Είχε προηγηθεί αυτεπάγγελτος έλεγχος της Αρχής στις εγκαταστάσεις της τράπεζας, όπου και διαπιστώθηκε η αγορά αρχείων εμπορικού και οικονομικού ενδιαφέροντος από δύο διαφημιστικές εταιρείες. Στη συνέχεια ακολούθησε έλεγχος και στις διαφημιστικές εταιρείες, από όπου η Αρχή έλαβε αντίγραφα τιμολογίων, σκληρών δίσκων υπολογιστών και άλλα δεδομένα.
Μεταξύ των αρχείων, βρέθηκε και μια λίστα, η μεγαλύτερη, η οποία περιείχε 52.864 ονόματα με εισόδημα άνω των 60.000 ευρώ. Αναλυτικότερα, οι λίστες περιείχαν τους ΑΦΜ του πελάτη της τράπεζας και του/της συζύγου, αριθμούς ταυτότητας, διευθύνσεις κατοικίας, κινητά και σταθερά τηλέφωνα, εισόδημα και εισόδημα συζύγου, ημερομηνία γέννησης, πατρώνυμο, μητρώνυμο και άλλα στοιχεία.
Η Αρχή έκρινε ότι η τράπεζα «αγόρασε, τήρησε σε αρχείο και επεξεργάστηκε με σκοπό την αποκόμιση κέρδους, λίστες με παρανόμως συλλεχθέντα προσωπικά δεδομένα», κατά παράβαση της νομοθεσίας για την προστασία των προσωπικών δεδομένων. Τέλος, η Αρχή υποχρέωσε την εν λόγω τράπεζα να καταστρέψει τις λίστες με τα προσωπικά δεδομένα που τηρούσε υπό τη μορφή αρχείων.