχή της ομιλίας μου, μια βασική προϋπόθεση για την επιτυχία της μεγάλης προσπάθειας, που έχει αναλάβει η χώρα, είναι η ανάληψη πρωτοβουλιών από τις ίδιες τις επιχειρήσεις. Αυτό ισχύει κατά μείζονα λόγο για τις επιχειρήσεις του τουριστικού τομέα, οι οποίες, καθώς είναι εξ ορισμού εξωστρεφείς, έχουν περισσότερες δυνατότητες να παρακάμψουν τα προβλήματα που δημιουργεί η ύφεση στην εγχώρια αγορά. Οι επιχειρήσεις αυτές πρέπει τώρα να προχωρήσουν σε κινήσεις, που θα εξασφαλίσουν τη βελτίωση της ανταγωνιστικής τους θέσης. Αυτό προϋποθέτει:

α. Παρακολούθηση των αλλαγών στην παγκόσμια αγορά και άμεση ανταπόκριση σε αυτές.

β. Ενδυνάμωση του μεγέθους των επιχειρήσεων για να εκμεταλλευθούν τις οικονομίες κλίμακας. Αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα και αύξηση του μεγέθους των μονάδων.

γ. Επιχειρηματικές συνεργασίες τόσο μεταξύ ομοειδών επιχειρήσεων όσο και επιχειρήσεων από όλη την αλυσίδα παραγωγής του τουριστικού προϊόντος: μεταφορά – διαμονή – εστίαση – αναψυχή.

δ. Απομάκρυνση από τη μυωπική λογική του εύκολου και γρήγορου κέρδους και προσανατολισμός των δραστηριοτήτων και του οικονομικού σχεδιασμού τους σε μακρύτερους χρονικούς ορίζοντες.

Τελειώνοντας θα ήθελα να επαναλάβω την πεποίθησή μου ότι η δύσκολη πορεία την οποία διανύουμε σήμερα απαιτεί από τον καθένα να αναλάβει τις ευθύνες που του αναλογούν. Κράτος, εργαζόμενοι και επιχειρήσεις έχουμε ένα κοινό στόχο: Να επαναφέρουμε το συντομότερο δυνατόν την οικονομία σε ανοδική και βιώσιμη πορεία. Κοινή συνεπώς πρέπει να είναι και η προσπάθεια. Αν ενώσουμε τις δυνάμεις μας και αντιμετωπίσουμε τη σημερινή συγκυρία με διορατικότητα, τόλμη και συνέπεια είμαι βέβαιος ότι δημιουργούμε τις προϋποθέσεις για ένα αισιόδοξο μέλλον.

Το αναπτυξιακό δυναμικό της χώρας είναι τεράστιο.  Ήδη η κατάσταση βαίνει βελτιούμενη, ωστόσο ο δρόμος είναι μακρύς και δεν δικαιολογείται εφησυχασμός.  Η σημερινή κρίση μπορεί να γίνει ο καταλύτης που θα αναμορφώσει την οικονομία, βελτιώνοντας την ανταγωνιστικότητα και την ευημερία της χώρας εντός της ζώνης του ευρώ.  Αυτό είναι το μεγάλο στοίχημα για την Ελλάδα».

Copyright © 1999-2024 Premium S.A. All rights reserved.